"μνήσθητί μου Κύριε", "ο σώσων εαυτόν σωθήτω", "τυπωθήτω", για το θεαθήναι
ο κύβος ερρίφθη /// απεπέμφθη
κλέπτομαι ---> εκλάπη πλήττω ----> επλήγη [πληγέντες - πληγείσες (πληγεισών) -πληγέντα]
πλέκομαι ---> επλάκη στέλλομαι ----> εστάλη
εκρήγνυμαι ---> εξερράγη τίθεμαι -----> ετέθη
επιλέγομαι ----> επελέγη τρέπομαι -----> ετράπη
καλούμαι -----> εκλήθη τρέφομαι -----> ετράφη
-βαίνω ----> -έβη
διεξ-άγω ΕΞ. ΜΕΛΛ. θα διεξάγω / ΣΥΝ. ΜΕΛΛ. θα διεξαγάγω / ΑΟΡ διεξ-ήγαγα / έχω, είχα, θα έχω διεξαγάγει
ΠΑΘ. ΑΟΡ. διεξ- ήχθη