Τείχη

 

  Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ

  μεγάλα κι υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

   Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.

   Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·

   διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.

   Α όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.

   Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.

   Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.