Κάποτε ένα πανέμορφο καλοκαίρι ζούσε ένα κοριτσάκι μικρό σε ηλικία 5 χρονών και έμενε σε ένα πάρα πολύ μικρό σπιτάκι. Συμπεριφερόταν πολύ καλά ήσυχα και χαλαρά. Όλοι της φέρονταν πολύ άσχημα γιατί δεν είχε πολλά χρήματα. Όμως το κορίτσι ένιωθε υπερβολικά άσχημα όλα όμως αυτά την έκαναν να μη θέλει να παίζει και να κάνει παρέα.
Ξαφνικά ο ήρωας αποφάσισε να μείνει με την οικογένεια του στην γιαγιά του διότι ήθελε βοήθεια γιατί είχε προβλήματα υγείας και εεκείνη είχε χρήματα για να τους φροντίσει.
Το κορίτσι τρόμαξε πολύ όταν το έμαθε τότε μάζεψε τα πράγματά τουθς και πήγαν να μείνουν εκεί. Μόλις πήγαν στο σπίτι η γιαγιά κάθε μέρα γινόταν όλο και καλύτερα.
Αφού η γιγιά είχε γίνει πια πολύ καλά αποφάσισε να τους πάει το επόμενο πρωί διακοπές σε ένα όμορφο ξενοδοχείο μόλις το άκουσε το κορίτσι χάρηκε και μετά από λίγη ώρα της λέει η μητέρα ότι θα έρθουν και τα ξαδέρφια της. Αφού η ηρωίδα είχε πάει να μαζέψει τα πράγματά της. Τότε ξάπλωσε να κοιμηθει και είδε το καλύτερο όνειρο της ζωής της, ένα όμορφο καβουράκι, έναν άστερία , ένα δελφίνι, ένα ψάρι, ένα κοχύλι και της είπαν να έρθει στο πάρτυ της γοργόνας που την αγαπούσαν πάρα πολύ ήταν ευγενική όμορφη τότε έπαιζε για λίγο με τα ξαδέλφια της και αφού είχε φτιάξει την αμμότουρτα μπήκε μέσα στο νερό και της είπε το καβουράκι « μπορείς να αναπνεύσεις εδώ» τότε άφησε την μάσκα και πήγε. Την οδήγησαν και παρέδωσε την το΄ρυτα στην όμορφη γοργόνα και πέρασε φανταστικά.
Τότε η μητέρα λέει στο κορίτσι να σηκωθεί γιατί σε λίγα λεπτά πρέπει να πάει να φάει το πρωινό της για να φύγουνε μόλις έφυγαν και βρήκε τα ξαδέρφια της και έγινε ότι είδε στο όνειρό της.