Μια φορά κι έναν καιρό ζούσαν σε ένα σπιτάκι τρία γουρουνάκια μαζί με τη γιαγιά τους. Περνούσαν πολύ ωραία μαζί. Έπαιζαν , χόρευαν και πήγαιναν βόλτες.

   Μια μέρα η γιαγιά τους λέει ότι έχουμ μεγαλώσει και πρέπει να πάνε να ζήσουν μόνοι τους. Τα γουρουνάκια αρνήθηκαν . Η γιγιά για να τα κάνει να νιώθουν καλύτερα τους έδωσε ένα δώρο, τον  Πινόκιο, ένα ξύλινο κουκλάκι που μια νεράιδα το ζωντάνεψε. Ο Πινόκιο είπε στα γουρουνάκια ότι θα είναι πάντα δίπλα τους για να μην φοβούνται.

      Μια μέρα αργότερα ξεκίνησα. Περπάταγαν πολλή ώρα μέχρι που βρήκαν έναν χώρο να φτιάξουν το σπίτι τους. Δυο ολόκληρες μέρες έκαναν. Τα γουρουνάκια πανικοβλήθηκαν. Ο Πινόκιο είπε ότι δεν φοβάται. Αμέσως όμως του μεγάλωσε η μύτη. Άρα έλεγε ψέματα. Αργότερα άρχισαν να ακούγονται ήχοι απόο το ταβάνι. Ο Πινόκιο σκέφτηκε ότι ο λύκος θα έμπαινε από την καμινάδα. Γι’ αυτό τα γουρουνάκια έβαλαν φωτιά στο τζάκι και τον έκαψαν. Ο λύκος μετάνιωσε και έγινε φίλος με τα γουρουνάκια και τον Πινόκιο.

   Έτσι τα γουρουνάκια τα κατάφεραν. Έγιναν ήρωες και γνώρισαν δυο φίλους , τον Πινόκιο και τον λύκο.