Όταν την Κοκκινοσκουφίτσα άφησε ο ξυλοκόπος στο δάσος (επειδή την είχε ήδη σώσει) , εκείνη βρήκε τη φίλη της τη Χιονάτη και τη ρώτησε αν ήθελε να πάνε μια βόλτα μαζί προς το σπίτι της γιαγιάς. Στον δρόμο βρήκανε κάτι ψιχουλάκια (μάλλον του Κοντορεβιθούλη) και τα αολούθησαν. Όταν έφτασαν σε ένα λιβάδι τα ψιλουλάκια τελείωσαν. Κοίταξαν πίσω τους τίποτα! Ούτε ένα ψίχουλο. Τότε αναρωτήθηκαν γιατί έλειπαν τα ψίχουλα αφού ήταν εκεί πριν από λίγο. Ύστερα είδαν τα τρία γουρουνάκια να τρώνε τα ψίχουλα. Φαίνονταν πεινασμένα. Τα 2 κορίτσια θύμωσαν με τα γουρουνάκια επειδή έτσι δε θα μπορούσαν να γυρίσουν. Τα γουρουνάκια όμως ήταν πεινασμένα επειδή ο κακός λύκος είχα φυσήξει τόσο δυνατά τα σπίτια τους που τα φαγητά έπεσαν κάτω. Στο λιβάδι ρώτησαν έναν ηλικωμένο άντρα πώς να γυρίσουνε πίσω και εκείνος τους απάντησε τι έπρεπε να κάνουν. Εκείνοι ακολούθησαν τις οδηγίες του και έφτασαν στο σπίτι της γιαγιάς της Κοκκινοσκουφίτσας που έκανε το τραπέζι σε 5 άτομα και τους είπε ότι όλοι αυτοί δεν ήταν παρά ένας γρίφος για να ξέρουν τι θα έκαναν αν χαθούν χωρίς ενήλικες.