Απόσπασμα
Το σφύριγμα της «Ανεμόεσσας» ακούστηκε.

Ο καπετάνιος μίλησε στο ραδιοτηλέφωνο.

- «Ανεμόεσσα» καλεί Χορευτό Λαλάρι… «Ανεμόεσσα» καλεί Χορευτό Λαλάρι… Ακούει κανείς; Τέλος.

- Έλα, καπετάνιε, το Χορευτό Λαλάρι ακούει, όβερ.

- Με τον κοινοτάρχη μιλάω; Άκου, Πυροφάνη. Θα κατεβάσω έναν δικό σας. Ετοίμασέ μου ένα βραστόψαρο και στείλ’ το με το Θανάση. Ροφουδάκι, αν έχεις, ίσαμε πέντε κιλά. Μ’ άκουσες; Τέλος.

- Έχω μεγάλο ροφό, καπετάνιε. θα σου στείλω σκορπίνες, όβερ.

- Εντάξει, στείλε μου δυο μεγάλες. Θα κατεβάσω τη σκάλα και θα φύγω αμέσως, τέλος.

- Εδώ έχουμε μπονάτσα, μπορείς και να πιάσεις, όβερ.

- Εμένα μου λες; Δώσε μου το Χράπαλο, τέλος.

- Δε σ’ άκουσα, είπες τίποτα; Όβερ.

- Θέλω να μιλήσω στο Χράπαλο, τέλος.

- Κάποιος μπαίνει στη γραμμή, όβερ.

- Δώσε μου, λέω, το Σταμάτη Χράπαλο, τον μπακάλη, τέλος.

- Δε σ’ ακούω, έχει παράσιτα, όβερ.

- Στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα. μ’ άκουσες τώρα;

- Σ’ άκουσα, όβερ.

- Εντάξει, κατάλαβα. Κλείνω, τέλος.

 

Ο αέρας είναι πεσμένος. Ξανακούστηκε το βαρύτονο σφύριγμα. Πριν ακόμα εμφανιστεί το καράβι στα Κρεμαστά Νερά, μια μικρή βάρκα με κουπιά απομακρύνεται από το μόλο. Ο Θανάσης κωπηλατεί όρθιος, για να συναντήσει την «Ανεμόεσσα». Από τη δυσαρεστημένη φυσιογνωμία του καταλαβαίνει κανείς ότι τα ‘χει μ’ όλο τον κόσμο. Σίγουρα αυτός δεν υποστηρίζει κανένα κόμμα.

Είναι Σάββατο απόγευμα. Η θάλασσα σηκώνει μικρά αντιμαχόμενα κυματάκια. Μερικοί παρακολουθούν τις μανούβρες. Αφού σταθεί λίγο η «Ανεμόεσσα», ξαναφεύγει με το αποχαιρετιστήριο της σφύριγμα, ενώ η βάρκα ξαναγυρίζει μ’ έναν επιβάτη στην πρύμνη. Κάμποσα παιδιά την περιμένουν στην άκρη του μόλου.

Από ώρα είναι καθισμένα εκεί τα παιδιά και κουβεντιάζουν ήσυχα. Ο καθένας έχει να πει για κάτι που διάβασε ή άκουσε ή είδε στην τηλεόραση. Ο ένας κάτι βρήκε, ο άλλος κάτι σκέφτηκε. Το ‘να θέμα φέρνει τ’ άλλο. Όταν η συζήτηση αφορά τα μαθήματα και τους δασκάλους και τους άλλους γνωστούς, δεν υπάρχουν έντονες διαφωνίες. Ανάβει όταν μιλούν για παιχνίδια. Ο Γαβρήλος με τον Καζανόβα κάθονται πλάι πλάι κι ονειρεύονται διακοπές. Ύστερα μιλάνε για χαρτζιλίκια και δώρα. Αυτό σηκώνει μεγάλη συζήτηση, γιατί έχει μέσα πολλά σχέδια. Είναι πολλοί αυτοί που στερούνται και το κουλούρι τους, που λέει ο λόγος, για να μαζέψουν λεφτά ν’ αγοράσουν ποδήλατο ή κάτι τέτοιο. Ο Στρατηγός έχει ένα πιο φιλόδοξο σχέδιο: άμα πάρει, λέει, τη σύνταξή του (απ’ το στρατό ή απ’ το σχολείο, το ίδιο κάνει), θα πάει στο Μέγα Νησί να δουλέψει βοηθός σερβιτόρου, για να πάρει μηχανάκι. Το άλλο καλοκαίρι σίγουρα θα κυκλοφορεί με μηχανάκι…

Το πρώτο μοναχικό αστέρι απέναντί τους αρχίζει να λάμπει δειλά. Εσπερινός… Βραδιάζει σιγά σιγά…

Ο Γαβρήλος θαυμάζει το σύμπαν τη νύχτα. Καθώς αρχίζουνε με την ευκαιρία μια μεγάλη συζήτηση για να μυστήρια του σύμπαντος, ο Γαβρήλος ακούει εκστατικός τους σοφότερους κι έξαφνα αποφασίζει τι θα γίνει όταν μεγαλώσει. Το αποφάσισε τούτο το βραδάκι, καθισμένος με τους φίλους του στην άκρη της θάλασσας. Δε θα το πει σε κανέναν, ώσπου να το σκεφτεί καλά την υπόλοιπη νύχτα. Φοβάται μήπως άργησε κιόλας, μήπως τον πήραν τα χρόνια, γι’ αυτό λέει στον Καζανόβα ότι δε θ’ αφήσει το ερχόμενο καλοκαίρι να πάει χαμένο. Θα κάνει ιδιαίτερο μάθημα με το δάσκαλο ή με την κυρία Διονυσία.

- Εσύ σκέφτηκες τίποτα; τονε ρωτάει μετά.

- Α πα πα!... κάνει με απέχθεια ο Καζανόβας. Ανατριχιάζω και μόνο που το ακούω, ότι το καλοκαίρι θα βλέπεις δασκάλους. Δε σου φτάνει ο χειμώνας;

Πιο πέρα ο Γιάννης ο Λήσταρχος μ’ ένα φίλο του δεν ασχολούνται καθόλου με τον ουρανό. Ψαρεύουνε μπαλαδάκια με το καλάμι και κοιτάνε μόνο το φελλό, αν τσιμπάει. Τώρα δεν καλοφαίνεται ο φελλός, κι αρχίζουν να τα μαζεύουν.

Μια μάνα ακούγεται απ ‘ τα πρώτα σπίτια, που φωνάζει το γιο της. Ανάβουν ένα ένα τα φώτα, το μουράγιο ερημώνει. Έμειναν τελευταίοι οι Φάνης με τον Αριστείδη να συνεχίζουνε τη συζήτηση, μέχρι την ώρα που ο ουρανός γέμισε άστρα. Όπως κάθε φορά, δε χώριζαν εύκολα. Είχαν πολλά για συζήτηση. Πριν ακόμα εξαντληθεί το ένα ζήτημα, άρχιζε τ’ άλλο. Κι αν αποφάσιζαν κάποτε να χωρίσουν, έλεγε ο ένας: «Θα σε πάω λίγο πιο πέρα». Εκεί είχε ξεφυτρώσει άλλο θέμα, κι ερχότανε η σειρά του άλλου να πει: «Θα σε πάω λίγο πιο πέρα». Εκεί άλλο θέμα ξεφύτρωνε και, τέλος πάντων, θα μπορούσε το πέρα δώθε να κρατήσει ως το πρωί, εφόσον το ‘να θέμα φέρνει τ’ άλλο και τίποτα δεν τελειώνει.

Αύριο δεν έχει σχολείο. Τώρα λοιπόν η συζήτησή τους κατέληξε σ’ ένα σχέδιο για αυριανό ψάρεμα πιο πέρα απ’ τα Κρεμαστά Νερά, σε νερά σχεδόν άγνωστα. Με την ευκαιρία αυτή μάλιστα θα συνέχιζαν και τη χαρτογράφηση.

Αφού κανόνισαν για τα διάφορα σύνεργα, μπλοκ, μολύβια, μέτρα, καθώς και τα ψαρικά, δώσανε ραντεβού ξημερώματα.

- Τι θα πεις στο γέρο σου; ρώτησε ο Φάνης.

- Θα το σκεφτώ. Το πολύ πολύ να φύγω σκαστός, μ’ ένα σημείωμα, για να μη με ψάχνουν .

- Μην του πεις ότι πάμε μαζί και βρω κάναν μπελά, όπως την άλλη φορά. Ραντεβού στο νεκροταφείο στις έξι, εντάξει; Για δόλωμα θα πάρω απ’ το γέρο μου καμιά σουπιά και γαριδούλα.

- Εγώ θα βουτήξω κοπανιστή. Σπάει μύτη. Οι κέφαλοι και τα μελανούρια θα τσιμπάνε σαν τρελά.

- Ω ρε μάνα μου, τι έχει να γίνει! Θα τα ταράξουμε!!

- Για τη βυθομέτρηση θα φτιάξω ειδική πετονιά.

- Θα υπολογίσουμε και το ύψος των Κρεμαστών με το μολύβι και τη σκιά, όπως μας έμαθε ο δάσκαλος.

Ο Αριστείδης έκανε να φύγει, αλλά στάθηκε γιατί κάτι σκέφτηκε:

- Εμείς τι θα φάμε, ρε Φάνη; Αν ψαρεύουμε ολημέρα, θα λυσσάξουμε στην πείνα.

- Ψωμοτύρι κι εμείς.

- Θα πάρω και λίγο σαλαμάκι κι ελιές. Αρκεί να μην βρέξει. Φεύγω αμέσως, άντε γεια. Πάω ν’ ακούσω μετεωρολογικό.

Έκανε να τρέξει, αλλά κάτι θυμήθηκε πάλι:

- Τι θα γίνει όμως αν πει ότι βρέχει;

- Τίποτα δε θα γίνει. Βρέξει χιονίσει, εμείς θα πάμε για ψάρεμα!

- Γεια σου, ρε μάγκα Φάνη! Έτσι σε θέλω!...

Χώρισαν ευτυχισμένοι.