Να χαρακτηρίσετε την Ανδρομάχη ως γυναίκα και ως σύζυγο πολεμιστή μέσα από τον παραπάνω λόγο της προς τον Έκτορα και να αιτιολογήσετε τους χαρακτηρισμούς σας.
κι απ' το χέρι του πιασμένη η Ανδρομάχη 405
εδάκρυσε και του 'λεγεν: «Οϊμέ! Θα σ' αφανίσει
τούτη σου η τόλμη, ω τρομερέ· το βρέφος δεν λυπείσαι
τούτο κι εμέ την άμοιρην που χήρα σου θα γίνω
ογρήγορα, ότι ογρήγορα θα ορμήσουν όλοι αντάμα
να σε φονεύσουν οι Αχαιοί και άμα σε χάσω, κάτω 410
στον μαύρον Άδη ας κατεβώ, διότι αν αποθάνεις
και συ, καμιά παρηγοριά δι' εμέ δεν θ' απομείνει,
και πόνοι μόνον· έχασα πατέρα και μητέρα·
τον μέγαν Αετίωνα μου φόνευσεν ο θείος
Πηλείδης, όταν έριξε την πόλιν των Κιλίκων, 415
την Θήβην την υψίπυλον· αλλά τον εσεβάσθη
νεκρόν, δεν τον εγύμνωσε, και μ' όλην την λαμπρήν του
αρματωσιά τον έκαυσε κι εσήκωσέ του μνήμα,
κι ολόγυρά του εφύτευσαν πεύκα μεγάλα οι νύμφες
Ορεστιάδες, του Διός αιγιδοφόρου κόρες· 420
ήσαν επτά στο σπίτι μας γλυκείς αυτάδελφοί μου,
κι εις μιαν ημέραν όλοι ομού ροβόλησαν στον Άδη·
όλους τους εθανάτωσεν ο θείος Αχιλλέας
των μόσχων μέσα εις τες κοπές και των λευκών προβάτων.
Και την σεπτήν μητέρα μου, βασίλισσα στην Θήβην, 425
δούλην εδώ την έφερε με τ' άλλα λάφυρά του.
Και αφού με δώρ' αμέτρητα κατόπι εξαγοράσθη,
την έσβησεν η Άρτεμις στο σπίτι του πατρός μου.
Έκτορ, συ είσαι δι' εμέ πατέρας και μητέρα,
συ αδελφός, συ ανθηρός της κλίνης σύντροφός μου. 430
Αλλά λυπήσου μας, και αυτού μείνε στον πύργον, μήπως
ορφανό κάμεις το παιδί και χήραν την γυναίκα.
Κι εκεί στην αγριοσυκιά τους άνδρες στήσε οπού 'ναι
η πόλις καλοανέβατη, καλόπαρτο το τείχος