Μάθημα : Νεοελληνική Λογοτεχνία (Α' Λυκείου)

Κωδικός : 0551100289

Μάθημα

Σημειώσεις, παρουσιάσεις, ασκήσεις και πρόσθετο υλικό για το μάθημα της νεοελληνικής λογοτεχνίας που διδάσκεται στην Α' Λυκείου. Το μάθημα συνεξετάζεται με αυτό της νεοελληνικής γλώσσας. 

Ενότητες

Ενότητα: Τα φύλα στη λογοτεχνία – Το δημοτικό τραγούδι

ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

 

Α. ΚΕΙΜΕΝΟ

 

 Γ. Παραλογή    Τα ρόδα της Κόρης, Έπ. Σταματιάδου, Σαμιακά Ε’ σ. 498.

Μία κόρη ρόδα μάζωνε και άνθη κορφολόγα,
κι’ ο βασιλιάς ξαγνάντησε από μακριά πουρχόνταν.
—«Ώρα Καλή σου, κωπελλιά, δος μου κι’ εμένα ρόδα».

Μετά χαράς σου, βασιλια, και να σου δώσω τρία».

Έβγαλε και της έδωσε τα δυο του δαχτυλίδια          5

Κι’ η μάννα της τη θώραγε απ’ του παραθύρι.
—«Μωρή σκύλα, μωρ’ άνομη κι’ αρμενουβαφτισμένη,
πόχεις τους δώδεκ’ άδερφούς και θα σε μαντατέψω»

Ακόμη λόγου έλεγε κι’ οι δώδεκα εφτάσαν
κι’ οι δώδεκα τη δέρνανε με τα γδυμνά μαχαίρια,       10

Κι’ η μάννα της την έδερνε με μια χρυσή βεργίτσα.
Η κόρ’ ως τα μεσάνυχτα πήρε και ψυχουμάχα.
Η μάννα της μπαινόβγαινε και τα μαλλιά της τράβα.
—«Σα θα πεθάνεις, κόρη μου, τι ρούχα να σου βάνου
Θέλεις απού τα χρούσαφα ή απ’ τα βιλουδένια ;»       15
— «Δε θέλ’ απού τα χρούσαφα, μηδ’ απ’ τα βιλουδένια,

μόν’ θέλου να με θάψιτε μέσα στα ματουμένα,
για να τ’ ακούσ’ ο βασιλιάς, για να του μάθ’ η χώρα,

πώς έχασα τη νιότη μου για δυό ζευγάρια ρόδα».

 

Β. ΘΕΜΑΤΑ

1. Η εναρκτήρια σκηνή της παραλογής έρχεται σε αντίθεση με το τραγικό της τέλος. Για ποιον λόγο;

2. Τη στιγμή που η κόρη του δημοτικού τραγουδιού συναντά τον βασιλιά, τον χαιρετά και του δίνει τρία ρόδα. Προσπαθήστε να αποκρυπτογραφήσετε τα σύμβολα του βασιλιά και του δαχτυλιδιού.

3. Να σκιαγραφήσετε τον χαρακτήρα της μάνας. Για ποιον λόγο μαρτυρά την κόρη της στ’ αδέρφια της και δεν αποσιωπά τη συνάντησή της με τον βασιλιά;

4. Πώς εξηγείται ο θρήνος την μάνας την ώρα που η κόρη της ψυχομαχά;

5. Να συζητήσετε το θέμα του φυσικού και ηθικού θανάτου στην πατριαρχική οικογένεια.

6. Ποια από τα χαρακτηριστικά του δημοτικού τραγουδιού και των παραλογών μπορείτε να εντοπίσετε; 

Ακούστε εδώ το δημοτικό τραγούδι μελοποιημένο. 

 

"Ερωτόκριτος και Αρετούσα", Θεόφιλος

 

 

"Ερωτόκριτος και Αρετούσα", Χρύσανθος Μποσταντζόγλου (Μποστ)

 

 

"Αρετούσα", Χρύσανθος Μποσταντζόγλου

 

 

"Ερωτόκριτος", Γιάννη Τσαρούχη 

 

"Ερωτόκριτος και Αρετούσα", Νίκου Εγγονόπουλου

 

1. Παρατηρήστε τον τρόπο με τον οποίο ο Ερωτόκριτος και η Αρετούσα απεικονίζονται στην νεοελληνική τέχνη. Ποιες διαφορές μπορείτε να εντοπίσετε;

2. Μπορείτε από τα στοιχεία του κάθε ζωγραφικού έργου να οδηγηθείτε σε συμπεράσματα σχετικά με την κοινωνική καταγωγή των δύο νέων και τη μεταξύ τους σχέση;

 

1. Ακούστε εδώ τον Νίκο Ξυλούρη να τραγουδά τον Ερωτόκριτο. Μπορείτε να καταλάβετε από το απόσπασμα του "αποχωρισμού" τα βασικά στοιχεία της πλοκής;

 

Τ άκουσες, Αρετούσα μου, τα θλιβερά μαντάτα;

ο Kύρης σου μ' εξόρισε εις τση ξενιτιάς τη στράτα;

Tέσσερεις μέρες μοναχά μου 'δωκε ν' ανιμένω,

κι αποκεί να ξενιτευτώ, πολλά μακρά να πηαίνω.

Kαι πώς να σ' αποχωριστώ, και πώς να σου μακρύνω,

και πώς να ζήσω δίχως σου το χωρισμόν εκείνο

Kατέχω το κι ο Kύρης σου γλήγορα σε παντρεύγει,

Pηγόπουλο, Aφεντόπουλο, σαν είσαι συ, γυρεύγει.

Kι ουδέ μπορείς ν' αντισταθείς, σα θέλουν οι Γονείς σου

νικούν την-ε τη γνώμη σου, κι αλλάσσει η όρεξή σου.

"Mιά χάρη, Aφέντρα, σου ζητώ, κ' εκείνη θέλω μόνο,

και μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω.

Tην ώρα που αρραβωνιαστείς, να βαραναστενάξεις,

κι όντε σα νύφη στολιστείς, σαν παντρεμένη αλλάξεις,

ν' αναδακρυώσεις και να πεις· "Pωτόκριτε καημένε,

τά σου'ταξα λησμόνησα, τό'θελες πλιό δεν έναι

Kαι κάθε μήνα μιά φορά μέσα στην κάμερά σου,

λόγιασε τά'παθα για σε, να με πονεί η καρδιά σου.

Kαι πιάνε και τη σγουραφιάν (ζωγραφιά), που'βρες στ' αρμάρι μέσα,

και τα τραγούδια, που'λεγα, κι οπού πολλά σου αρέσα',

και διάβαζέ τα, θώρειε τα, κι αναθυμού κ' εμένα,

που μ' εξορίσανε ο-για σε πολλά μακρά στα ξένα.

Kι ας τάξω ο κακορίζικος, πως δε σ' είδα ποτέ μου,

μα ένα κερί-ν αφτούμενον εκράτουν, κ' ήσβησέ μου.

Α. Κείμενο

Α. Παπαδιαμάντης, "Το χριστόψωμο" 

 

 

Μεταξύ των πολλών δημωδών τύπων, τους οποίους θα έχωσι να εκμεταλλευθώσιν οι μέλλοντες διηγηματογράφοι μας, διαπρεπή κατέχει θέσιν η κακή πενθερά, ως και η κακή μητρυιά. Περί μητρυιάς άλλοτε θα αποπειραθώ να διαλάβω τινά, προς εποικοδόμησιν των αναγνωστών μου. Περί μιας κακής πενθεράς σήμερον ο λόγος.

Εις τί έπταιεν η ατυχής νέα Διαλεχτή, ούτως ωνομάζετο, θυγάτηρ του Κασσανδρέως μπαρμπα-Μανώλη, μεταναστεύσαντος κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν εις μίαν των νήσων του Αιγαίου, εις τί έπταιεν αν ήτο στείρα και άτεκνος; Είχε νυμφευθή προ επταετίας, έκτοτε δις μετέβη εις τα λουτρά της Αιδηψού, πεντάκις της έδωκαν να πίη διάφορα τελεσιουργά βότανα, εις μάτην, η γη έμενεν άγονος. Δύο ή τρεις γύφτισσαι της έδωκαν να φορέση περίαπτα θαυματουργά περί τας μασχάλας, ειπούσαι αυτή, ότι τούτο ήτο το μόνον μέσον, όπως γεννήση, και μάλιστα υιόν. Τέλος καλόγηρος τις Σιναΐτης τη εδώρησεν ηγιασμένον κομβολόγιον, ειπών αυτή να το βαπτίζη και να πίνη το ύδωρ. Τα πάντα μάταια.

Επί τέλους με την απελπισίαν ήλθε και η ανάπαυσις της συνειδήσεως, και δεν ενόμιζεν εαυτήν ένοχον. Το αυτό όμως δεν εφρόνει και η γραία Καντάκαινα, η πενθερά της, ήτις επέρριπτεν εις την νύμφην αυτής το σφάλμα της μη αποκτήσεως εγγόνου διά το γήρας της.

Είναι αληθές ότι ο σύζυγος της Διαλεχτής ήτο το μόνον τέκνον της γραίας ταύτης, και ούτος δε συνεμερίζετο την πρόληψιν της μητρός του εναντίον της συμβίας αυτού. Αν δεν τω εγέννα η σύζυγός του, η γενεά εχάνετο. Περίεργον, δε, ότι πας Ελλην της εποχής μας ιερώτατον θεωρεί χρέος και υπερτάτην ανάγκην την διαιώνισιν του γένους του.

Εκάστοτε, οσάκις ο υιός της επέστρεφεν εκ του ταξιδίου του, διότι είχε βρατσέραν, και ήτο τολμηρότατος εις την ακτοπλοΐαν, η γραία Καντάκαινα ήρχετο εις προϋπάντησιν αυτού, τον ωδήγει εις τον οικίσκον της, τον εδιάβαζε, τον εκατήχει, του έβαζε μαναφούκια, και ούτω τον προέπεμπε παρά τη γυναικί αυτού. Και δεν έλεγε μόνα τα ελαττώματά της, αλλά τα αυγάτιζε· δεν ήτο μόνον «μαρμάρα», τουτέστι στείρα η νύμφη της, τούτο δεν ήρκει, αλλ' ήτο άπαστρη, απασσάλωτη, ξετσίπωτη, κτλ. Όλα τα είχεν, «η ποίσα, η δείξα, η άκληρη».

Ο καπετάν Καντάκης, σφλομωμένος, θαλασσοπνιγμένος, τα ήκουεν όλα αυτά, η φαντασία του εφούσκωνεν, εξερχόμενος είτα συνήντα τους συναδέλφους του ναυτικούς, ήρχιζαν τα καλώς ώρισες, καλώς σας ηύρα, έπινεν επτά ή οκτώ ρώμια, και με τριπλήν σκοτοδίνην, την εκ της θαλάσσης, την εκ της γυναικείας διαβολής και την εκ των ποτών, εισήρχετο οίκαδε και βάρβαροι σκηναί συνέβαινον τότε μεταξύ αυτού και της συζύγου του.

Ούτως είχον τα πράγματα μέχρι της παραμονής των Χριστουγέννων του έτους 186... Ο καπετάν Καντάκης προ πέντε ημερών είχε πλεύσει με την βρατσέραν του εις την απέναντι νήσον με φορτίον αμνών και ερίφων, και ήλπιζεν ότι θα εώρταζε τα Χριστούγεννα εις την οικίαν του. Αλλά τον λογαριασμόν τον έκαμνεν άνευ του ξενοδόχου, δηλ. άνευ του Βορρά, όστις εφύσησεν αιφνιδίως άγριος, και έκλεισεν όλα τα πλοία εις τους όρμους, όπου ευρέθησαν. Είπομεν όμως ότι ο καπετάν Καντάκης ήτο τολμηρός περί την ακτοπλοΐαν.

Περί την εσπέραν της παραμονής των Χριστουγέννων ο άνεμος εμετριάσθη ολίγον, αλλ' ουχ ήττον εξηκολούθει να πνέη. Το μεσονύκτιον πάλιν εδυνάμωσε.

Τινές ναυτικοί εν τη αγορά εστοιχημάτιζον, ότι, αφού κατέπεσεν ο Βορράς, ο καπετάν Καντάκης θα έφθανε περί το μεσονύκτιον. Η σύζυγός του όμως δεν ήτο εκεί να τους ακούση και δεν τον επερίμενεν.

Αύτη εδέχθη μόνο περί την εσπέραν την επίσκεψιν της πενθεράς της, ασυνήθως φιλόφρονος και μηδιώσης, ήτις τη ευχήθη το απαραίτητον «καλό δέξιμο» και διά χιλιοστήν φορά το στερεότυπον «μ' έναν καλό γυιό».

Και ου μόνον, τούτο, αλλά τη προσέφερε και εν χριστόψωμο.

— Το ζύμωσα μοναχή μου, είπεν η θεια-Καντάκαινα, με γεια να το φας.

— Θα το φυλάξω ώς τα Φώτα, διά ν' αγιασθή, παρετήρησεν η νύμφη.

— Όχι, όχι, είπε μετ' αλλοκότου σπουδής η γραία, το δικό της φυλάει η κάθε μια νοικοκυρά διά τα Φώτα, το πεσκέσι τρώγεται.

— Καλά, απήντησεν ηρέμα η Διαλεχτή, του λόγου σου ξέρεις καλύτερα.

Η Διαλεχτή ήτο αγαθωτάτης ψυχής νέα, ουδέποτε ηδύνατο να φαντασθή ή να υποπτεύση κακό τι.

— Πώς τώπαθε η πεθερά μου και μου έφερε χριστόψωμο, είπε μόνον καθ' εαυτήν, και αφού απήλθεν η γραία εκλείσθη εις την οικίαν της και εκοιμήθη μετά τινος δεκαετούς παιδίσκης γειτονοπούλας, ήτις τη έκαμνε συντροφίαν οσάκις έλειπεν ο σύζυγός της.

Η Διαλεχτή εκοιμήθη πολύ ενωρίς, διότι σκοπόν είχε να υπάγη εις την εκκλησίαν περί το μεσονύκτιον. Ο ναός δε του αγ. Νικολάου μόλις απείχε πεντήκοντα βήματα από της οικίας της.

Περί το μεσονύκτιον εσήμαναν παρατεταμένως οι κώδωνες. Η Διαλεχτή ηγέρθη, ενεδύθη και απήλθεν εις την εκκλησίαν. Η παρακοιμωμένη αυτή κόρη ήτο συμπεφωνημένον, ότι μόνον μέχρις ου σημάνη ο όρθρος θα έμενε μετ' αυτής, όθεν αφυπνίσασα αυτήν την ωδήγησε πλησίον των αδελφών της. Αι δύο οικίαι εχωρίζοντο διά τοίχου κοινού.

Η Διαλεχτή ανήλθεν εις τον γυναικωνίτην του ναού, αλλά μόλις παρήλθεν ημίσεια ώρα και γυνή τις πτωχή και χωλή δυστυχής, ήτις υπηρέτει ως νεωκόρος της εκκλησίας, ελθούσα τη λέγει εις το ους.

— Δώσε μου το κλειδί, ήλθε ο άντρας σου.

— Ο άντρας μου! ανεφώνησεν η Διαλεχτή έκπληκτος.

Και αντί να δώση το κλειδί έσπευσε να καταβή η ιδία.

Ελθούσα εις την κλίμακα της οικίας, βλέπει τον σύζυγόν της κατάβρεκτον, αποστάζοντα ύδωρ και αφρόν.

— Είμαι μισοπνιγμένος, είπε μορμυρίζων ούτος, αλλά δεν είναι τίποτε. Αντί να το ρίξωμε έξω, το καθίσαμε στα ρηχά.

— Πέσατε έξω; ανέκραξεν η Διαλεχτή.

— Όχι, δεν είναι σου λέγω τίποτε. Η βρατσέρα είναι σίγουρη, με δυο άγκουρες αραγμένη, και καθισμένη.

— Θέλεις ν' ανάψω φωτιά;

— Άναψε, και δώσε μου ν' αλλάξω.

Η Διαλεχτή εξήγαγε εκ του κιβωτίου ενδύματα διά τον σύζυγόν της και ήναψε πυρ.

— Θέλεις κανένα ζεστό;

— Δεν μ' ωφελεί εμένα το ζεστό, είπεν ο καπετάν Καντάκης. Κρασί να βγάλης.

Η Διαλεχτή εξήγαγεν εκ του βαρελίου οίνον.

— Πώς δεν εφρόντισες να μαγειρεύσης τίποτε; είπε γογγύζων ο ναυτικός.

— Δεν σ' επερίμενα απόψε, απήντησε μετά ταπεινότητος η Διαλεχτή. Κρέας επήρα. Θέλεις να σου ψήσω πριζόλα;

— Βάλε στα κάρβουνα, και πήγαινε συ στην εκκλησιά σου, είπεν ο καπετάν Καντάκης. Θα έλθω κ' εγώ σε λίγο.

Η Διαλεχτή έθεσε το κρέας επί της ανθρακιάς, ήτις εσχηματίσθη ήδη, και ητοιμάζετο να υπακούση εις την διαταγήν του συζύγου της, ήτις ήτο και ιδική της επιθυμία, διότι ήθελε να κοινωνήση. Σημειωτέον ότι την φράσιν «πήγαινε συ στην εκκλησιά σου» έβαψεν ο Καντάκης διά στρυφνής χροιάς.

— Η μάννα μου δεν θα το 'μαθε βέβαια ότι ήλθα, παρετήρησεν αύθις ο Καντάκης.

— Εκείνη είναι στην ενορία της, απήντησεν η Διαλεχτή. Θέλεις να της παραγγείλω;

— Παράγγειλέ της να έλθη το πρωί.

Η Διαλεχτή εξήλθεν. Ο Καντάκης την ανεκάλεσεν αίφνης.

— Μα τώρα είναι τρόπος να πας εσύ στην εκκλησιά, και να με αφήσεις μόνον;

— Να μεταλάβω κ' έρχομαι, απήντησεν η γυνή.

Ο Καντάκης δεν ετόλμησε ν' αντείπη τι, διότι η απάντησις θα ήτο βλασφημία. Ουχ ήττον όμως την βλασφημίαν ενδιαθέτως την επρόφερεν.

Η Διαλεχτή εφρόντισε να στείλη αγγελιοφόρον προς την πενθεράν της, ένα δωδεκαετή παίδα της αυτής εκείνης γειτονικής οικογενείας, ης η θυγάτηρ εκοιμήθη αφ' εσπέρας πλησίον της, και επέστρεψεν εις τον ναόν.

Ο Καντάκης, όστις επείνα τρομερά, ήρχισε να καταβροχθίζη την πριζόλαν. Καθήμενος οκλαδόν παρά την εστίαν, εβαρύνετο να σηκωθή και ν' ανοίξη το ερμάρι διά να λάβη άρτον, αλλ' αριστερόθεν αυτού υπεράνω της εστίας επί μικρού σανιδώματος ευρίσκετο το χριστόψωμον εκείνο, το δώρον της μητρός του προς την νύμφην αυτής. Το έφθασε και το έφαγεν ολόκληρον σχεδόν μετά του οπτού κρέατος.

.................................................................................................................................................................................................................................................................

Περί την αυγήν, η Διαλεχτή επέστρεψεν εκ του ναού, αλλ' εύρε την πενθεράν της περιβάλλουσαν διά της ωλένης το μέτωπον του υιού αυτής και γοερώς θρηνούσαν.

Ελθούσα αύτη προ ολίγων στιγμών τον εύρε κοκκαλωμένον και άπνουν. Επάρασα τους οφθαλμούς, παρετήρησε την απουσίαν του χριστοψώμου από του σανιδώματος της εστίας, και αμέσως ενόησε τα πάντα.

Ο Καντάκης έφαγε το φαρμακωμένο χριστόψωμο, το οποίον η γραία στρίγλα είχε παρασκευάσει διά την νύμφην της.

Ιατροί επιστήμονες δεν υπήρχον εν τη μικρά νήσω· ουδεμία νεκροψία ενεργήθη. Ενομίσθη, ότι ο θάνατος προήλθεν εκ παγώματος συνεπεία του ναυαγίου. Μόνη η γραία Καντάκαινα ήξευρε το αίτιον του θανάτου.

Σημειωτέον, ότι η γραία, συναισθανθείσα και αυτή το έγκλημά της, δεν εμέμφθη την νύμφην της, αλλά τουναντίον την υπερήσπισε κατά της κακολογίας άλλων. Εάν έζησε και άλλα κατόπιν Χριστούγεννα, η άστοργος πενθερά και ακουσία παιδοκτόνος, δε θα ήτο βεβαίως πολύ ευτυχής εις το γήρας της.

(1887)

[πηγή: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Άπαντα, τ. 2, κριτ. έκδ. Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Δόμος, Αθήνα 1997, σ. 77-81]

 

Α. ΚΕΙΜΕΝΟ - Κωσταντίνου Χατζόπουλου, “Η Αννιώ” (απόσπασμα)

 

[...] Συνηθίζουνε στα χωριά μας —έτσι κάπως άρχισε— και μας ξενιτεύουνε μικρούς. Στη Βλαχιά και στη Ρουσία και τώρα ύστερα και στην Αμερική· ο τόπος μας είναι στενός· βουνά, τσουκάρια, γκρεμοί και σάρες. Δε βγάζει τίποτες η γης, δε μας φτάνει να ζή­σουμε. Και γω, σαν έμαθα δύο τρία γράμματα, έπρεπε να φύγω.[...]

Και τη Λαμπρή και του Χριστού που κλείναμε το μαγαζί, άλλαζα, στολιζόμουνα και γω κι έβγαινα γύρω στους δρόμους. Περνούσα κι από κείνον, όπου σερ­γιάνιζε γιορτοφορεμένα κι η Αννιώ και μου φαινό­τανε πως ήμουν εγώ τώρα ο λιμοκοντόρος, που την κυνηγούσε μια φορά. Μα τώρα πάλι δεν μπορούσα να πηγαίνω πάντα στο πηγάδι για νερό· ήταν το μι­κρότερο παιδί του μαγαζιού γι’ αυτό, κι έτσι δε μπο­ρούσα πια να βλέπω κάθε μέρα την Αννιώ. Την αυλή του σπιτιού της τη χώριζε από την αυλή του μαγαζιού μας ένα στενό, και κει πετιόμουνα καμιά στιγμή κι αλλάζαμε δυο τρία λόγια, όταν τύχαινε να πεταχτεί κι αυτή την ίδια ώρα, και κει αρχίσαμε να σμίγουμε και το βράδυ αργά, όταν κλείναμε το μα­γαζί κι έβρισκε κι αυτή καιρό να ξεκλεφτεί από τη μάνα της.

Εκεί, ένα βράδυ που είχε αρρωστήσει κάποιος δικός της, κι η μάνα της πήγε να τον ξενυχτίσει, έτρεξε η Αννιώ και μου είπε να πάω αργότερα να κρυφτώ μέσα στο πλυσταριό της και να την περιμένω. Στην αρχή φοβήθηκα, μα μια και της το έταξα, πήρα θάρ­ρος ύστερα και πήγα. Ήταν χειμώνας και θυμούμαι φυσούσε κι έβρεχε. Το ρέμα, που περνούσε δίπλα εκεί, βούιζε κατεβασμένο, σε μιαν άκρη του πλυστα­ριού κοιμόντανε κι οι κότες· κι από κάτω από τη σκεπή σ’ ένα πέταυρο καρφωμένο στην αστρέχα κούρνιαζαν τα παγόνια, που έθρεφε η μάνα της Αννιώς. Κι αυτά κι οι κότες ταραζόντανε κάθε στιγμή και μας ξαφνίζαν. Από το πίσω μέρος συνόρευε το πλυσταριό με το στάβλο του διπλανού σπιτιού και τ’ άλογα δίναν και κείνα ώρες ώρες βαριές κλωτσιές στο ξύλινο το χώρισμα. Ο τρόμος δε με άφησε ούτε μια στιγμή κι έφυγα αποφασισμένος να μην ξεγελαστώ να ’ρθω άλλο βράδυ. Μα όταν ξαναέλειψε η μάνα της Αννιώς, ήρθα και δεύτερο και τρίτο και μια κι έγινε η αρχή, η Αννιώ ξακολούθησε κι ύστερα που ήταν η μάνα της στο σπίτι να της ξεκλέβεται και τότε πού και πού. Όσο που τη μυρίστηκε κι άξαφνα μια νύχτα, καθώς πήδησα τον τοίχο βρέθηκα μπροστά στον ίσκιο της.

Τα ’χασα και σταμάτησα. Και κείνη την πρώτη στιγμή φάνηκε πως τρόμαξε, μα όταν με γνώρισε, χύμησε και με άδραξε από το αφτί και με πέταξε έξω από την αυλόπορτα χωρίς να χάσει πολλά λόγια.

Την άλλη μέρα ήρθε στον αφεντικό μου και κείνος με πήρε πίσω από τα σακιά και με άρχισε στις κατακεφαλιές.

Του ’ταξα πως δεν το ξανακάνω για να γλυτώσω εκείνη τη στιγμή. Μα γλήγορα ξέχασα το τάξιμο και γλή­γορα ξέχασε κι η Αννιώ το ξύλο που έφαγε κι αυτή απ’ τη μάνα της.

Δεν πέρασε καιρός, και μας ξανάπιασαν πάλι να κρυφομιλούμε μέρα μεσημέρι κάτω από την καμάρα του γεφυριού. Η μάνα της έστειλε τώρα ένα δικό της και μ’ έκραξε στην αυλή του μαγαζιού και μου είπε να πάψω να ντροπιάζω το σπίτι της ξαδέρφης του.

«Δε θέλω να ντροπιάσω κανένα σπίτι» του απο­κρίθηκα· «έχω καλό σκοπό για το κορίτσι.»

«Για τα μούτρα σου είναι», θύμωσε και μου άστραψε και κείνος δυο στα μάγουλα και με φοβέριζε πως αν ξαναμάθει πως μίλησα με την Αννιώ, θα βάλει τον αστυνόμο να με κάμει εξορία.

Μας ξανάπιασαν πίσω στο στενό, και την άλλη μέρα ήρθε ο αστυνόμος και μ’ έδειρε και με φοβέριξε πως θα μ’ εξορίσει για λωποδύτη.

Μα το άκουσε ο αφεντικός μου και πήρε το μέρος μου, γιατί δεν του έπεφτε τόσο εύκολο να βρει αμέ­σως άλλο παιδί στο πόδι μου.

Ήταν κιόλας με το άλλο κόμμα και κόντεψε να γίνει σούσουρα. Μα οι δικοί της Αννιώς το σωπάσανε. Για μένα όμως ήταν η Αννιώ χαμένη. Φτωχοκόριτσο ήταν κι αυτή, μα μια φορά ο πατέρας της ήταν καλός, η μάνα της κρατούσε από γωνιά και γυρεύανε να βρούνε κάποιο νοικοκύρη να τη σιγουρέψουν. Την κλείσαν μέσα και δεν μπορούσα να την ξαναδώ. Δε μου έμενε άλλο παρά να την κλέψω. Μα με τι και πώς; Αφού δεν μπορούσα να το κάμω αυτό, μου ήρθε στο νου κάτι άλλο· θυμήθηκα πόσοι φύγανε από το χωριό μου και πήγανε και κάμανε κατάσταση στην ξενιτιά. Κι αποφάσισα να ξενι­τευτώ και γω, να πάω να καζαντίσω και να ’ρθω να πάρω την Αννιώ με το σπαθί μου.

Είπα λοιπόν του αφεντικού μου πως θα φύγω και του ζήτησα να μου πληρώσει τους μιστούς. Είχα να λάβω κάπου δυο εκατοστάρικα. Σε μια τρύπα κάτω από την καμάρα του γεφυριού είχα κρυμμένα κι όσα σούφρωνα στο μεταξύ από τον μπεζαχτά δεκάρα τη δεκάρα, όταν έβρισκα καιρό.

Ο αφεντικός μου θέλησε να μου γυρίσει το κεφά­λι, μα δεν μπόρεσε. Με πλήρωσε κι ετοιμάστηκα να φύγω. Μα πριν φύγω, ήθελα να σμίξω την Αννιώ· ας ήτανε και μια στιγμή.

Σηκώθηκα λοιπόν πρωί θαμπά και καθώς ήξερα πως ξυπνά πρωτύτερα από τη μάνα της, τράβηξα και μπήκα στην αυλή.

Τη βρήκα μπρος στην πόρτα. Καθότανε σ’ ένα κασόνι και τάγιζε τις όρνιθες και τα παγόνια. Πήγα τόσο σιγά που με κατάλαβε μόνο άμα έφτασα μπρο­στά της. Ξαφνίστηκε που με είδε και μου έριξε μια φοβισμένη ματιά χωρίς να κουνηθεί.

«Ήρθα να σου αφήσω γεια», της είπα «φεύγω σήμερα.»

«Πού πας;» ψιθύρισε ανήσυχα και φοβισμένα.

«Στην ξενιτιά.»

«Και δε θα ξαναρθείς;»

«Σαν καζαντίσω. Θα ’ρθω να σε πάρω· θα με περιμένεις;»

«Ναι, θα σε περιμένω», είπε και με κοίταξε θολά.

Έσκυψα, της έπιασα το χέρι και χωριστήκαμε.

Καθώς έβγαινα, γύρισα κι είδα την αυλή. Έμπαι­νε η άνοιξη κι οι μηλιές και μια ροδακινιά μπρος στο πηγάδι ήταν όλες φορτωμένες με άνθια. Στάθηκα μια στιγμή ακόμα και ξαναείδα την Αννιώ που με κοίτα­ζε κι αυτή απ’ την πόρτα δίχως να σαλέψει.

Ύστερα έκλεισα την πόρτα κι έφυγα.

 

Β. ΘΕΜΑΤΑ

 

Α. Να χαρακτηρίσετε τη μάνα της Αννιώς λαμβάνοντας υπόψη τη συμπεριφορά της απέναντι στους δύο ήρωες. Να σχολιάσετε το κοινωνικό στερεότυπο που αντιπροσωπεύει. (Μονάδες 15)

Β1. Να εντοπίσετε το είδος του αφηγητή που αφηγείται την ιστορία τεκμηριώνοντας την απάντησή σας. (Μονάδες 10)

Β2. Να βρείτε δύο αφηγηματικούς τρόπους που χρησιμοποιούνται στο κείμενο, δίνοντας από ένα παράδειγμα για τον καθένα. (Μονάδες 10)

 

Κ. Θεοτόκης, “Πίστομα”

 

Όταν ύστερα από την αναρχία πού'χεν ανταριάσει τον τόπο δίνοντας εις όλα τα κακά στοιχεία το ελεύτερο να πράξουν κάθε λογής ανομία, η τάξη είχε πάλε στερεωθεί, κ' είχε δοθεί αμνηστία στους κακούργους, τότες επίστρεφαν τούτοι απ' τα βουνά κι από τα ξένα στα σπίτια τους, κι ανάμεσα στους άλλους που ξαναρχόνταν, εγύριζε στο χωριό του κι ο Mαγουλαδίτης Aντώνης Kουκουλιώτης.
Eίτουν τότες ώς σαράντα χρονών, κοντός, μαυριδερνός, μ' όμορφα πυκνά σγουρά γένια και με σγουρότατα μαύρα μαλλιά. Tο πρόσωπό του είχε χάρη και το βλέμμα του είτουν χαϊδευτικό και ήμερο αγκαλά κι αντίφεγγε με πράσινες αναλαμπές· το στόμα του όμως είτουν μικρότατο και κοντό δίχως χείλια.
O άνθρωπος τούτος, πριν ακόμα ρεμπελέψουν ο κόσμος, είχε παντρευτεί. Kι όταν πήρε των βουνών το δρόμο, για το φόβο της εξουσίας, άφηκε τη γυναίκα του μόνη στο σπίτι και τούτη δεν του εστάθη πιστή, αλλά με άλλον (νομίζοντας ίσως πως ο Kουκουλιώτης είτουν σκοτωμένος ή αλλιώς πεθαμένος) είχε πιάσει έρωτα κι απ' τον έρωτα τούτον είχε γεννηθεί παιδί που άξαινεν ωστόσο χαριτωμένα και που η γυναίκα περσά αγαπούσε.
Eγύριζε λοιπόν ο ληστής στο χωριό του την ώρα όπου βάφουν τα νερά. K' εμπήκε ξάφνως σπίτι του χωρίς κανείς να το προσμένει, εμπήκε σα θανατικό, αναπάντεχα τέλεια, κ' εκατατρόμαξεν η άτυχη γυναίκα, ετρόμαξε τόσο, που, παίρνοντας το ξανθό της παιδί στην αγκαλιά, τό'σφιγγε στα στήθια της τρεμάμενη, έτοιμη να λιγοθυμήσει και χωρίς να δύναται να προφέρει λέξη καμία.
Aλλά ο Kουκουλιώτης πικρά χαμογελώντας τής είπε:
"Mη φοβάσαι γυναίκα. Δε σου κάνω κανένα κακό, αγκαλά και σου πρέπουν. Eίναι το παιδί τούτο δικό σου; Nαι; Mα όχι δικό μου! Mε ποιον, λέγε, τό'χεις κάμει;"
T' αποκρίθη εκείνη λουχτουκιώντας.
"Aντώνη, τίποτε δε μπορώ να σου κρούψω. Tο φταίσμα μου είναι μεγάλο. Mα, το ξέρω, κ' η εγδίκησή σου θά'ναι μεγάλη· κ' εγώ, αδύνατο μέρος, και το νήπιο τούτο, που από το φόβο τρέμει, δε δυνόμαστε να σ' αντρειευτούμε. Kοίτα πώς η τρομάρα με κλονίζει καθώς σε τηρώ. Kάμε από με ό,τι θέλεις, μα λυπήσου το άτυχο πλάσμα που δεν έχει προστασία."
Kαθώς εμιλούσεν η γυναίκα εσκοτείνιαζεν η όψη του αλλά δεν την αντίκοβγε. Eτσώπασε λίγο κ' έπειτα της είπε:
"Γυναίκα κακή! Δεν ρωτώ τώρα ουδέ συμβουλή σου, ουδέ σε λυπούμαι, ουδέ το λυπούμαι. T' όνομα εκεινού θέλω. Eσέ δε θα σε πειράξω. Δε μολογάς το; θα το μάθω· το χωριό όλο γνωρίζει με ποιον εζούσες και τότες θα θυσιάσω και τους τρεις σας, θα πλύνω τη ντροπή πόχω λάβει από σας, πλάσματα άτιμα!"
Eμολόησε. Kι ο Kουκουλιώτης εβγήκε αμέσως. Kι αφού ύστερα από ώρα ξαναμπήκε στο σπίτι, εβρήκε τη γυναίκα στον ίδιο τόπον ασάλευτη με τ' αποκοιμισμένο τέκνο στην αγκάλη· τον αναντράνιζε. Mα αυτός εξαπλώθη κατά γης και σα χορτάτος εκοιμήθη ύπνον βαθύν ώς το ξημέρωμα.
Tην άλλην ημέραν αφού εξύπνησαν της είπε.
"Θα πάμε στα χτήματά μας να ιδώ μη και κείνα μού'χουν αρπάξει, καθώς μού'χε πάρει και σε ο σκοτωμένος."
"Tον σκότωσες!"
Tην ημέραν εκείνην ο ήλιος δεν εφάνη στην Aνατολή γιατί ο ουρανός είτουν γνέφια γιομάτος και το φως μετά βιάς επλήθαινε.
Kι ο Kουκουλιώτης βάνοντας φτιάρι και τσαπί στον ώμο εδιάταξε τη γυναίκα να τον ακολουθήσει μαζί με το παιδί της, κ' έτσι εβγήκαν κ' οι τρεις από το σπίτι.
Kαι φτάνοντας εις το χωράφι που είτουν πολύ νοτερό ακόμα από την πρωτυτερνή βροχή, ο ληστής εβάλθη να σκάψει λάκκο.
Δεν επρόφερνε λέξη και το πρόσωπό του είτουν χλωμό και ο ίδρος, που έβρεχε το μέτωπό του, έβγαινε κρύος. Tο σταχτί φως που έπεφτε από τον ουρανό εχρωμάτιζε παράξενα τον τόπο· το χινόπωρο την αυγήν εκείνην έλεγεν όλη του τη θλίψη. H γυναίκα εκοίταζε περίεργη κι ανήσυχη και το παιδάκι επαιγνιδούσε με τα γουλιά και με τα χώματα που ανάσκαφτεν ο κακούργος. K' εφάνη για μια στιγμήν ο ήλιος κ' εχρύσωσε τα ξανθά μαλλιά του νηπίου που αγγελικά χαμογελούσε.
Kι ωστόσο ο λάκκος είτουν έτοιμος, κι ο Kουκουλιώτης, ακουμπώντας στο φτυάρι, είπε της γυναικός του:
"Bάλ'το πίστομα μέσα".

 

Θέματα για συζήτηση

1. Ποια είναι τα πρόσωπα του διηγήματος και ποιες οι σχέσεις μεταξύ τους;

2. Διαβάστε προσεκτικά την 1η παράγραφο του διηγήματος. Μπορείτε να καταλάβετε το ιστορικό πλαίσιο; Ποιοι είναι οι “κακούργοι”; Τι σημαίνει αμνηστία;

3. Ποιον ή ποιους αφηγηματικούς τρόπους μπορείτε να διακρίνεται στη 2η και 3η παράγραφο του κειμένου; Ποιο μέρος του λόγου κυριαρχεί σε καθέναν απ’ αυτούς;

4. Ποιος αφηγείται την ιστορία και σε ποιο πρόσωπο; Πώς ονομάζεται αυτό το είδους αφηγητή;

5. Να χαρακτηρίσετε το σχήμα λόγου στις υπογραμμισμένες φράσεις και να συζητήσετε τη λειτουργία του.

6. Ποιος πιστεύετε πως είναι ο πρωταγωνιστής του διηγήματος; Πώς θα τον χαρακτηρίζατε; Να απαντήσετε τεκμηριώνοντας με αναφορές σε χωρία του κειμένου.

 

Στρατής Μυριβήλης, “Νικημένος ήρωας” (απόσπασμα)

Ο Ανδρέας Σγούρδας, ήρωας των Βαλκανικών πολέμων, ζει με την γυναίκα του, Πηνελόπη, και τις δύο κόρες του. Στο παρακάτω απόσπασμα παρουσιάζεται η θέση που ο πρώην ανθυπολοχαγός έχει στο σπίτι του και οι ισορροπίες, όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί με την πάροδο των ετών.

[…] Βρήκε την ευκαιρία (η Πηνελόπη) να τον ταπεινώσει ακόμα μια φορά με τα πικρά της λόγια μπροστά στα παιδιά του, θυμώτρα όπως πάντα και πικρόγλωσση. Πού πήρε τη ζωή της, και την μορφιά της και τα νιάτα της, και τα χαράμισε ο αχαΐρευτος, που να το βρει από τον θεό. Σαν να μην είχε εκείνος ζωή, και νιάτα και χαρά, σαν να μην είχε κεινος λεφτεριά και όνειρα, που του τα χαράμισε εκείνη η γυναίκα – τόφαλος, που του τα τσαλαπάτησε κάτω από τα χονδρά της πόδια, που του τα ζούπησε κάτω από τα θραψερά πάχη της. Σαν να μην έκοψε για εκείνα τα τρία θηλυκά κάθε μικροχαρά του, την παρεούλα του, τον καφενέ του, το τσιγάρο του, τη φημερίδα του, για να προφτάξει τα λούσα τους και το φαΐ τους και τις φαντασίες τους. Και σα να φταιγε ο ίδιος που τόνε πήρε η εκκαθάριση κ’ έμεινε με την ψωροσύνταξη.

Έτσι, χωρίς να το καταλάβει κάν, η ζωή οργανώθηκε γύρω του από την ίδια τη δύναμη των πραγμάτων και τον έσφιξε κάτω από το σκληρό νόμο της. Η γυναίκα του έπλενε και καθάριζε και μαγείρευε και μαντάριζε από το πρωί ως το βράδυ, και αυτός την βοηθούσε. Στην αρχή αυτό γινόταν από δική του προαίρεση. Έβλεπε τη γυναίκα του να πολεμά και πήγαινε να της δώσει ένα χέρι, να την μεταπιάσει. Κατόπι μέρα με την ημέρα άρχισε να γίνεται καθεστώς. Έμαθε να πλένει τα πιάτα, να τρίβει τα τεντζερέδια, να κάνει τα τζάμια κάθε Σάββατο, να ξεβγάζει κάτι μαντήλια, κάτι κάλτσες… Όλα αυτά ξεχώρισαν σιγά σιγά σα δουλειές απόλυτα δικές του, ώσπου του φόρεσε κι εκείνη την ποδιά της κουζίνας. Μια ποδιά άσπρη, μακριά, που περνούσε στο λαιμό, και έδενε πίσω στη μέση.

Τη φόρεσε στην αρχή σαν πρόχειρα, σαν αστεία, για να προφυλάξει τα ρούχα του από τις μουτζούρες και τις σαπουνάδες. Ύστερα έγινε δική του και τη φορούσε μόλις άρχιζε αυτές τις γυναικοδουλειές. Τη μισούσε αυτήν την ποδιά μ’ ένα πάθος ένστιχτο, όμως κάθε φορά που έκανε ν’ αρχίσει στην κουζίνα ή στο πλυσταριό χωρίς να την φορέσει η γυναίκα φώναζε θυμωμένη:

-Πάλι ξέχασες την ποδιά σου και θα μου βγεις σαν το γουρούνι!

Και ο Σγούρδας πήγαινε πειθαρχικός και την ξεκρέμαζε από το καρφί, πίσω από την πόρτα της κουζίνας, και την περνούσε από το λαιμό του, και έδενε τα άσπρα δεσίδια πίσω στη μέση του. Ήταν μια νέα στολή αυτή η γυναικεία ποδιά, η στολή του ξεπεσμού και της ήττας, η στολή της σκλαβιάς και της ταπείνωσης. Επισημοποιούσε την τωρινή του κατάσταση, όπως η άλλη, η στολή το λοχαγού, μαρτυρούσε χειροπιαστά την αλλοτινή. Αυτό κυρίως το καταλάβαινε κάθε φορά που περνούσε από την ντουλάπα που είχε μέσα τα στρατιωτικά του. Έβλεπε μέσα στον καθρέπτη της το παράξενο και γελοίο σουλούπι του και ένιωθε φαρμακίλα στον ουρανίσκο. Έτσι μικροκαμωμένος, αξούριστος, πρώιμα γερασμένος, φάνταζε μέσα στην μακριά ποδιά της γυναίκας, που του έφτανε ως κάτω και του σκέπαζε ταντρίκια ρούχα του, σαν άσκημος αποκριάτικος αρσενικοθήλυκος μασκαράς ενός τραγικού καρναβαλιού. Πώς μπόρεσε αλήθεια και κατήλθε ως αυτό το σημείο;

Στρ. Μυριβήλη, Το γαλάζιο Βιβλίο, εκδ. βιβλιοπωλείον «Εστίας», Ι.Δ.Κολλάρου &Σιας Α.Ε, Ιούνιος 2008.

 

Θέματα για συζήτηση

1. Ποιος αφηγείται την ιστορία και ποιοι είναι οι πρωταγωνιστές της;

2. Τι συμβολίζει η ποδιά στο κείμενο; Πώς η στολή μπορεί να διαμορφώσει/ αλλάξει τη διάθεση/ταυτότητα ενός ανθρώπου;

3. Να διακρίνετε από έναν αφηγηματικό τρόπο στην 3η και 4η παράγραφο του κειμένου.

4. Μπορείτε να εντοπίσετε σημεία του κειμένου όπου φαίνεται η διαφορά μεταξύ ευθέος και πλαγίου λόγου; Πώς διαφοροποιείται το ύφος με τη χρήση του καθενός;

5. Γνωρίζετε τι είναι ο ελεύθερος πλάγιος λόγος; Διαβάστε την 1η παράγραφο του κειμένου και συζητήστε την.

6. Ποια είναι τα συναισθήματα του κεντρικού ήρωα και που οφείλονται; Υπάρχουν εκφραστικά μέσα/ σήματα λόγου που τα υπογραμμίζουν;

7. Να εξηγήσετε τον ρόλο του ερωτήματος στο τέλος του κειμένου.

Αντρέας Φραγκιάς, Άνθρωποι και σπίτια

Στο πρώτο του μυθιστόρημα Άνθρωποι και σπίτια (1955) αποδίδεται η ατμόσφαιρα της Ελλάδας μετά το τέλος του Εμφυλίου πολέμου, όπου κυριαρχούν η φτώχεια, η αθλιότητα, η ανεργία. Το έργο αυτό είναι ίσως το καλύτερο μυθιστόρημά του και αποδίδει με έξοχο τρόπο την ατμόσφαιρα της Ελλάδας μετά το τέλος του Εμφυλίου πολέμου. Η επιτυχία του βιβλίου έγκειται στη «νεορεαλιστική» παρουσίαση, που καταφέρνει να δώσει ποιητική διάσταση στο δράμα της ανεργίας.

Τα παιδιά του Θανάση μαζευτήκανε απόψε νωρίς. Ο πατέρας τους λείπει απ' το πρωί κι' η μάνα, που είναι ακόμα στο νοσοκομείο, δεν πρόκειται να 'ρθει σήμερα. Λείπει ακόμα κι ο μεγάλος. Το πρωί, ο πατέρας έφυγε πολύ χαρούμενος, έτσι που τα παιδιά παραξενευτήκανε. Τα φίλησε όλα με τη σειρά κι αυτά καταλάβανε πως κάτι σπουδαίο πράμα θα 'γινε στο σπίτι τους.

 

- Μπορεί να 'ναι καλύτερα η μητέρα.

Κι η μικρή έβαλε τις φωνές κι έτρεξε στο δρόμο. Ύστερα γύρισε μ' ένα λουλούδι και είπε σε μια διπλανή γυναίκα που την ρώτησε για τη μάνα της. "Καλά, είναι καλά, ο πατέρας βρήκε δουλειά". Το βράδυ μαζευτήκανε νωρίς να κουβεντιάσουνε γι' αυτά τα σπουδαία πράματα. Ο μεγάλος όμως αργεί. Σκεπάσανε τα πόδια τους με την ίδια κουβέρτα, γιατί από τότε που λείπει η μάνα, κοιμούνται όλα στο μεγάλο κρεβάτι κι ο πατέρας πέφτει πιο πέρα, στην άκρη, σε δυο κασόνια με τάβλες. 

Ο μεγάλος μπήκε γρήγορα, κάθισε στο σκαμνί και κοίταξε γύρω. 

- Να φάτε, να διαβάσετε και να κοιμηθείτε. 

- Εγώ τα διάβασα όλα.

- Τότε να ξαπλώσεις και να σκεπαστείς καλά γιατί κάνει κρύο. Όχι, πριν πέσεις να διαβάσεις για να δω αν έμαθες το μάθημά σου. Τι ήτανε ο Οδυσσέας;

- Για δες, είπε το άλλο παιδί, κάνει όπως ο πατέρας. 

- Αυτό που σου λέω, πες μου τι ήτανε ο Οδυσσέας;

- Εσύ δεν είσαι πατέρας να μας βάζεις να κοιμηθούμε, είπε η μικρή, εγώ θέλω να τον περιμένω.

- Δε θα 'ρθει απόψε;

- Θα δουλεύει νύχτα-μέρα;

- Σας είπα δε θα 'ρθει απόψε. Μου είπε να φάτε και να κοιμηθείτε νωρίς. Να 'σαστε φρόνιμοι και να μ' ακούτε. 

- Να μας πεις πρώτα πού είναι ο πατέρας. 

- Δεν μπορώ να σας το πω.

Κι ο μεγάλος αδελφός σκέπασε τα μούτρα του και βγήκε τρέχοντας. Σε λίγο, τα παιδιά που ήτανε στο κρεβάτι ακούσανε απόξω κάτι πνιχτά κλάματα, αφουγκραστήκανε κι είπανε πως μπορεί να 'ναι και κανένα σκυλί που θα πλάγιασε στη μάντρα. Ανασηκωθήκανε κι όταν πήγανε ώς την πόρτα, ο μεγάλος τούς άκουσε κι έκανε πως μάζευε κάτι τσέρκια και κουτιά που ήταν πεταμένα στην αυλή.

- Πήγαινε μέσα να διαβάσεις το μάθημά σου.

- Εσύ διάβασες και μας κάνεις τον άγριο;

- Εγώ δεν θα ξαναπάω σχολείο, είπε το μεγάλο παιδί.

- Τώρα που δουλεύει ο πατέρας;

- Ο πατέρας δεν θα ξαναδουλέψει. Θα δουλεύω μόνον εγώ για όλους σας. Γι' αυτό πρέπει να μ' ακούτε. 

Στάθηκε και είπε πολύ γρήγορα σα να 'θελε να τα πει όλα μαζί για να γλυτώσει:

- Ο πατέρας χτύπησε, έπαθε μια μεγάλη ζημιά! Αυτό είναι, αφού θέλεις να μάθεις. Πήγαμε με τον κυρ-Αργύρη. Δεν μας αφήσανε όμως να τον δούμε. Είδα μια λεκάνη με αίματα και μέσα κάτι χοντρό, σαν κρέας...

Η μικρή το άκουσε απ' το παράθυρο, έβαλε μια φωνή και κουκουλώθηκε με την κουβέρτα. 

- Μην κλαις, πρόσταξε ο μεγάλος. Θα γίνει γρήγορα καλά. Σας είπα πως θα γίνει καλά. Θα 'ναι σα μια βάρκα με ένα κουπί. 

- Και τι γίνεται όταν η βάρκα έχει ένα κουπί, βουλιάζει;

- Όχι.

Ο μεγάλος τούς είπε να πάνε μέσα. Απόψε έχει υποχρέωση να φροντίσει για τους άλλους. Έτσι του είπε ο κυρ-Αργύρης "πήγαινε να κοιτάξεις τ' αδέρφια σου". Κι ο κυρ-Αργύρης φάνηκε πως ήτανε πολύ στενοχωρημένος που χτύπησε ο πατέρας, σα να 'χασε κι αυτός κάτι. Έπειτα το παιδί σκέφτηκε πως κάτι πρέπει να φάνε και πήγε στο κουζινάκι με τις σανίδες, να τους βρέξει ψωμί με ζάχαρη. 

- Μην κλαις, φώναξε. Και με το 'να κουπί δε βουλιάζει η βάρκα. Έχω δει με τα μάτια μου σου λέω, μια φορά που πήγαμε με τον πατέρα στον Πειραιά να πουλήσουμε αλογάκια. 

Στο κουζινάκι είναι παρατημένα του σύνεργα του Θανάση. Απ' τις χαραμάδες μπάζει κρύο. Και τούτο δω το 'χει φτιάσει ο πατέρας. Το παιδί πήγε κοντά στη σκάφη που 'ταν ο πηλός, κι ανασήκωσε τη βρεμένη λινάτσα. Και του ξέφυγε μια δυνατή φωνή.

- Δες εκεί, το χέρι του πατέρα! 

Ο πηλός ήταν ζουληγμένος στη μέση με την παλάμη του Θανάση. Από τότε που φτιάξανε τα χωματένια αλογάκια με τα φτερά και τα κέρατα, θ' ακούμπησε φαίνεται με δύναμη κι έχει βγει ολόκληρο το αποτύπωμα της παλάμης του. Με τα δάχτυλα τεντωμένα κι ίσια. Ένα ολόκληρο χέρι!

Ο Αργύρης πέρασε και μπήκε στην αυλή μ' αλαφρό βήμα. Όταν άκουσε τα κλάματα περπάτησε στις μύτες και στάθηκε στο κουζινάκι. Κοίταξε απ' τη χαραμάδα.

Το μεγάλο παιδί είπε:

- Αυτό το χέρι του το 'κοψε μια μηχανή!

 

Ύστερα ήρθε κι η μικρή αδερφή, έσκυψε στη σκάφη με την ξεραμένη λάσπη κι άπλωσε το χέρι της μέσα στο γούβωμα που έχει ο πηλός. Το δικό της χέρι είναι μικρό και κάτασπρο. Ύστερα άρχισε να το χαϊδεύει και τ' άλλα αδέρφια σωπάσανε. Το κορίτσι ακούμπησε το λουλούδι του και συνέχισε αυτό το απαλό χάδι του πηλού που 'χε το χέρι του Θανάση. Είναι ένα βαθούλωμα. Το χέρι λείπει.

Ο μικρός είπε:

- Να πάρουμε τη σκάφη στην κάμαρη.

- Όχι.

Το αγόρι έψαξε στο ράφι της πιατοθήκης και βρήκε ένα απόκερο που 'χανε για το άναμμα της φωτιάς. Ο Αργύρης βλέπει απ' τη χαραμάδα. Το παιδί άναψε το σπίρτο. Έλαμψε η κίτρινη φλόγα του σπίρτου, μα το φυτίλι τσίριζε, γιατί ήταν υγρό, κι έσβηνε. Ανάψανε κι άλλο. Τα μούτρα των παιδιών γεμίσανε τρεμουλιαστές σκιές γιατί το χέρι του κουνιέται. Το κερί είναι τόσο δα μικρό, το φυτίλι του μούσκεμα και το παιδί τρέμει.

- Τι πας να κάνεις εκεί! φώναξε ο μεγάλος.

- Θα τ' ανάψω. Για το σκοτωμένο χέρι του πατέρα.

- Όχι, μην το κάνεις. Το χέρι του πατέρα δεν πέθανε, μόνο κόπηκε.

 

Δραστηριότητες

 

1. «Να φάτε … να μ’ ακούτε»: να μετατρέψεις τον διάλογο σε αφήγηση (πλάγιος λόγος) από έναν τριτοπρόσωπο (μη δραματοποιημένο) αφηγητή.

2. Πυκνώνεις το απόσπασμα σε 7-8 αράδες για το οπισθόφυλλο του βιβλίου.

3. «Το χέρι του πατέρα δεν πέθανε»: γράψε μια δική σου ιστορία 250 λέξεων με αυτόν τον τίτλο, με ελάχιστα (μη αξιολογικά) επίθετα και επιρρήματα.

4. Είσαι ο μεγάλος γιος και την επόμενη μέρα επισκέπτεσαι τον πατέρα σου στο νοσοκομείο. Για να τον καθησυχάσεις τού “δίνεις” μια παραπλανητική εικόνα για την κατάσταση που επικρατεί στο σπίτι. Η ιστορία σου μπορεί να ξεκινά με τη φράση: «Πατέρα, σου έχω καλά νέα!»

5. Ποια στοιχεία του κειμένου σε βοηθούν να προσδιορίσεις την εποχή στην οποία αναφέρεται;

6. Είσαι ο μεγάλος αδελφός και αφηγείσαι την ίδια ιστορία στον γιο σου ύστερα από χρόνια, όταν επισκέπτεσαι την παλιά σου γειτονιά, που τώρα πια δεν την αναγνωρίζεις.

Τα ρέστα

«Έφτυσα! Αλίμονό σου αν χαζέψεις πάλι στο δρόμο!»

Δεν έφτυνε ποτέ στ' αλήθεια, μόνο με λόγια, μα το νόημα της απειλής ήταν καθαρό: Έπρεπε νάχεις γυρίσει πίσω πριν στεγνώσει το σάλιο.

Το πόσο γρήγορα στεγνώνει το σάλιο το καθόριζε εκείνη σύμφωνα με τις περιστάσεις, σύμφωνα με το κέφι της. Καμιά φορά στέγνωνε ώσπου να πεις κρεμύδι, σαν πουλί πήγαινες και σαν πουλί γύριζες, μα το σάλιο είχε στεγνώσει κιόλας, κι εκείνη σε περίμενε στην πόρτα με το λουρί στο χέρι.

Άλλοτε, γύριζες απ' το θέλημα που σ' είχε στείλει να της κάνεις και, στ' αντίκρισμα του σπιτιού απ' τη γωνιά του δρόμου, σ' έπιανε τρεμούλα, κάτι έσπαγε μέσα σου, λυνόντουσαν τα γόνατά σου, αντί να πάν' μπροστά, τα πόδια σου πήγαιναν πλάγια, πίσω, μπροστά, πλάγια, πίσω... Αναρωτιόσουνα γεμάτος αγανάκτηση με τον εαυτό σου τι σ' είχε κάνει να ξεχαστείς τόσο πολύ, ποιος ζερζεβούλης σ' είχε βάλει να σταθείς και να χαζέψεις τα παιδιά πούσερναν την κάργια απ' το ποδάρι, αν άξιζε τον κόπο να φας τόσο ξύλο για μια διασκέδαση πούχε τύχει στο δρόμο σου, στην οποία δεν είχες λάβει καν μέρος, και που, το χειρότερο απ' όλα, ανήκε κιόλας στο παρελθόν, ενώ η ώρα της Κρίσεως, η στιγμή της πληρωμής του λογαριασμού πλησίαζε αμείλικτα με κάθε βήμα πούκανες προς την πόρτα.

Κι όμως, συχνά οι φόβοι σου ήταν αδικαιολόγητοι. Έμπαινες στο σπίτι τρέμοντας σαν κατάδικος που πάει για εκτέλεση και, ξαφνικά, από την έκφραση του προσώπου της καταλάβαινες πως το σάλιο δεν είχε στεγνώσει ακόμα και το στήθος σου φούσκωνε μ' ανακούφιση, και, γεμάτος αγάπη κι ευγνωμοσύνη, γεμάτος έκσταση μπροστά σ' αυτό το θαύμα, την κοιτούσες, θάθελες να τρέξεις να τη φιλήσεις, οι τύψεις σου για το χάζεμα γινόντουσαν καπνός, και ξαφνικά λυπόσουνα που δεν είχες χαζέψει λίγο περισσότερο, τολμούσες μάλιστα και της έλεγες πως τα παιδιά στον απάνω δρόμο είχαν πιάσει μια κάργια και την έσερναν απ' το ποδάρι μ' ένα σπάγγο και την κλοτσούσαν σαν τόπι, ήταν σα να ομολογούσες καθαρά πως είχες χαζέψει, σα να την προκαλούσες να σου δείξει τα χαρτιά της, αν είχε σκοπό να σε δείρει, να σε δείρει μια ώρ' αρχήτερα να τελειώνουμε. Μα εκείνη ή δε σούδινε καθόλου σημασία, ή σούλεγε κάτι εντελώς άσχετο με το χάζεμα και την κάργια, σούλεγε: — «Ασ' το μπουκάλι στην κουζίνα, και πετάξου απέναντι στην κυρά-Χρυσή να της πεις νάρθει δυο λεπτά που θέλω να της μιλήσω».

Καμιά φορά μάλιστα —αλλά σπάνια— όταν ήταν στα κέφια της, όταν είχε έρθει αποβραδίς ο κύριος που της είχε αγοράσει το μικροσκοπικό γραμμόφωνο από την Έκθεση, ή ο κύριος πούφερνε πάντα τα μύδια και το κόκκινο χαβιάρι, τότε ξεχνούσε ακόμα και να φτύσει, κι όταν γύριζες από το φούρνο αγκομαχώντας από το βάρος της φραντζόλας που σούχε πέσει τρεις φορές στο δρόμο, όχι μόνο δε σε μάλωνε, μα σ' έπαιρνε στην αγκαλιά της και σούλεγε: — «Αχ, να χαρώ εγώ παιδί, που μεγάλωσε και μου κάνει δουλειές, τ' αγοράκι μου το καλό, που όταν γεράσω, θα με παίρνει απ' τον ίσκιο και θα με βάζει στον ήλιο!», και γελούσε με την καρδιά της.

Τι ωραία που ήταν η ζωή τέτοιες μέρες! Το γραμμόφωνο έπαιζε συνεχώς, κι εκείνη τραγουδούσε μαζί του:

Σ' ένα ταγκό σφιχτήκαν
κι αγκαλιαστήκαν
μ' αυτή στον κάθε γύρο
κοιτάει τριγύρω...

Τα πρωινά ερχόταν η κυρά-Ρωξάνη απ' την Τούμπα κι έπλενε τα ρούχα γιατί εκείνη σιχαινόταν το πλύσιμο, ή σφουγγάριζε το πάτωμα, έκανε το σπίτι λαμπίκο, χαιρόσουνα να το βλέπεις, ή ερχόταν μόνο και μόνο για να σου κάνει παρέα, να σου πει παραμύθια, επειδή εκείνη έπρεπε να βγει έξω, να πάει πρώτα στο δικηγόρο για το διαζύγιο, και μετά στον οδοντογιατρό, κι από κει στου Μοδιάνου να ψωνίσει. Μ' αν έμενε στο σπίτι, έβγαινε τ' απόγεμα στο παράθυρο, και φώναζε τον παγωτατζή: — «Κυρ-Πρόδρομε, δος μου δυο παγωτά καϊμάκι, κι όχι κούφιο το χωνί από μέσα, τι έγινες βρε χριστιανέ μου, σε χάσαμε τόσες μέρες».

Έπαιρνε δυο παγωτά, ένα για την κυρά-Ρωξάνη κι ένα για σένα, εκείνη δεν έτρωγε παγωτό γιατί πήγαινε στον οδοντογιατρό, αν και καμιά φορά δεν άντεχε να σε βλέπει να το γλείφεις κι εκείνη να μην τρώει, και σούλεγε: — «Δε θα δώσεις λιγούτσ'κο της μαμάκας που στ' αγόρασε;» Κι έβαζε τις παλάμες μπροστά στο πρόσωπο κι έκλαιγε, «α, α, α!».

Κι αμέσως έτρεχες κοντά της, και σήκωνες ψηλά το χέρι με το χωνί, κι ας ήξερες πως έκλαιγε στα ψέματα, περήφανος που μπορούσες να κάνεις και συ κάτι για κείνην, αλλά, έλα, ομολόγησέ το, προσέχοντας με κομμένη ανάσα πόσο θα δαγκώσει, γιατί στο κάτω της γραφής το παγωτό ήταν δικό σου, να φάει κι εκείνη, αλλά να μην το φάει όλο.

Τα βράδια ήταν ακόμα πιο ωραία όταν ήταν στις καλές της. Ο τόπος μοσχοβολούσε απ' τις μυρωδιές πούφταναν απ' την αυλή του αντικρινού σπιτιού, γιασεμί κι αιγόκλημα, κι η ατμόσφαιρα είχε κάτι το εορταστικό, ήταν Πρωτομαγιά, σου φορούσε τη λουλουδένια σου ποδιά με το λάστιχο στα μπατζάκια και σ' έστελνε στο δρόμο να παίξεις όσο ήθελες αλλά να μη γυρίσεις πίσω μουτζούρης.

Ύστερα έβγαζε τις γλάστρες στην εξώπορτα, την μπιγκόνια, την ορτανσία και τους δύο φίκους, και τις πότιζε, κι έχυνε και κάνα-δυο κουβάδες νερό στο πεζοδρόμιο για να δροσίσει ο τόπος, κι ύστερα καθότανε κι εκείνη στο σκαλί, πλάι στις γλάστρες, κι έπιανε κουβέντα με την κυρά-Χρυσή, ή μάζευε τα μεγάλα κορίτσια και τα μεγάλ' αγόρια που πήγαιναν στην τρίτη Γυμνασίου, και τους μάθαινε τη μπερλίνα και την κολοκυθιά — πινακωτή, πινακωτή, από τ' άλλο μου τ' αφτί, έμαθα πως έχεις μια κολοκυθιά που κάνει δέκα κολοκύθια... Μια φορά μάλιστα σηκώθηκε κι έπαιξε σκοινάκι, για να δείξει στα κορίτσια πώς πηδάνε, και δε βγήκε απ' το παιχνίδι επειδή έχασε, μα μόνο όταν φούσκωσε, και την έπιασαν τα γέλια, κι είπε: «Άστε με ήσυχη, βρε σατανάδες, δεν είμ' εγώ πια για τέτοια πράματα, έχω κοτζάμ γιο!»

Μα ήταν άλλες μέρες, όλες χειμωνιάτικες, όλες γεμάτες σύννεφα, που είχε τα μπουρίνια της, που κάπνιζε συνεχώς σα φουγάρο, κι έτρωγε τα νύχια της, και τέτοιες μέρες, όχι μόνο δεν έπρεπε να χαζέψεις στο δρόμο, μα ούτε στο σπίτι να παίξεις με τα χρυσά απ' τα τσιγάρα, ούτε να μιλήσεις. Γιατί σούλεγε: — «Πρόσεξε καλά, μη βγάλεις άχνα σήμερ' απ' το στόμα σου, γιατί θα σε σκίσω σα σαρδέλα!»

Τέτοιες μέρες το καλύτερο ήταν να μη σε στείλει έξω για θέλημα, γιατί ήξερες πως, όσο γρήγορα κι αν γύριζες πίσω, το σάλιο είχε κιόλας στεγνώσει, κι αν δεν είχε στεγνώσει το σάλιο, είχες ξεχάσει να πάρεις αλάτι, «Τι άλλο σούπε η μαμά σου να πάρεις;» σούλεγ' ο μπακάλης, μα όσο κι αν βασάνιζες το μυαλό σου, ήταν αδύνατο να θυμηθείς, ή χάζευες στο δρόμο, ξεχνούσες εντελώς πως σήμερα είχε τα μπουρίνια της και στεκόσουνα και χάζευες τα παιδιά πούδιναν μια δεκάρα κι έβλεπαν το Πανόραμα, ή σ' έβλεπαν να κρατάς κάτι σφιχτά μέσα στη φούχτα σου, και σούλεγαν: — «Έλα να παλέψουμε και θα σ' αφήσω να με νικήσεις», και σούκλεβαν τα ρέστα χωρίς να πάρεις είδηση, κι εκείνη, αντί να βγει να δείρει τα παιδιά, έδερν' εσένα. — «Ήμαρτον μανούλα μου», φώναζες μέσα απ' τους λυγμούς σου, «ήμαρτον, δεν θα το ξανακάνω!», και προσπαθούσες να κρυφτείς πίσω απ' τη φούστα της, μα όσο της ξέφευγες, κι όσο περισσότερο έκλαιγες, τόσο περισσότερο σκύλιαζε, δεν της άρεσε να κλαις, ούτε να παρακαλάς, εννοούσε να δέχεσαι την τιμωρία σαν άντρας. — «Ή θα γίνεις άντρας και θα μάθεις να μην κλαις», σούλεγε αφρίζοντας και χτυπώντας όπου έβρισκε, «ή θα σε σκοτώσω από τώρα μια και καλή, να σε κλάψω και να σε ξεχάσω, άναντρους σαν τον προκομμένο τον πατέρα σου δεν χρειάζεται άλλους η κοινωνία — πες μου, θα γίνεις άντρας; Πες: «Θα γίνω άντρας! » Πες το γιατί δε θα βγεις ζωντανός απ' τα χέρια μου, σήμερα θάν' το τέλος σου!» Κι έλεγες: — «Ναι μανούλα μου, θα γίνω». — «Και δε θα ξαναχαζέψω στο δρόμο». — «Και δε θα ξαναχαζέψω!» — «Ούτε θα με πιάνουν κορόιδο οι αλήτες να μου κλέβουν τα ρέστα μου!» — «Όχι μανούλα μου, όχι!...» — «Άντε τώρα, ξεκουμπίσου από μπροστά μου πριν μετανιώσω, τράβα να πλύνεις τα μούτρα σου, και να μην ακούσω τσιμουδιά! — που να μην έσωνα και να μην έφτανα να σ' είχα γεννήσει!...»

Τέτοιες μέρες το γραμμόφωνο ή δεν έπαιζε καθόλου ή έπαιζε συνεχώς την ίδια πλάκα...

Φτώχεια, μέσα στην πλάση ετούτη
έχεις τα πιο πολλά παιδιά...

Κι εκείνη έβγαινε το βράδυ έξω χωρίς να ειδοποιήσει την κυρά-Ρωξάνη νάρθει να σου κάνει παρέα, σ' έβαζε στο κρεβάτι κι έβγαινε, και γύριζε αργά, πόσο αργά δεν ήξερες, πολλές φορές δεν ήξερες καν ότι έλειπε, μα θάσουνα στον τρίτο ή στον τέταρτο ύπνο όταν άκουγες κουβέντες από πολύ μακριά, κι άνοιγες για μια μόνο στιγμή τα μάτια σου κι έβλεπες τον άγγελό σου ολόγυμνο, χωρίς φτερά, μπροστά στο κρεβάτι της, κι ύστερα έσβηνε η λάμπα του πετρελαίου, έσβηναν οι κουβέντες, και το σκοτάδι ήταν σα βαρειά κουβέρτα στα μάτια σου, κι έπεφτες σα μολύβι στον πέμπτο ύπνο...

 

Αχ, βρε μάνα! Έχουν περάσει — πόσα; Τριάντα χρόνια από τότε, κι ακόμα δεν έμαθα το μάθημά μου. Ακόμα δεν έγινα άντρας, ακόμα χαζεύω στο δρόμο κοιτάζοντας τα παιδιά, ακόμα μου κλέβουν οι αλήτες τα ρέστα. Κι αυτό είναι η μεγαλύτερη τιμωρία σου. Και δική μου τιμωρία — που δεν κατάλαβα, όσο ήταν ακόμα καιρός, τι υπέφερες τότε, και θέλησα να σ' εκδικηθώ. Μα που να πάρει ο διάβολος, έπρεπε να τα βάζεις μαζί μου για να ξεσπάς;

Δε μπορούσες δηλαδή να κάνεις τα στραβά μάτια όταν αργούσα δέκα λεπτά ή όταν ξεχνούσα ν' αγοράσω τ' αλάτι; Κι αν θυμάμαι καλά, τα ρέστα που μούχαν κλέψει τα παιδιά του απάνω δρόμου ήταν, στο θεό σου βρε μάνα, ή έξη ή εφτά δεκάρες!

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

1. Το διήγημα έχει μια «απατηλή απλότητα, που δεν είναι παρά δραστικότατη αφαίρεση», γράφει ο ίδιος ο Ταχτσής στον Νάνο Βαλαωρίτη. Μπορείτε να υποθέσετε ποια στοιχεία έχουν αφαιρεθεί ώστε η αφήγηση να γίνει δραστική;

2. Στο κείμενο κυριαρχεί η εικόνα της μητέρας. Ποια εντύπωση έχει αφήσει τελικά στην ψυχή του γιου, άντρα πλέον τώρα, η συμπεριφορά της; Ο αφηγητής τη δικαιώνει; Να τεκμηριώσετε την άποψή σας.

3. Πώς και πού μεταβάλλεται η οπτική γωνία του αφηγητή;

Εδώ μπορείτε να ακούσετε δύο διηγήματα του Κώστα Ταχτσή. 

Ενότητα: Παραδοσιακή και μοντέρνα ποίηση 

Ι. Διαβάστε τα ποιήματα του Κωστή Παλαμά και του Οδυσσέα Ελύτη που ακολουθούν. Ποιο από τα δύο θα χαρακτηρίζατε παραδοσιακό και ποιο μοντέρνο. Για ποιους λόγους; 

Κωστής Παλαμάς «Πατρίδες» (8ο σονέτο)

Από το Δούναβη ως την άκρη του Ταινάρου

κι από τ’ Ακροκεραύνια στη Χαλκηδόνα

διαβαίνεις, πότε σαν της θάλασσας Γοργόνα,

πότε σαν άγαλμ’ από μάρμαρο της Πάρου.

 

Πότε κρατάς τη δάφνη από τον Ελικώνα

και πότε ορμάς με τη ρομφαία του βαρβάρου,

και μέσ’ στο πλάτος του μεγάλου σου λαβάρου

βλέπω διπρόσωπη ζωγραφισμέν’ εικόνα.

 

Εδώ ιερός ο Βράχος φέγγει σαν τοπάζι

κι ο λευκοπάρθενος χορός των Κανηφόρων

προβαίνει και τον πέπλο της θεάς ταράζει∙

 

και πέρ’ αστράφτουν τα ζαφείρια των Βοσπόρων,

κι απ’ τη Χρυσόπορτα περνώντας αλαλάζει

ο θρίαμβος των νικητών Αυτοκρατόρων!

 

Οδυσσέας Ελύτης «Οι Κλεψύδρες του Αγνώστου»(Ενότητα 6η, απόσπασμα)

Νυχτερινό υφαντούργημα

Των κρίνων φλοίσβος που γυμνώνει τ’ αυτιά και διασκορπίζεται

Νιώθω στους ώμους της ζωής το σκίρτημα που βιάζεται ν’ αδράξει

        το έργο

Νιότη που θέλει άλλη μια ευκαιρία αιωνιότητας

Και στην εύνοια των ανέμων ρίχνει το κεφάλι της αδιαφορώντας

 

Υπάρχει ένα στήθος που χωράει τα πάντα, μουσική που κυριεύει

        στόμα που ανοίγει

Σ’ άλλο στόμα - κόκκινο παιγνίδι κλαδεμένο απ’ τον ίλιγγο

Ακόμα ένα φιλί και θα σου πω για ποιο σκοπό τις σιωπές μου μάτωσα

        έτσι

Ακόμα ένα χιλιόμετρο και θα σου δείξω γιατί βγήκα σ’ ένα τέτοιο

        αγνάντεμα

Όπου παθαίνεται ο λυγμός ζητώντας άλλ’ αστέρια

Ψάχνοντας με φθαρτές χειρονομίες την άμμο που άφησαν

       ανασκαμμένη των ερώτων οι σπασμοί

ΙΙ. Γνωρίζετε τι είναι το σονέτο; Μπορείτε να διακρίνετε στο ποίημα του Παλαμά κάποια από τα χαρακτηριστικά του; Γνωρίζετε κάποιον άλλο σημαντικό ποιητή που να έχει γράψει σονέτα; 

 

Τα Βασικά Χαρακτηριστικά της Νεότερης Ποίησης

Μπορούμε να τα διαιρέσουμε σε δύο κατηγορίες 1) εξωτερικά-μορφικά και 2) εσωτερικά.

1) εξωτερικά-μορφικά χαρακτηριστικά. Η νεότερη ποίηση εγκαταλείπει τα εξωτερικά στοιχεία, που χρησιμοποιούσε η παραδοσιακή. Τα κυριότερα από αυτά είναι οι ομοιόμορφες (ως προς τον αριθμό των στίχων κτλ.) στροφές, η ομοιοκαταληξία, που γινόταν σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, και το μέτρο.

2) εσωτερικά χαρακτηριστικά. Η παραδοσιακή ποίηση υποτάσσει το ποίημα σε ορισμένους κανόνες. Ο σπουδαιότερος είναι πως το ποίημα πρέπει να διέπεται από λογική αλληλουχία. Αντίθετα, στη νεότερη ποίηση παρακολουθούμε το ποίημα την ώρα, σχεδόν, της δημιουργίας του.

Μέσα σ’ αυτό θα περάσουν εικόνες όχι πάντα ολοκληρωμένες, αλλά ασχημάτιστες, έτσι όπως ανεβαίνουν από το υποσυνείδητο κατά την ώρα της δημιουργίας του. Ας σημειωθεί, τέλος, ότι στη νεότερη ποίηση: I. Μπορεί να λείπει το μέτρο, ο εσωτερικός όμως ρυθμός υπάρχει. II. Η λογική αλληλουχία, που διέπει κάθε παραδοσιακό ποίημα, χαλαρώνει και το ποίημα λειτουργεί βασικά με τους μηχανισμούς των προεκτάσεων και των συνειρμών.

 

Βασικά, λοιπόν, χαρακτηριστικά της ανανέωσης που παρατηρείται στους εκφραστικούς τρόπους της νεότερης ποίησης είναι:

1. ο ελεύθερος στίχος,

2. η χρήση του λεξιλογίου της καθημερινής ομιλίας,

3. η κατάργηση: α) της λογικής αλληλουχίας του ποιήματος,

β) του μέτρου,

γ) της ομοιοκαταληξίας,

δ) της ομοιομορφίας ως προς τον αριθμό των στίχων,

ε) της διαίρεσης του ποιήματος σε στροφές με βάση αυστηρούς κανόνες δόμησης.

 

Βασικό γνώρισμα της ποίησης του μοντερνισμού είναι η διάλυση της μορφής και η διάθεση για πειραματισμό. Ο ελεύθερος στίχος εξοστρακίζει το μέτρο και την ομοιοκαταληξία· οι γραμματικοί και οι συντακτικοί κανόνες παραβιάζονται· οι προτάσεις γίνονται αποσπασματικές και ελλειπτικές, τα σημεία στίξης καταργούνται. Τα διακοσμητικά στοιχεία και η φροντίδα για το «ωραίο ύφος» εγκαταλείπονται και συχνά επιλέγονται στοιχεία που ως τότε θεωρούνταν αντι-ποιητικά. Οι τολμηρές μεταφορές και οι απροσδόκητοι και ετερόκλητοι συνδυασμοί λέξεων κυριαρχούν· οι εικόνες ή οι ελεύθεροι συνειρμοί αφθονούν, ιδίως στην υπερρεαλιστική ποίηση. Η ποιητική γλώσσα γίνεται συμβολική, ελλειπτική, υπαινικτική, πολύσημη, ενώ αδιαφορεί για τις συμβάσεις και την ανάγκη κατανόησης.

Η θραύση —συχνά η ολοκληρωτική άρνηση— της παραδοσιακής μορφής, σε συνδυασμό με την έντονη επιρροή της ψυχανάλυσης σε πολλούς ποιητές, απελευθερώνει την καταλυτική λειτουργία της φαντασίας και του ονείρου, υποδηλώνοντας την κατάρρευση της λογικής συνοχής του κόσμου. Η αρχή της μίμησης, επάνω στην οποία θεμελιώθηκε η τέχνη του λόγου από την αρχαιότητα μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, εγκαταλείπεται πλέον οριστικά. Η ποίηση παίρνει διαζύγιο από την αναφορά της στον εμπειρικό κόσμο και καθίσταται αυτάρκης και αυτόνομη. Φυσικά, το ποίημα εξακολουθεί να θεωρείται φορέας νοημάτων, με τη διαφορά ότι τα νοήματα αυτά δεν αναζητούνται πλέον στη σχέση του λογοτεχνικού έργου με την εξωτερική πραγματικότητα.

Λογοτεχνικά ρεύματα που θα μελετήσουμε

- Πρόδρομοι νεοελληνικής ποίησης (Αθανάσιος Χριστόπουλος – Ιωάννης Βηλαράς) [Στοιχεία αρκαδισμού, ανακρεοντισμού, αλλά και ρομαντισμού (προρομαντικά φανερώματα)]

- Επτανησιακή Σχολή (1821-1880) [Υπό την αντιμαχόμενη επίδραση του κλασικισμού και του ρομαντισμού, οι δημιουργοί της αξιοποιούν τα ιδανικότερα στοιχεία του ρομαντισμού.]

- Ρομαντισμός (1830-1880) (1η Αθηναϊκή Σχολή) [Κίνημα που προκύπτει ως αντίδραση στον κλασικισμό]

- Παρνασσισμός (Νέα Αθηναϊκή Σχολή) (1880) [Κίνημα που προκύπτει ως αντίδραση στον ρομαντισμό]

- Συμβολισμός (1900) [Ρεύμα που εμφανίζεται ως διπλή αντίδραση τόσο στο ρομαντικό στόμφο και τη ρητορεία όσο και στην παρνασσική απάθεια]

- Νεορομαντισμός – Νεοσυμβολισμός (1920-1930)

- Γενιά του 30 – Υπερρεαλισμός (1930) [Το σημαντικότερο κίνημα πρωτοπορίας∙  αξιοποιεί τα διδάγματα του συμβολισμού, και είναι έντονα επηρεασμένο από την ψυχανάλυση]

 

Επτανησιακή Σχολή:

Οι Επτανήσιοι ποιητές, με κύριο εκπρόσωπο τον Διονύσιο Σολωμό, αντλούν στοιχεία από δύο αντιτιθέμενα μεταξύ τους ρεύματα: τον κλασικισμό (νεοκλασικισμό) και τον ρομαντισμό.

Ο νεοκλασικισμός, όπως τον γνώρισαν οι Επτανήσιοι μέσω της Ιταλίας, ζητά τη σαφήνεια, τη λιτότητα, την απλότητα και την περιεκτικότητα στην έκφραση, καθώς και την άρτια επεξεργασία της μορφής του ποιήματος, επιδιώκοντας την καθαρότητα εκείνη που συναντά κανείς στην αρχαιοελληνική τέχνη (ιδίως στη γλυπτική). Ζητά τη σύνδεση με τις αξίες του παρελθόντος, την κυριαρχία του πνεύματος (ορθολογισμός) και την αυστηρή τυποποίηση των λογοτεχνικών δημιουργημάτων.

Ο ρομαντισμός, ωστόσο, συγκρούεται με τον κλασικισμό και το ορθολογικό πνεύμα του διαφωτισμού∙ αντιτίθεται στην τυποποίηση και γενικά στην παράδοση. Δίνει έμφαση στο συναίσθημα και τη φαντασία, στο απόλυτο και το υπερβολικό, στο συγκινησιακό και το ιδανικό. Ο δημιουργός αισθάνεται πλέον απόλυτα ελεύθερος να αποκαλύψει μέσα από την τέχνη την προσωπική του ιδιοφυία και κάθε του διαίσθηση.

Οι Επτανήσιοι θα λάβουν απ’ τον κλασικισμό την αξία της άρτιας μορφολογικής επεξεργασίας, καθώς και την επιδίωξη της περιεκτικότητας και λιτότητας στο λόγο τους. Θα αξιοποιήσουν, εντούτοις, κι εκείνα τα στοιχεία του ρομαντισμού που ανταποκρίνονται στις δικές τους πνευματικές αναζητήσεις:

  • η προσωπική εμπειρία της φύσης, ο θεός, η περιπέτεια, ο έρωτας στην εξιδανικευμένη του διάσταση
  • η σύνδεση της τέχνης με τη ζωή, και άρα η αποδοχή των αγώνων για την ελευθερία και την εθνική ανεξαρτησία, υιοθέτηση των ιδανικών της επανάστασης
  • το μυστηριώδες, το όνειρο, το υπερφυσικό
  • η χρησιμοποίηση υποβλητικών σκηνικών

 

Η Επτανησιακή Σχολή χρησιμοποιώντας τη δημοτική γλώσσα θα υμνήσει την πατρίδα (και την ελευθερία της), τη φύση (με την οποία ο άνθρωπος βρίσκεται σε διαρκή σύνδεση), τη γυναίκα (ο εξιδανικευμένος, αγνός και συχνά πνευματικός έρωτας) και τη θρησκεία.

Εκπρόσωποι: Διονύσιος Σολωμός, Ιάκωβος Πολυλάς, Γεώργιος Τερτσέτης, Γεράσιμος Μαρκοράς, Ιούλιος Τυπάλδος, Λορέντζος Μαβίλης κ.ά.

Λορέντζου Μαβίλη, "Λήθη

Καλότυχοι οι νεκροί, που λησμονάνε
την πίκρια της ζωής. Όντας βυθίσει
ο ήλιος και το σούρουπο* ακλουθήσει,

μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και να 'ναι!

Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε
στης Λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση·
μα βούρκος* το νεράκι θα μαυρίσει,
α στάξει γι' αυτές δάκρυ, όθε αγαπάνε.

Κι αν πιουν θολό νερό, ξαναθυμούνται,
διαβαίνοντας λιβάδι' απ' ασφοδίλι*,
πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται.

Α δεν μπορείς παρά να κλαις το δείλι*,
τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν·
θέλουν – μα δε βολεί* να λησμονήσουν.

 

Εργασία: Λέγεται πως ο Λορέντζος Μαβίλης είχε επηρεαστεί ιδιαίτερα από το κίνημα του ρομαντισμού, αλλά και τον αθεϊκό πεσιμισμό του γερμανού φιλόσοφου Σοπενάουερ. Αφού διαβάσετε προσεκτικά το σονέτο του "Λήθη" και τα παρακάτω αποσπάσματα από τη νεκρώσιμο ακολουθία, να επιβεβαιώσετε/ αντικρούσετε την παραπάνω άποψη. 

Νεκρώσιμα Ἰδιόμελα Ἰωάννου Μοναχοῦ, τοῦ Δαμασκηνοῦ 

Ἦχος α´.

Ποία τοῦ βίου τρυφὴ διαμένει λύπης ἀμέτοχος; Ποία δόξα ἔστηκεν ἐπὶ γῆς ἀμετάθετος; Πάντα σκιᾶς ἀσθενέστερα, πάντα ὀνείρων ἀπατηλότερα· μία ῥοπή, καὶ ταῦτα πάντα θάνατος διαδέχεται. Ἀλλ᾿ ἐν τῷ φωτί, Χριστέ, τοῦ προσώπου σου, καὶ τῷ γλυκασμῷ τῆς σῆς ὡραιότητος, ὃν ἐξελέξω ἀνάπαυσον, ὡς φιλάνθρωπος.

Ἦχος β´.

Ὡς ἄνθος μαραίνεται, καὶ ὡς ὄναρ παρέρχεται, καὶ διαλύεται πᾶς ἄνθρωπος· πάλιν δὲ ἠχούσης τῆς σάλπιγγος, νεκροί, ὡς ἐν συσσεισμῷ, πάντες ἀναστήσονται πρὸς τὴν σὴν ὑπάντησιν, Χριστὲ ὁ Θεός· τότε, Δέσποτα, ὃν μετέστησας ἐξ ἡμῶν, ἐν ταῖς τῶν Ἁγίων σου κατάταξον σκηναῖς, τὸ πνεῦμα τοῦ σοῦ δούλου, Χριστέ.

Ἕτερον ἐκτὸς Τυπικοῦ. Ἦχος ὁ αὐτός.

Οἴμοι, οἶον ἀγῶνα ἔχει ἡ ψυχή, χωριζομένη ἐκ τοῦ σώματος! Οἴμοι, πόσα δακρύει τότε, καὶ οὐχ ὑπάρχει ὁ ἐλεῶν αὐτήν! Πρὸς τοὺς Ἀγγέλους τὰ ὄμματα ῥέπουσα, ἄπρακτα καθικετεύει· πρὸς τοὺς ἀνθρώπους τὰς χεῖρας ἐκτείνουσα, οὐκ ἔχει τὸν βοηθοῦντα. Διό, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἐννοήσαντες ἡμῶν τὸ βραχὺ τῆς ζωῆς, τῷ μεταστάντι τὴν ἀνάπαυσιν, παρά Χριστοῦ αἰτησώμεθα, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἦχος γ´

Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα, ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετὰ θάνατον· οὐ παραμένει ὁ πλοῦτος, οὐ συνοδεύει ἡ δόξα· ἐπελθὼν γὰρ ὁ θάνατος, ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται. Διὸ Χριστῷ τῷ ἀθανάτῳ Βασιλεῖ βοήσωμεν· Τὸν μεταστάντα ἐξ ἡμῶν ἀνάπαυσον, ἔνθα πάντων ἐστὶν εὐφραινομένων ἡ κατοικία.

 

ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ

Κίνημα που  συγκρούεται με το ορθολογικό πνεύμα του διαφωτισμού και τον κλασικισμό.

(τέλη 18ου – μέσα 19ου )

Αμφισβητεί όλους τους κανόνες, την τυποποίηση, την παράδοση και τη θέση αυτών τοποθετεί το συναίσθημα, τη φαντασία, το απόλυτο, το υπερβολικό, το συγκινησιακό, το ιδανικό. Οδηγείται στο παράδοξο και το μυστηριώδες, σε μια νοσταλγική διάθεση για τα περασμένα, σε κάποια μελαγχολία ή απαισιοδοξία. Η εικόνα είναι το βασικό στοιχείο του έργου μαζί με τον έντονο ρυθμό. Επιπλέον, παρουσιάζει ιδαίτερη επιμονή στην παρουσίαση του “εγώ” του δημιουργού ή του ήρωα. Οι [ρομαντικοί καλλιτέχνες εκφράζουν ροτίμηση σε θέματα όπως η προσωπική εμπειρία της φύσης, ο θεός, η περιπέτεια, ο έρωτας, ο αγώνας για ελευθερία.

Στη νεοελληνική ποίηση κυριάρχησε για 50 χρόνια ( 1830 – 1880 ) στην Αθήνα, (Αθηναϊκός Ρομαντισμός) αλλά δεν έφτασε ποτέ το μεγαλείο του ευρωπαϊκού ρομαντισμού, αφού παρέμεινε σε μια επιφανειακή και πεσιμιστική αισθηματολογία, με μια γλώσσα επιτηδευμένη, στομφώδη και όχι αληθινή και αυθόρμητη

Σε αντίθεση με τη γόνιμη επαφή που είχαν οι Επτανήσιοι με τον Ρομαντισμό, οι Φαναριώτες ποιητές της 1ης Αθηναϊκής Σχολής θα ακολουθήσουν το ευρωπαϊκό αυτό κίνημα με τρόπο που θα αποδώσει ελάχιστα αξιόλογα έργα.

 

Ο ελληνικός ρομαντισμός της Αθηναϊκής Σχολής διαμορφώνει τα εξής χαρακτηριστικά:

  •  στροφή προς το ένδοξο παρελθόν (το αρχαίο και το πρόσφατο),
  •  χρήση της καθαρεύουσας,
  • μελαγχολική διάθεση που φτάνει ως την απαισιοδοξία και την έμμονη ιδέα του θανάτου,
  • χαλαρή έκφραση που μερικές φορές φτάνει ως την προχειρολογία,
  • ύφος πομπώδες.

Εκπρόσωποι: Παναγιώτης και Αλέξανδρος Σούτσος, Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, Γεώργιος Ζαλοκώστας, Ιωάννης Καρασούτσας, Δημοσθένης Βαλαβάνης, Δημήτριος Παπαρηγόπουλος, Αχιλλέας Παράσχος κ.ά.

Εργασία: Ο ρομαντισμός ως κίνημα επηρέασε και τις εικαστικές τέχνες και αποτέλεσε αντίδραση στον κλασικισμό, που προηγήθηκε. Παρακολουθήστε εδώ έργα της κλασικιστικής τέχνης και εδώ ρομαντικούς ζωγραφικούς πίνακες. Μπορείτε να διακρίνετε τις διαφορές μεταξύ των δύο κινημάτων; 

 

ΝΕΑ ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΣΧΟΛΗ

Το 1880 αποτελεί ορόσημο αφού εμφανίζεται η ποιητική γενιά του 1880 ή « Νέα Αθηναϊκή Σχολή»: γράφουν σε δημοτική και προτιμούν την εκφραστική απλότητα, σε μια προσπάθεια να συνδέσουν την πνευματική ζωή του τόπου με τις ρίζες του (η οποία αποτυπώθηκε αντίστοιχα και στην πεζογραφία με το ηθογραφικό διήγημα).

Εκπρόσωποι: Κωστής Παλαμάς, Γεώργιος Δροσίνης, Γ. Σουρής, Ι. Πολέμης, Κ. Κρυστάλλης κ.ά

Αυτή την εποχή κυριάρχησε ο Παρνασσισμός και ο Συμβολισμός (που είχαν προηγουμένως ακμάσει στην Ευρώπη).

ΠΑΡΝΑΣΣΙΣΜΟΣ: ως λογοτεχνικό κίνημα γεννήθηκε στη Γαλλία στα μέσα του 19 ου αιώνα και στηρίζεται στην κλασική παράδοση απορρίπτοντας την ρομαντική τεχνοτροπία.

  • Αναζητεί την έμπνευση στην αρχαιότητα και ιδίως στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό.
  • Οι ποιητές φροντίζουν ιδιαίτερα, υπερβολικά, την μορφή του στίχου τους και την ομοιοκαταληξία, σεβόμενοι τους μετρικούς και στιχουργικούς κανόνες.
  • Εμπνέονται συχνά από σκέψεις της στιγμής για απλά καθημερινά πράγματα, ενώ δείχνουν και έντονη χιουμοριστική, σατιρική διάθεση.
  • Στροφή προς το σονέτο (Ποιητική λυρική σύνθεση που αντιστοιχεί σε μουσικό σχήμα. Υπερβολική φροντίδα στην επιλογή των λέξεων, πλαστική επεξεργασία του στίχου. Αποτελείται από δεκατέσσερις ενδεκασύλλαβους στίχους, που υποδιαιρούνται συνήθως σε δύο τετράστιχα και δύο τρίστιχα )

Στην Ελλάδα παρνασσιστικά ποιήματα έγραψαν: ο Παλαμάς, ο Δροσίνης, ο Μαβίλης, ο Σικελιανός, ο Βάρναλης, ο Γρυπάρης κ.ά.

Κωστής Παλαμάς, Ο δωδεκάλογος του γύφτου (απόσπασμα από τον Προφητικό)

Μες τις παινεμένες χώρες, Χώρα
παινεμένη, θα 'ρθει κι η ώρα,
και θα πέσεις, κι από σέν' απάνου η Φήμη
το στερνό το σάλπισμά της θα σαλπίσει
σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση.

10

Πάει το ψήλος σου, το χτίσμα σου συντρίμμι.
Θα 'ρθει κι η ώρα· εσένα ήταν ο δρόμος
σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση,
σαν το δρόμο του ήλιου· γέρνεις· όμως
το πρωί για σε δε θα γυρίσει.

   

15

Και θα σβήσεις καθώς σβήνουνε λιβάδια
από μάισσες φυτρωμένα με γητειές·
πιο αλαφρά του περασμού σου τα σημάδια
κι από τις δροσοσταλαματιές·
θα σε κλαίν' τα κλαψοπούλια στ' αχνά βράδια

20

και στα μνήματα οι κλωνόγυρτες ιτιές.
.................................
Και θα φύγεις κι απ' το σάπιο το κορμί,
ω Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα,
και δε θα 'βρει το κορμί μια σπιθαμή
μες στη γη για να την κάμει μνήμα,

 

κι άθαφτο θα μείνει το ψοφίμι,
να το φάνε τα σκυλιά και τα ερπετά,
κι ο Καιρός μέσα στους γύρους του τη μνήμη
κάποιου σκέλεθρου πανάθλιου θα βαστά.

   

25

Όσο να σε λυπηθεί

30

της αγάπης ο Θεός,
και να ξημερώσει μιαν αυγή,
και να σε καλέσει ο λυτρωμός,
ω Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα!
Και θ' ακούσεις τη φωνή του λυτρωτή,

35

θα γδυθείς της αμαρτίας το ντύμα,
και ξανά κυβερνημένη κι αλαφρή,
θα σαλέψεις σαν τη χλόη, σαν το πουλί,
σαν τον κόρφο το γυναικείο, σαν το κύμα,
και μην έχοντας πιο κάτου άλλο σκαλί

40

να κατρακυλήσεις πιο βαθιά
στου Κακού τη σκάλα, -
για τ' ανέβασμα ξανά που σε καλεί
θα αιστανθείς να σου φυτρώσουν, ω χαρά!
τα φτερά,

  τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα!

 

ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ 

Κίνημα που ξεκίνησε από τη Γαλλία γύρω στα 1880.

  • Χαρακτηρίζεται συχνά ως νεορομαντισμός γιατί την εσωτερικότητα και τη λυρικότητα του ρομαντισμού, με τον οποίο όμως διαφώνησε ως προς την υπερβάλλουσα αισθηματολογία, την επιτήδευση, τον στόμφο.
  • Δίνει έμφαση στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου και στις ψυχικές του καταστάσεις χρησιμοποιώντας τα «πράγματα» του εξωτερικού κόσμου ως σύμβολα.
  • Ό,τι λέγεται, λέγεται υπαινικτικά μέσα από τον ρεμβασμό, τη μελαγχολία και την αφθονία των εκφραστικών τρόπων.
  • Επίσης έντονη είναι η μουσικότητα στον στίχο, οι λέξεις γοητεύουν ηχητικά, ενώ συχνά συναντώνται επαναλαμβανόμενα « μουσικά» μοτίβα.

Οι Έλληνες συμβολιστές ποιητές:

α) ακμάζουν στις αρχές του 20ού αιώνα, εμφανίζονται γύρω στο 1900. Λ. Πορφύρας Μ. Μαλακάσης, Α. Μελαχρινός Κ. Χατζόπουλος κ.ά. (Συμβολιστικές επιρροές έχει και η ποίηση του Κ. Παλαμά ). Διατηρούν περισσότερους δεσμούς με την παράδοση

β) ακμάζουν στον Μεσοπόλεμο (εμφανίστηκαν 1910 με 1920) και ονομάζονται νεορομαντικοί ή νεοσυμβολιστές. Κ. Καρυωτάκης, Μ. Πολυδούρη, Κ. Παράσχος, Ν. Λαπαθιώτης, Τ. Άγρας, Ρ,Φιλύρας, Τ. Παπατσώνης κ.α.

 

Χαρακτηριστικά του νεοσυμβολισμού:

  • χαμηλόφωνος λυρισμός
  • ρομαντισμός και επιστροφή στο παρελθόν
  • συμβολισμός
  • απαισιοδοξία, αίσθηση πικρίας για την απώλεια αξιών και ιδανικών , τάση φυγής από την οδυνηρή πραγματικότητα και διάθεση φυγής προς το όνειρο/ το πραγματικό / τη φύση
  • χρήση αντιλυρικών λέξεων
  • πεζολογικά στοιχεία.
  • Γενικότερα ανατρέπουν τη λογική συγκρότηση του ποιήματος, σε αντίθεση με τους συμβολιστές της α΄ομάδας, που ακμάζουν στις αρχές του 20 ου αιώνα

Στις αρχές του 20ου αιώνα, μετά το τέλος του Α ΄Παγκοσμίου Πολέμου, εμφανίζονται στην πνευματική ζωή τα κινήματα του μοντερνισμού και της πρωτοπορίας η οποία πηγάζει από τον μοντερνισμό αλλά τον υπερβαίνει με πιο ριζοσπαστική και ανατρεπτική έκφραση.

Κωσταντίνος Χατζόπουλος, "Ήρθες"

Ήρθες· και η μέρα ήταν χλωμή
και ήταν κρύο -
ήρθες, μα με απλωμένα τα πανιά
έμενε το πλοίο.

Ήρθες·
και τα πουλιά καθίσαν στα κλαδιά
και κελαηδούσαν,
και τα παράθυρα ήταν ανοιχτά
κι άνθη σκορπούσαν.

Ήρθες·
αλλά τα φύλλα στα κλαδιά
ήταν μαδημένα
και ήταν τα σύννεφα σταχτιά
και κρεμασμένα.

Κι ήταν η θάλασσα χλωμή
και ήτανε κρύο·
κι όλοι κοιτάζανε χλωμοί
που με απλωμένα τα πανιά
έμενε το πλοίο.

 

 

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης που δεν εντάσσεται σε κάποιο συγκεκριμένο λογοτεχνικό ρεύμα αποτέλεσε -όπως και ο Κώστας Καρυωτάκης- προπομπό της μοντέρνας ποίησης, με τον ιδιαίτερο και καινοτόμο τρόπο που χειρίστηκε τον ποιητικό λόγο.

Η ποίηση του Καβάφη είναι ρεαλιστική, με επιρροές από τον συμβολισμό, και πιθανώς απ’ τον παρνασσισμό, σε ό,τι τουλάχιστον αφορά την άρτια επεξεργασία του λόγου. Ο Καβάφης απομακρύνεται από στοιχεία της παραδοσιακής ποίησης, όπως είναι η ομοιοκαταληξία και ο έλεγχος του αριθμού των στίχων. Θα χρησιμοποιήσει ελεύθερο στίχο, και θα αποφύγει τη λυρική διάσταση της ποίησης, βρίσκοντας τη δική του ιδανική έκφραση στο πεζολογικό ύφος.

Με χρήση και της δημοτικής, αλλά και της καθαρεύουσας θα δώσει ποιήματα που βασίζονται στη ρεαλιστική απεικόνιση των ανθρώπων και της συμπεριφοράς τους. Ποίηση καθαρά νοητικής σύλληψης, που δίνει έμφαση στα μεταδιδόμενα μηνύματα και περνά πέρα από τη λυρική μετάδοση συναισθημάτων.

Η ιστορία, η φιλοσοφική θέαση της ζωής, ο έρωτας συνιστούν κεντρικές θεματικές, τις οποίες ο Αλεξανδρινός πραγματεύεται με ποιητικό λόγο που βασίζεται στην ειρωνεία, τη θεατρικότητα, τη διδακτική διάθεση και την έμμονη προσήλωση στην ακριβολογία της διατύπωσης.

Ι. Διαβάστε το ποίημα "Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον" και συζητήστε για την περίοδο και τη σιγμή στην οποία αναφέρεται. 

ΙΙ. Ιστορικό πλαίσιο 

Ο Μάρκος Αντώνιος συμμετείχε το 43 π.Χ. στο σχηματισμό της Δεύτερης Τριανδρίας, μαζί με τον Οκταβιανό και το Λέπιδο, με σκοπό τη διεκδίκηση της εξουσίας του Ρωμαϊκού κράτους. Ένα χρόνο μετά, αφού είχαν νικήσει τους δολοφόνους του Ιούλιου Καίσαρα, μοιράστηκαν τα εδάφη που κατείχε η Ρώμη, δίνοντας στον Αντώνιο τις κτήσεις στην Ανατολή.
Ο Μάρκος Αντώνιος στην Κιλικία (περιοχή της Μικράς Ασίας, απέναντι από την Κύπρο) συνάντησε την Κλεοπάτρα και εντυπωσιασμένος από την ομορφιά της, αντί να την τιμωρήσει για τη βοήθεια που είχε προσφέρει στους δολοφόνους του Καίσαρα, την έκανε ερωμένη του. Ο Αντώνιος σύντομα ερωτεύτηκε με πάθος την Κλεοπάτρα και άρχισε να αμελεί τις υποχρεώσεις του απέναντι στο Ρωμαϊκό κράτος και κυρίως απέναντι στη σύζυγό του την Οκταβία, η οποία ήταν αδερφή του Οκταβιανού.
Ενώ ο Οκταβιανός κατόρθωσε να εξουδετερώσει τον Λέπιδο και να συγκεντρώσει την εξουσία της Ρώμης, ο Αντώνιος σχεδίαζε να δημιουργήσει μια χωριστή αυτοκρατορία την οποία θα διοικούσε μαζί με την Κλεοπάτρα. Ο Οκταβιανός όμως αγανακτισμένος με τη στάση του Αντώνιου απέναντι στην αδερφή του και αναγνωρίζοντας τις επεκτατικές βλέψεις του εις βάρος του Ρωμαϊκού κράτους, έστρεψε τη Σύγκλητο εναντίον του, τον καθαίρεσε και κήρυξε πόλεμο κατά της Αιγύπτου. Ο πόλεμος αυτός, που ουσιαστικά ήταν ένας εμφύλιος ανάμεσα στον Οκταβιανό και τον Αντώνιο, κρίθηκε με τη ναυμαχία στο Άκτιο το 31 π.Χ. όπου οι δυνάμεις της Κλεοπάτρας και του Αντώνιου κατατροπώθηκαν.
Λίγους μήνες μετά ο Οκταβιανός κινήθηκε κατά της Αλεξάνδρειας (30 π.Χ.), και θέλοντας να χτυπήσει την πόλη και από τη στεριά και από τη θάλασσα, συγκέντρωσε ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις γύρω από την πόλη. Το τέλος του Αντώνιου ήταν πια δεδομένο.
Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, την παραμονή της μεγάλης επίθεσης του Οκταβιανού, ξαφνικά τη νύχτα ακούστηκαν ήχοι μελωδικών οργάνων και μεγάλη φασαρία από κόσμο που χόρευε με βακχικούς αλαλαγμούς. Ήταν σα να κινούνταν ένας θορυβώδης θίασος προς την έξοδο της πόλης και ο θόρυβος σταμάτησε μόλις πέρασε τις πύλες, γεγονός που δημιούργησε μεγάλη αίσθηση στους κατοίκους που θεώρησαν ότι ήταν ένα σημάδι ότι ο προστάτης θεός του Αντώνιου, ο Διόνυσος, τον εγκατέλειπε.

[Πηγή: latistor.blogspot.com]

Mες την υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισές
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλ' η παρέα πίναμ' εψές·
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.

Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.

Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ' άσωτ' ουρανού!
Ω! της αβγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!

Tου ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό·
τ' άλλου κοντόημερ' η γυναίκα
στο σπίτι λυώνει από χτικιό·
στο Παλαμήδι ο γιος του Mάζη
κ' η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.

― Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
― Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
― Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
― Φταίει πρώτ' απ' όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Kανένα στόμα
δεν τό βρε και δεν τό πε ακόμα.

Έτσι στη σκότεινη ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας έβρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!

Ι. Αφού διαβάσετε και συζητήσετε το ποίημα του Κώστα Βάρναλη, ακούστε εδώ την μελοποίησή του από τον Μίκη Θεοδωράκη και εδώ μια διαφορετική μουσική προσέγγισή του από τον Νίκο Μαμαγκάκη 

ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ – ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ '30

Ο μοντερνισμός στην ποίηση:

  • αρνείται τους παραδοσιακούς κανόνες
  • απελευθερώνει από στιχουργικές δεσμεύσεις, στίχος ελεύθερος, ανομοιοκατάληκτος
  • χρησιμοποιεί σύμβολα που συγκροτούν μια νέα σημασία μέσω της σύγκρισης, του παραλληλισμού και της αναλογίας
  • χρησιμοποιεί νοητικές, μεταφορικές και συμβολικές εικόνες που νοηματοδοτούν το ποίημα
  • καινοτόμα και πρωτότυπα σχήματα λόγου που αποκλίνουν από τις λογικές αναμονές του αναγνώστη
  • λόγος λιτός, πυκνός, ελλειπτικός, συνειρμικός, υπαινικτικός, πολύσημος

 

Ο Γ. Σεφέρης με τη «Στροφή» (1931), και το «Μυθιστόρημα» ( 1935), καθιερώνεται ως εισηγητής της μοντερνιστικής ποίησης στην Ελλάδα

Στην ελληνική ποίηση ο μοντερνισμός έχει επιπλέον τα εξής χαρακτηριστικά γνωρίσματα:

  • χρήση μυθικών στοιχείων και αναφορές στο αρχαίο παρελθόν. Ο μύθος όμως χρησιμοποιείται με τρόπο δραματικό, προσαρμοζόμενος στην εποχή και στην περίσταση, προσφέροντας στον ποιητή το κατάλληλο «προσωπείο» για να διατυπώσει την προσωπική ή συλλογική εμπειρία του ( αντίθετα στην παραδοσιακή ποίηση ο μύθος χρησιμοποιείται με απόλυτη πιστότητα προς τα πρόσωπα και τις ιστορίες)
  • έμφαση στο φως και στο τοπίο το οποίο συχνά συμπλέκεται με την ανθρώπινη φυσιογνωμία και δράση
  • συνειρμικές μνημονικές ανακλήσεις
  • σκοτεινότητα, ερμητικότητα, αφαιρετικότητα
  • μελαγχολική αναπόληση του παρελθόντος και συγχρόνως νοσταλγική αναπόλησης της αυθεντικής ζωής που έχει απολεσθεί

 

ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ (αρχές του 20ού αιώνα)

Οι υπερρεαλιστές είναι έντονα επηρεασμένοι από την ψυχανάλυση.

  • Σύμφωνα μ’ αυτούς ο άνθρωπος δεν πρέπει να μένει εγκλωβισμένος στην πραγματικότητα της καθημερινής ζωής αλλά να χρησιμοποιεί τη φαντασία, το όνειρο, το ασυνείδητο, σπάζοντας τα δεσμά του ρεαλισμού, της αληθοφάνειας.
  • Αυτόματη γραφή με την οποία ο δημιουργός γράφει χωρίς καμιά επέμβαση της λογικής, δημιουργώντας ένα νέο τρόπο προσέγγισης και γνωριμίας με τον κόσμο.
  • Έμφαση δόθηκε στις σκοτεινές πλευρές του ανθρώπου, στη φαντασία, το ένστικτο, την επιθυμία, το όνειρο. Ο κύριος σκοπός του ποιητή  δεν είναι να παραγάγει "ωραία" κείμενα, αλλά να μεταβάλει την υπάρχουσα αντίληψη για τον κόσμο, το κληρονομημένο γούστο και κατά συνέπεια να αλλάξει τον ίδιο τον κόσμο.
  • Απόλυτη ελευθερία στο λεξιλόγιο και τη στιχουργική, απρόσμενοι συνδυασμοί λέξεων, εντυπωσιακές εικόνες.
  • Αποκατέστησε τη ζωντάνια της γλώσσας.

 

Εκπρόσωποι στην Ελλάδα:

Α. Εμπειρίκος, Ν. Εγγονόπουλος , Ν. Γκάτσος, Ο. Ελύτης

Επιρροές από τον υπερρεαλισμό δέχτηκαν όλοι οι μεταπολεμικοί ποιητές.

Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η ποιητική παραγωγή ανανεώνεται με τις «μεταπολεμικές γενιές», ποιητές που γεννήθηκαν ανάμεσα στο 1920 και 1930.

* Δείτε εδώ επιπλέον πληροφορίες για το κίνημα του υπερρεαλισμού και τον έλληνα υπερρεαλιστή Νίκο Εγγονόπουλο. 

"Η τρελή ροδιά"

Σ’ αυτές τις κάτασπρες αυλές όπου φυσά ο νοτιάς
Σφυρίζοντας σε θολωτές καμάρες, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που σκιρτάει στο φως σκορπίζοντας το καρποφόρο γέλιο της
Με ανέμου πείσματα και ψιθυρίσματα, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που σπαρταράει με φυλλωσιές νιογέννητες τον όρθρο
Ανοίγοντας όλα τα χρώματα ψηλά με ρίγος θριάμβου;

Όταν στους κάμπους που ξυπνούν τα ολόγυμνα κορίτσια
Θερίζουνε με τα ξανθά τους χέρια τα τριφύλλια
Γυρίζοντας τα πέρατα των ύπνων τους, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που βάζει ανύποπτη μες στα χλωρά πανέρια τους τα φώτα
Που ξεχειλίζει από κελαηδισμούς τα ονόματά τους, πέστε μου
Είναι η τρελή ροδιά που μάχεται τη συννεφιά του κόσμου;

Στη μέρα που απ’ τη ζήλια της στολίζεται μ’ εφτά λογιώ φτερά
Ζώνοντας τον αιώνιον ήλιο με χιλιάδες πρίσματα
Εκτυφλωτικά, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που αρπάει μια χαίτη μ’ εκατό βιτσιές στο τρέξιμό της
Ποτέ θλιμμένη και ποτέ γκρινιάρα, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που ξεφωνίζει την καινούρια ελπίδα που ανατέλλει;

Πέστε μου, είναι η τρελή ροδιά που χαιρετάει στα μάκρη
Τινάζοντας ένα μαντίλι φύλλων από δροσερή φωτιά
Μια θάλασσα ετοιμόγενη με χίλια δυο καράβια
Με κύματα που χίλιες δυο φορές κινάν και πάνε
Σ’ αμύριστες ακρογιαλιές, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που τρίζει τ’ άρμενα ψηλά στο διάφανον αιθέρα;

Πανύψηλα με το γλαυκό τσαμπί που ανάβει κι εορτάζει
Αγέρωχο, γεμάτο κίνδυνο, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που σπάει με φως καταμεσίς του κόσμου τις κακοκαιριές του δαίμονα
Που πέρα ως πέρα την κροκάτη απλώνει τραχηλιά της μέρας
Την πολυκεντημένη από σπαρτά τραγούδια, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που βιαστικά ξεθηλυκώνει τα μεταξωτά της μέρας;

Σε μεσοφούστανα πρωταπριλιάς και σε τζιτζίκια δεκαπενταυγούστου
Πέστε μου, αυτή που παίζει, αυτή που οργίζεται, αυτή που ξελογιάζει
Τινάζοντας απ’ τη φοβέρα τα κακά μαύρα σκοτάδια της
Ξεχύνοντας στους κόρφους του ήλιου τα μεθυστικά πουλιά
Πέστε μου, αυτή που ανοίγει τα φτερά στο στήθος των πραγμάτων
Στο στήθος των βαθιών ονείρων μας, είναι η τρελή ροδιά;

*à pleine haleine με γεμάτη την αναπνοή, με μια ανάσα.

 

(“Η τρελή ροδιά” είναι το τελευταίο ποίημα από τη συλλογή του Ελύτη “Η θητεία του καλοκαιριού”, που ανήκει στη γενικότερη ποιητική συλλογή “Προσανατολισμοί”, η οποία εκδόθηκε το 1940).

[Τρία αποσπάσματα]

[Τρία αποσπάσματα]*

ΤΑ ΠΑΡΑΚΑΤΩ αποσπάσματα να διαβαστούν ως αυτοτελή ποιήματα. Ανήκουν στη συλλογή Ενδοχώρα (1945). Τα δύο πρώτα στην ενότητα Ο Πλόκαμος της Αλταμίρας και το τρίτο στην ενότητα Πουλιά του Προύθου.

1

Λίγα κοσμήματα στη χλόη. Λίγα διαμάντια στο σκοτάδι.
Μα η πεταλούδα που νύκτωρ* εγεννήθη μας αναγγέλει την
αυγή, σφαδάζουσα στο ράμφος της πρωίας.

 

2

Η ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος* ποδηλάτου. Μέσα της
όλοι μεγαλώνουμε. Οι δρόμοι είναι λευκοί. Τ' άνθη μιλούν.
Από τα πέταλά τους αναδύονται συχνά μικρούτσικες παιδίσκες.
Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος.

 

3

Είναι τα βλέφαρά μου διάφανες αυλαίες.
Όταν τ' ανοίγω βλέπω εμπρός μου ό,τι κι αν τύχει.
Όταν τα κλείνω βλέπω εμπρός μου ό,τι ποθώ.

Ημερολόγιο

Προθεσμία
Γεγονός μαθήματος
Γεγονός συστήματος
Προσωπικό γεγονός

Ανακοινώσεις

Όλες...
  • - Δεν υπάρχουν ανακοινώσεις -