Μάθημα : Γ Γυμνασίου - Νεοελληνική λογοτεχνία
Κωδικός : 5204020342
5204020342 - ΛΕΜΟΝΙΑ ΡΟΔΗ
Περιγραφή Μαθήματος

Καλωσόρισες στην ηλεκτρονική τάξη!
"Ενας αναγνώστης ζει χίλιες ζωές πριν πεθάνει... Ο άνθρωπος που δε διαβάζει ποτέ ζει μόνο μία"
George R. R. Martin, O Χορός των Δράκων
ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ
- Δημοτικό τραγούδι «Του γιοφυριού της Άρτας», σελ.12
- Ρήγας Βελεστινλής, «Θούριος», σελ.28
- Ελισάβετ Μουτζάν -Μαρτινέγκου, «Αυτοβιογραφία», σελ. 50
- Διονύσιος Σολωμός, «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», σελ.61
- Άντον Τσέχωφ, «Ο Παχύς και ο Αδύνατος», σελ.106
- Κ.Π. Καβάφης, «Στα 200 π.Χ», σελ. 123
- Κωνσταντίνος Θεοτόκης, «Η τέχνη του αγιογράφου», σελ.131
- Στράτης Μυριβήλης, «Τα ζα», σελ.161
ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ (γενικά)
- Δεν είναι ατομικά δημιουργήματα, αλλά έκφραση της λαϊκής ψυχής, οπότε και
εκφράζουν τις βαθύτερες επιθυμίες, τους καημούς και το πνεύμα ενός λαού. - Είναι προφορικές δημιουργίες και μεταδίδονται από στόμα σε στόμα από τη μια
γενιά στην άλλη. Για το λόγο αυτό δεν υπάρχει μόνο μία μορφή ενός δημοτικού
τραγουδιού, αλλά πολλές μορφές (παραλλαγές), εφόσον αυτοί που το τραγουδούν το
προσαρμόζουν στις ανάγκες τους. - Τα δημοτικά τραγούδια συνδέονται με τη μουσική και το χορό.
- Έχουν ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο στίχο.
- Ιαμβικό μέτρο: υ – υ – υ – υ – υ – υ – υ – υ (το [υ] ισοδυναμεί με άτονη συλλαβή και το [–] με τονισμένη)
Τα δημοτικά τραγούδια χωρίζονται σε τρία είδη:
α) παραλογές
β) ιστορικά (ακριτικά, κλέφτικα, ιστορικά, κλπ.)
γ) τραγούδια με κοινωνικό περιεχόμενο, αυτά δηλαδή που αναφέρονται σε διάφορες εκδηλώσεις της ζωής (της αγάπης, νυφιάτικα, νανουρίσματα, κάλαντα αποκριάς, της ξενιτιάς, της δουλειάς, μοιρολόγια, σατιρικά, κλπ.)
ΠΑΡΑΛΟΓΕΣ
Οι παραλογές παρουσιάζουν ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, με τα οποία ξεχωρίζουν από τις άλλες κατηγορίες δημοτικών τραγουδιών. Συγκεκριμένα: α) είναι συνήθως πολύστιχα ποιήματα με αφηγηματικό και επικολυρικό χαρακτήρα β) ως αφηγηματικά τραγούδια αναπτύσσουν ένα μύθο (=μια υπόθεση, μια ιστορία) που εξελίσσεται σταδιακά και έχει αρχή και δέση, σταδιακή εξέλιξη και κορύφωση και, τέλος, λύση γ) αντλούν το περιεχόμενό τους από αρχαίους ελληνικούς μύθους, από νεότερες παραδόσεις, από δραματικού χαρακτήρα κοινωνικά περιστατικά, από την ιστορική μνήμη, ή έχουν υπόθεση εντελώς πλαστή δ) παρουσιάζουν έντονα παραμυθιακά και εξωλογικά στοιχεία, ε) έχουν αφηγηματική πυκνότητα στην πλοκή του μύθου, άρα γρήγορο και γοργό ρυθμό στην όλη ροή και εξέλιξη του μύθου στ) διαφέρουν ριζικά από άλλα αφηγηματικά τραγούδια, γιατί η υπόθεσή τους παρουσιάζει στοιχεία έντονης δραματικότητας.(πηγή : Λεξικό Λογοτεχνικών Όρων, ΟΕΔΒ)
ΤΟΥ ΓΙΟΦΥΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ
Μια από τις γνωστότερες και ωραιότερες παραλογές, η οποία στηρίζεται σε μια μακραίωνη παράδοση, σχετικά με τη θεμελίωση μεγάλων έργων. Από τους αρχαίους ακόμα χρόνους υπήρχε η δοξασία ότι, για να στερεωθεί και να προφυλαχθεί από κάθε κίνδυνο ένα κτίσμα, έπρεπε να θυσιαστεί στα θεμέλιά του κάποιο ζωντανό πλάσμα.
Το τραγούδι διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των παραλογών:
- Είναι αφηγηματικό (ο λαϊκός τραγουδιστής αφηγείται την ιστορία της θυσίας της γυναίκας του πρωτομάστορα, προκειμένου να στεριώσει το γεφύρι)
- Έχει ολοκληρωμένη υπόθεση, με αρχή, εξέλιξη και τέλος
- Το περιεχόμενό του είναι πλαστό (δεν στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα)
Περιληπτική απόδοση του περιεχομένου
Η θεμελίωση του γεφυριού της Άρτας φαίνεται αδύνατη, παρά τις προσπάθειες ενός πλήθους μαστόρων και του πρωτομάστορα. Ο χρησμός που δίνεται από το γνώριμο πουλί-αγγελιαφόρο των δημοτικών τραγουδιών φέρνει θλίψη στον πρωτομάστορα, αφού του ζητά να θυσιάσει την αγαπημένη του γυναίκα, για να στεριώσει το γεφύρι. Παρά τον πόνο του υπακούει στην εσωτερική φωνή του καθήκοντος, που υπαγορεύει την ολοκλήρωση της αποστολής του. Παραγγέλνει στη γυναίκα του να έρθει όσο πιο αργά μπορεί – πράγμα που υποδεικνύει και τη δραματική πάλη που γίνεται μέσα στην ψυχή του-αλλά το πουλί διαστρέφει τα λόγια του και η γυναίκα έρχεται όσο πιο γρήγορα μπορεί κοντά στον αγαπημένο της. Στο γεφύρι, με ένα τέχνασμα σημαδιακό – το δακτυλίδι του πρωτομάστορα που υποτίθεται ότι έπεσε στα θεμέλια- την κάνουν να κατέβει με τη θέλησή της. Η γυναίκα, όταν αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται να εντοιχιστεί, θρηνεί για την άδικη μοίρα της και καταριέται το γεφύρι. Όταν όμως της θυμίζουν ότι μπορεί να περάσει από εκεί ο αδερφός της, παίρνει πίσω την κατάρα της και την μετατρέπει σε ευχή, δηλώνοντας τη δύναμη της αδερφικής αγάπης.
Η δομή του τραγουδιού
1η ενότητα: στίχοι 1-13: Το δράμα, το αδιέξοδο και η επιταγή της μοίρας
2η ενότητα: στίχοι 14-32: Πρόσκληση και άφιξη της λυγερής
3η ενότητα: στίχοι 33-34: Το χτίσιμο της λυγερής
4η ενότητα: στίχοι 35-40: Η κατάρα της λυγερής
5η ενότητα: στίχοι 41-46: Η μετατροπή της κατάρας σε ευχή
Ποιες πληροφορίες παίρνουμε από την πρώτη ενότητα του τραγουδιού:
α) για τα πρόσωπα και το έργο που επιτελούν
β) για το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν
γ) για τη λύση που προτείνει ένα πουλί
Αξιοπρόσεχτα στοιχεία του τραγουδιού
Α) Ο υπερβολικά μεγάλος αριθμός των προσώπων που εργάζονται για το χτίσιμο του γεφυριού[ σαρανταπέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες] :δηλώνει τη σπουδαιότητα του έργου που επιτελείται
β) Σημαντικό στοιχείο στην εξέλιξη της υπόθεσης η παρουσία του πουλιού: Με το στόμα του πουλιού μεταφέρεται η εντολή της μοίρας ώστε να δοθεί λύσει στο αδιέξοδο.Το πουλί είναι αυτό που θα βοηθήσει να εκτελεστεί η εντολή της μοίρας ώστε να εξελιχθεί και η υπόθεση του μύθου.
Β) Ο ρόλος των επιρρημάτων αργά / γοργά Το “αργά” που χρησιμοποιεί ο πρωτομάστορας , δηλώνει την κρυφή αλλά μάταιη ελπίδα του να αποτρέψει ή έστω να αναβάλλει το κακό.
Το “γοργά” που χρησιμοποιεί ο φτερωτός αγγελιαφόρος, δηλώνει το αναπόφευκτο της μοίρας και την αδυναμία του ανθρώπου να αποτρέψει ό,τι αυτή έχει αποφασίσει
Γ) Η τραγική ειρωνεία που κορυφώνεται με την άφιξη της λυγερής στο γεφύρι: Ξένοιαστη και καλοδιάθετη, αφού αγνοεί αυτό που ο αναγνώστης ήδη γνωρίζει για την τύχη της.
Δ) Το πρόσωπο / κλειδί για τη λύση του δράματος, ο αδερφός της λυγερής: Η κατάρα αλλάζει σε ευχή στην υπενθύμιση του αδερφού που ενδέχεται να διαβεί το γεφύρι.Το στοιχείο αυτό υπογραμμίζει τη δύναμη της αδελφικής αγάπης, καθώς το πόσο ισχυρός είναι ο θεσμός της οικογένειας στην παραδοσιακή κοινωνία.
Χαρακτηριστικά των δημοτικών τραγουδιών που υπάρχουν στο ποίημα:
- ο στίχος του είναι ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος
- επανάληψη λέξεων, φράσεων ακόμη και ολόκληρων στίχων. [ στίχοι 3 και 6 ]
- στερεότυπες εκφράσεις που επαναλαμβάνονται.
- υπερβολή (ο μεγάλος αριθμός των μαστόρων).
- προσωποποίηση (το πουλί μιλά με ανθρώπινη φωνή).
- μαγικά στοιχεία
(το ανεξήγητο γκρέμισμα του γεφυριού, το πουλί που μιλά, το στοίχειωμα).
- ο νόμος των τριών:
(τρεις αδερφάδες/ αργά ντυθεί, αργά αλλαχτεί, αργά να πάει το γιόμα, κλπ)
- λαϊκές δοξασίες:
(το στοίχειωμα ανθρώπου για να στεριώσει το γεφύρι/μια κατάρα δεν παίρνεται πίσω, μπορεί μόνο να τροποποιηθεί και από κατάρα να γίνει ευχή).
- το «θέμα του αδύνατου»
(αν τρέμουν τ’ άγρια βουνά ……..)
- Τυπικός στίχος των δημοτικών τραγουδιών: [ στίχος 23]
(από μακριά τους χαιρετά κι από οντά τους λέει)
ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
Ο πρωτομάστορας , πρόσωπο τραγικό, βιώνει ένα τεράστιο ηθικό δίλημμα αφού βρίσκεται στην μεγάλη δοκιμασία να επιλέξει ανάμεσα στο “πρέπει” και στο “θέλω”, ανάμεσα στο γενικό καλό και την προσωπική ευτυχία. Τα συναισθήματα που βιώνει εναλλάσσονται απότομα και έντονα, αφού καλείται να επιλέξει ανάμεσα στο καθήκον και την αγάπη για τη γυναίκα του. Η λυγερή , πρόσωπο ακόμα πιο τραγικό, αφού σπεύδει πρόθυμη και ανυποψίαστη να βοηθήσει τον άνδρα της, στον οποίο είναι πιστή και αφοσιωμένη. Εκφράζει παράπονο, αγανάκτηση και πικρία, αλλά αναγκάζεται να υποταχτεί στην τραγική της μοίρα. Τέλος η αδερφική αγάπη, θα είναι αυτό που θα την κάνει να μετατρέψει την κατάρα σε μια ιδιότυπη ευχή.
ΑΦΗΓΗΣΗ/ ΑΦΗΓΗΓΤΗΣ
Εναλλαγή αφήγησης και διαλόγου (μεικτός τρόπος αφήγησης)
- Η αφήγηση γίνεται σε τρίτο (γ΄) πρόσωπο (τριτοπρόσωπη αφήγηση)και είναι μια «αντικειμενική» παρουσίαση των γεγονότων από έναν αφηγητή, που δεν συμμετέχει στα γεγονότα (ετεροδιηγητικός)
- Οι διάλογοι είναι σύντομοι και φυσικοί.
Δίνουν με ζωντάνια και παραστατικότητα τα έντονα συναισθήματα και τις συγκρούσεις των προσώπων
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Ο κεντρικός άξονας πάνω στον οποίο στηρίζεται η αφήγηση είναι η ανάγκη της θυσίας, της προσωπικής - ατομικής ευτυχίας για το γενικό καλό. Η διάσταση ανάμεσα στο θέλω και στο πρέπει δίνει δραματική ένταση και συγκινησιακό βάθος στην περιγραφή των πρωταγωνιστών, του πρωτομάστορα δηλαδή και της γυναίκας του. Ενώ ο πρωτομάστορας παρά τη βαθιά του θλίψη («πέφτει του θανάτου») ιεραρχεί πρώτα το καθήκον και την ευθύνη του απέναντι στο κοινωνικό σύνολο, η θυσιαζόμενη γυναίκα, το αθώο θύμα, μπροστά στο άμεσο ενδεχόμενο του θανάτου της εξεγείρεται, όχι απέναντι στον άντρα της, αλλά απέναντι στη μοίρα. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον το ότι η γυναίκα αλλάζει τη βαριά κατάρα της μόνο στην υπόμνηση του αδερφού της. Εδώ το στοιχείο της οικογένειας ―ισχυρότατο στην παραδοσιακή κοινωνία― κατορθώνει να διασώσει το γενικό καλό μέσα από μια ιδιότυπη έκφραση του ατομικού. Ο αδερφός, για μια γυναίκα που δεν έχει αποκτήσει ακόμα παιδιά, είναι, όπως συμβαίνει και στην Ιφιγένεια εν Ταύροις του Ευριπίδη, το στοιχείο της συνέχειας της γενιάς, της συγγένειας του αίματος. Το θέμα της θυσίας υπάρχει επίσης και μπορεί να συσχετιστεί με τη βιβλική (θρησκευτικά) ή τη λογοτεχνική (Β. Κορνάρος, Η θυσία του Αβραάμ) εκδοχή της θυσίας του Ισαάκ.
(Πηγή: Ελληνικός πολιτισμός)
ΡΗΓΑΣ ΒΕΛΕΣΤΙΝΛΗΣ (ΦΕΡΑΙΟΣ)
Πρόδρομος και πρωτεργάτης του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, γεννήθηκε το 1757 στο Βελεστίνο της Μαγνησίας. Το θεωρούμενο ως πραγματικό του επώνυμο Αντώνιος Κυριαζής ή Κυρίτζης δεν επιβεβαιώνεται από τη σύγχρονη έρευνα. Ο ίδιος προτιμούσε να χρησιμοποιεί ως επώνυμο αυτό της γενέτειράς του, ενώ οι Έλληνες διανοούμενοι που ζούσαν στην εξορία τον αποκαλούσαν Φεραίο, επειδή στην αρχαιότητα η πόλη του ονομαζόταν Φεραί.
Ο νεαρός Ρήγας εγκατέλειψε το Βελεστίνο πολύ νωρίς, αφού πρώτα πήρε την βασική του μόρφωση. Το 1785 πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου συνέχισε τις σπουδές του κι εντάχθηκε στο περιβάλλον των Φαναριωτών, ενώ το 1788 εγκαταστάθηκε στη Βλαχία ως διοικητικός υπάλληλος.
Στα χρόνια που ακολούθησαν διακρίθηκε ως λόγιος και συγγραφέας. Το 1790 και το 1796 ταξίδεψε στη Βιέννη για να τυπώσει τα βιβλία του, μεταξύ αυτών το «Σχολείο των ντελικάτων εραστών», το «Φυσικής Απάνθισμα», ο «Ηθικός Τρίποδας» και ο «Ανάχαρσις».
Ως κορυφαίο έργο του, πάντως, θεωρείται η «Νέα Πολιτική Διοίκησις των κατοίκων της Ρούμελης, της Μικράς Ασίας, των Μεσογείων Νήσων και της Βλαχομπογδανίας» που περιείχε:
- τον Θούριο, γνωστό επαναστατικό άσμα
- μια επαναστατική προκήρυξη
- τη διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου σύμφωνα με τα πρότυπα των Γάλλων Διαφωτιστών
- το Σύνταγμα του Ρήγα
Το πολιτικό όραμα του Ρήγα συνίστατο στη δημιουργία μιας πολυεθνικής βαλκανικής επικράτειας που θα ήταν απαλλαγμένη από τις αγκυλώσεις της οθωμανικής πολιτικής και στην οποία οι Έλληνες θα είχαν κυρίαρχη θέση. Για την πραγματοποίηση αυτού του στόχου προσπάθησε να εξεγείρει όλους τους υπόδουλους στους Οθωμανούς λαούς της Βαλκανικής εναντίον του κοινού τυράννου.
Επεδίωξε, μάλιστα, να συναντήσει τον Μεγάλο Ναπολέοντα για να ζητήσει τη βοήθειά του. Συνελήφθη, όμως, στις 8 Δεκεμβρίου του 1797 από τους Αυστριακούς στην Τεργέστη και παραδόθηκε στους Τούρκους, οι οποίοι τον σκότωσαν δια στραγγαλισμού στις 12 Ιουνίου του 1798 στο Βελιγράδι.
Από το διαδίκτυο:
Σαν σήμερα.gr http://www.sansimera.gr/biographies/1#ixzz2kXc6xE88
"ΘΟΥΡΙΟΣ"
Θεματικά κέντρα
- Ελευθερία ή θάνατος
- Κοινός όρκος και αγώνας των Ελλήνων για την ελευθερία.
- Συλλογική και όχι ατομική η ευθύνη για την τύχη της Ελλάδας
Πρόκειται για ένα έμμετρο κείμενο, με στοιχεία αφηγηματικότητας, το οποίο γράφτηκε το 1797. Ένα πατριωτικό άσμα, το οποίο αποτελείται από 126 στίχους και προτρέπει τους σκλαβωμένους Έλληνες σε επανάσταση κατά των Τούρκων.
Ο τίτλος του, το αρχαιοελληνικό επίθετο «Θούριος»= ορμητικός, μαινόμενος, πολεμικός, προσδιορίζει την ψυχική διάθεση που επιδιώκει να καλλιεργήσει με αυτό.
Στην επιλογή του τίτλου του επαναστατικού ύμνου διαφαίνεται η εσωτερική συνάφεια του έργου του με το ιδεολογικό κλίμα του επαναστατικού κλασικισμού της εποχής του. Απευθύνεται στους απανταχού Έλληνες , αλλά και σε όλους τους καταπιεσμένους βαλκανικούς λαούς, καλώντας τους σε απελευθερωτικό αγώνα, οραματιζόμενος τη δημιουργία μιας «Ελληνικής Δημοκρατίας» που θα απλώνεται σε όλη τη Βαλκανική αντικαθιστώντας την Οθωμανική αυτοκρατορία. Ονειρεύεται ένα ελεύθερο κράτος δικαίου, με άξιους και ικανούς ηγέτες, το οποίο θα εξασφαλίζει ισονομία και ισοπολιτεία για όλους. Οι ιδέες του Ρήγα συγκλίνουν με αυτές του ανώνυμου συγγραφέα της «Ελληνικής Νομαρχίας» και ιδιαίτερα μπροστά στο ενδεχόμενο της αναρχίας, η οποία παραλληλίζεται με τη σκλαβιά. Γνωρίζοντας καλά τόσο τις ιστορικές συνθήκες όσο και την ψυχοσύνθεση των Ελλήνων, ο Ρήγας προσπαθεί να προβλέψει και να αντιμετωπίσει τους ενδεχόμενους κινδύνους για τον εθνικό αγώνα. Έτσι δίνει μεγάλη βαρύτητα στην ανάγκη εθνικής συσπείρωσης και ενότητας, και καλεί τους πατριώτες να δεσμευτούν με όρκο για την υπεράσπιση του κοινού αγώνα και της ομόνοιας.
Πηγή: Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, βιβλίο καθηγητή, ΟΕΔΒ
ΘΕΜΑ:Η προτροπή του ποιητή προς τους σκλαβωμένους για ξεσηκωμό εναντίον των Τούρκων
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ: πατριωτικό, επαναστατικό
ΕΝΟΤΗΤΕΣ:
1η ενότητα: ” Ως πότε παλληκάρια ………………… σκλαβιά και φυλακή”: : Οι δυσκολίες των κλεφτών εξαιτίας της σκλαβιάς
2η ενότητα: ” Τι σ’ωφελεί ………. χωρίς καμιά’ φορμή”: Τα δεινά της σκλαβιάς
3η ενότητα: ” Ελάτε μ’ έναν ζήλο ……………… ετούτα στον Θεόν”: Προτροπή σε απελευθερωτικό αγώνα
4η ενότητα: ” Ω Βασιλεύ του κόσμου ……………………………..να γένω σαν καπνός” : Ο ιερός όρκος των Ελλήνων για την αποτίναξη του ζυγού για κοινό αγώνα / Συνέπειες της παράβασης του όρκου
Ο Ρήγας απευθύνεται όχι μόνο στους Έλληνες, αλλά και στους άλλους λαούς των Βαλκανίων και στους καταπιεσμένους Τούρκους. Υπενθυμίζεται εξάλλου, το όραμα του Ρήγα για τη δημιουργία μιας Ελληνικής δημοκρατίας στα Βαλκάνια, με ισονομία και ισοπολιτεία, οργανωμένης σύμφωνα με τους θεσμούς της Γαλλικής Επανάστασης.
ΑΝΑΛΥΣΗ:
Στην 1η ενότητα ο Ρήγας απαριθμεί τα δεινά της σκλαβιάς και τις δυσκολίες της ζωής των σκλαβωμένων, οι οποίοι:
α. ζουν στα στενά περάσματα των βουνών [ …να ζούμεν στα στενά]
β. ζουν μοναχική ζωή [ μονάχοι σαν λιοντάρια] σαν άγρια ζώα
γ. κατοικούν σε σπηλιές και όχι στα σπίτια τους [ σπηλιές να κατοικούμεν]
δ. αποκομμένοι από τους ανθρώπους [ να βλέπωμεν κλαδιά]
ε. μακριά από τα αγαπημένα τους πρόσωπα , σε μια σκλαβωμένη πατρίδα
[ Να χάνωμεν……….συγγενείς]
Οι Έλληνες προσφωνούνται παλληκάρια για να αναδειχτεί το ψυχικό και πνευματικό μεγαλείο τους. Ήρθε η ώρα επιτέλους για τους Έλληνες να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό που τους έχει εξαναγκάσει να ζουν μια ζωή μοναχική στις σπηλιές σαν τα θηρία, απομονωμένοι και αποκομμένοι από τον κοινωνικό περίγυρο τους. Αξίζει να προσέξουμε τη χρήση του α΄ πληθυντικού προσώπου το οποίο χρησιμοποιεί ο Ρήγας, βάζοντας και τον εαυτό του μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες, με τους οποίους συμπάσχει, αφού είναι ένας από αυτούς, ζώντας κι ο ίδιος το σκληρό ζυγό της οθωμανικής σκλαβιάς. Οι προστακτικές και προτρεπτικές υποτακτικές που χρησιμοποιεί ο ποιητής φανερώνουν παρότρυνση για κάτι σημαντικό, αλλά και δύσκολο συνάμα. Τέλος, το ασύνδετο «στις ράχες, στα βουνά» δίνει ένταση στο ύφος.
Σχήματα λόγου: ρητορικά ερωτήματα(1-6), υπερβολή(7-8), παρομοίωση, μεταφορά, αντίθεση
Στους στίχους 7-8 συνοψίζεται η κεντρική ιδέα του αποσπάσματος :
” Κάλλιο ναι’ μιας ώρας ελεύθερη ζωή
παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή”
Ζωή χωρίς ελευθερία δεν έχει καμιά αξία!
Στη 2η ενότητα χρησιμοποιεί β΄ ενικό πρόσωπο, γιατί απευθύνεται στους σκλαβωμένους, όχι μόνο στους Έλληνες, αλλά και στους άλλους λαούς της Βαλκανικής και στους καταπιεσμένους Τούρκους.
Με τη ρητορική ερώτηση δίνει αμεσότητα στο λόγο του :
” Τι σ’ωφελεί αν ζήσης και είσαι στη σκλαβιά;”
Με την προσταχτική [ στοχάσου] καλεί τον κάθε σκλαβωμένο να αναλογιστεί τη ματαιότητα της ζωής μέσα στη σκλαβιά.
Ατέλειωτες οι συμφορές για τους σκλαβωμένους, ακόμη και για αυτούς που κατέχουν υψηλά αξιώματα:
απόλυτη υποταγή στον σουλτάνο
καταπίεση [ Στοχάσου πως σε ψένουν καθ΄ώρα στη φωτιά]-μεταφορά
εκμετάλλευση [ κι αυτός πασχίζει πάλι το αίμα σου να πιη]- μεταφορά
θάνατος [ ζωήν και πλούτον χάνουν χωρίς καμιά ‘ φορμή]
Στην 3η ενότητα προτρέπει τους Έλληνες σε απελευθερωτικό αγώνα.
Η απόφαση για αγώνα πρέπει να επισφραγιστεί με όρκο. Για το Ρήγα έχει μεγάλη σημασία η ενότητα των Ελλήνων και η εθνική συσπείρωση. Ο ίδιος οραματίζεται ένα κράτος δικαίου, με ηγέτες άξιους και ικανούς που υπηρετούν και υπακούουν τους νόμους. Ηγέτες φωτισμένους, που θα εμψυχώσουν και θα καθοδηγήσουν το λαό στην ελευθερία. Για το Ρήγα η ελευθερία χάνει την αξία της, αν δεν συνοδεύεται από νόμους, [γιατί κι η αναρχία ομοιάζει την σκλαβιά] και αν δεν υπάρχουν ηγέτες ικανοί να κυβερνήσουν και υπήκοοι έτοιμοι να κυβερνηθούν. Η υπακοή στους νόμους είναι απαραίτητη, αφού η αναρχία αποτελεί ένα άλλο είδος σκλαβιάς στην οποία οι άνθρωποι δεν μπορούν να υπερασπιστούν τα δικαιώματα τους.
Χρήση β΄ ενικού και α΄ πληθυντικού
Σχήματα λόγου: προσωποποίηση, παρομοίωση, μεταφορά
Στην 4η ενότητα , τέλος, βλέπουμε τον όρκο, που ξεκινάει με την επίκληση στο θεό. Όποιος δίνει τον όρκο αναλαμβάνει τις εξής δεσμεύσεις:
α. δεν θα γίνει όργανο των τυράννων [ στην γνώμην των Τυράννων να μην ελθώ ποτέ]
β. δεν θα δουλέψει για τα συμφέροντά τους [ μήτε να τους δουλέψω]
γ. δεν θα παρασυρθεί από υποσχέσεις [ μήτε θα πλανηθώ]
Ορκίζεται ακόμα:
α. πίστη στην πατρίδα
β. απόλυτη υποταγή στους άρχοντες
Ο παραβάτης θα τιμωρηθεί από το Θεό με τον πιο σκληρό τρόπο.
[ ν΄αστράψ’ ο ουρανός και να με κατακάψη, να γένω σαν καπνός!]
Γλώσσα του ποιήματος: δημοτική με ιδιωματισμούς(σε ψένουν, στες ράχες), άμεση και ζωντανή.
Το μέτρο είναι ιαμβικό και ο στίχος δεκατρισύλλαβος οξύτονος που χωρίζεται σε δύο ημιστίχια(επτασύλλαβο και εξασύλλαβο). Η ομοιοκαταληξία είναι ζευγαρωτή. Η γλώσσα του ποιήματος σε συνδυασμό με το μέτρο και την ομοιοκαταληξία αποδίδουν τα δυνατά αισθήματα που είναι ο πατριωτικός ενθουσιασμός και η αγάπη για την ελευθερία.
Ύφος του ποιήματος: άμεσο, ζωντανό, παραστατικό, φλογερό, πατριωτικό, επαναστατικό
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Τα ανθολογημένα αποσπάσματα από την Αυτοβιογραφία της Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου μάς προσφέρουν τη σπάνια δυνατότητα να συνδέσουμε την εξέγερση του 1821 με τους περιορισμούς που αντιμετώπιζε μια προικισμένη και συνειδησιακά χειραφετημένη νέα γυναίκα της εποχής.
Το πρώτο απόσπασμα φανερώνει ότι η Μαρτινέγκου αντικρίζει την επανάσταση από διπλή σκοπιά: ως Ελληνίδα, που χαίρεται και αισθάνεται αλληλέγγυα προς τον απελευθερωτικό αγώνα των ομοεθνών της, και ως γυναίκα, στην οποία η είδηση της επανάστασης οξύνει το αίσθημα του προσωπικού αδιεξόδου, καθώς της υπενθυμίζει ότι το δράμα της απομόνωσης, του ετεροπροσδιορισμού και του αποκλεισμού από την πνευματική δραστηριότητα δεν αποτελεί συλλογικό αίτημα. Έτσι, η χαρμόσυνη είδηση της επανάστασης προκαλεί στην αφηγήτρια δυσάρεστους συνειρμούς, αφού συνειδητοποιεί ότι η ίδια δεν μπορεί να ελπίζει σε ανάλογα ευοίωνη προοπτική για την εκδοχή της σκλαβιάς που προσωπικά βιώνει.
Το δεύτερο απόσπασμα αναλύει τις παραμέτρους που συγκροτούν τη γυναικεία σκλαβιά: ο γάμος χωρίς επιλογή από την πλευρά της γυναίκας, η απαγόρευση της απόσυρσης σε μοναστήρι ή εξοχική αγροικία, ο εγκλεισμός στο σπίτι, ο αποκλεισμός από κάθε μορφή δημόσιας ζωής, αλλά ακόμα και από τη συζήτηση με τους άνδρες-μέλη της οικογένειας, οδηγούν την αφηγήτρια στη σκέψη της αυτοκτονίας. Το απόσπασμα καταλήγει με μια περίτεχνη και εξαιρετικά αποτελεσματική μεταφορά, καθώς η αφηγήτρια στοχάζεται τη μοίρα των καταφρονεμένων από το περιβάλλον της πνευματικών της παιδιών (των «συγγραμμάτων» της), ύστερα από τον θάνατό της, και βλέπει τις ξεσκισμένες σελίδες των γραπτών ως διαμελισμένα μικρά παιδιά, που τα μεταχειρίζονται οι δούλοι για τις ανάγκες των μαγειρείων. Έτσι η Μαρτινέγκου αντιστρέφει έξοχα τη στερεότυπη αντίληψη της εποχής, σύμφωνα με την οποία η γυναίκα δεν είναι κατάλληλη ή ικανή για πνευματικό έργο, παρουσιάζοντας τη συγγραφική ενασχόληση ως εκδοχή μητρότητας, «το τέλος διά το οποίον βάνει ο θεός τον άνθρωπον εις τον κόσμον», επομένως ως δραστηριότητα απολύτως συνυφασμένη με τη γυναικεία φύση.
ΠΗΓΗ: ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Διονύσιος Σολωμός «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» Σχεδίασμα Β΄
1
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω γω στο χέρι;
Οπού συ μου ‘γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει».
[Στο πρώτο απόσπασμα του ποιήματος ο Σολωμός παρουσιάζει τις δραματικές επιπτώσεις της πείνας στους πολιορκημένους Μεσολογγίτες. Οι κάτοικοι έχουν εξασθενίσει σε τέτοιο βαθμό ώστε η περιοχή αντί να σφύζει από ζωή και να ακούγονται παντού ανθρώπινες φωνές και ήχοι από τις διάφορες ασχολίες τους, επικρατεί απόλυτη σιωπή σα να πρόκειται για ένα μεγάλο νεκροταφείο. Οι άνθρωποι του Μεσολογγίου, αν και ζωντανοί ακόμη, έχουν ωστόσο περιέλθει σε μια κατάσταση πλήρους αδράνειας.
Οι ακόλουθες εικόνες του αποσπάσματος με τη μητέρα και τον Σουλιώτη, βρίσκονται και στο Ά Σχεδίασμα του ποιήματος, και παρουσιάζουν με παραστατικό τρόπο το μέγεθος της εξάντλησης των Μεσολογγιτών, καθώς και την απόλυτη απουσία τροφής.
Την ώρα που ένα πουλάκι κελαηδάει, έχοντας βρει ένα σπυρί για να φάει, η μητέρα το κοιτάζει με φθόνο, μιας κι εκείνη δεν έχει τίποτε για να τραφεί η ίδια και το κυριότερο για να θρέψει τα παιδιά της. Από την έλλειψη τροφής μάλιστα και την εξάντληση τα μάτια της μητέρας έχουν μαυρίσει –το δέρμα του προσώπου ακριβώς κάτω απ’ τα μάτια όντας ιδιαίτερα ευαίσθητο «μαυρίζει» από την εξάντληση και την κούραση-, η μάνα όμως δεν λυγίζει και δίνει όρκο στα μάτια της, στο φως της, πως θα αντέξει και την πείνα και την τραγική μοίρα που αναμένει την ίδια και τα παιδιά της. Παρά την εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση στην οποία έχουν βρεθεί οι πολιορκημένοι, παραμένουν ψυχικά ελεύθεροι και ξεπερνούν κάθε δύναμη που τους αντιπαλεύει και τους καταπονεί.
Σε αντίστοιχη κατάσταση με τη μητέρα, που με πόνο βρίσκει τον εαυτό της να μην μπορεί να εξασφαλίσει τροφή για τα παιδιά της, βρίσκεται ο Σουλιώτης πολεμιστής που κλαίει, σ’ ένα απόμερο σημείο, γιατί δεν έχει πια τη δύναμη να σηκώνει το τουφέκι του. Ο πολεμιστής αυτός που έχει τη θέληση και τη γενναιότητα να αντισταθεί στους εχθρούς, έχει εξαντληθεί σε τέτοιο βαθμό από την πείνα, ώστε του είναι δύσκολο ακόμη και να κρατά του όπλο του. Η αναίρεση αυτή της πολεμικής του υπόστασης, πικραίνει τον Σουλιώτη, όπως άλλωστε και το γεγονός ότι οι εχθροί γνωρίζουν πολύ καλά σε τι κατάσταση έχουν περιέλθει οι Μεσολογγίτες.
Η πείνα που έχει εξαντλήσει τους κατοίκους και τους φέρνει αντιμέτωπους με την προοπτική ενός φρικτού θανάτου αποτελεί μία από τις σημαντικές δυσκολίες που οι Μεσολογγίτες θα ξεπεράσουν, έχοντας στη σκέψη τους την επιθυμία να μην υποταχτούν για κανένα λόγο στους εχθρούς τους. Η ψυχική δύναμη των πολιορκημένων είναι ισχυρότερη από κάθε σωματική ταλαιπωρία, κάθε πόνο, αλλά και κάθε πειρασμό, όπως θα ειπωθεί στη συνέχεια.]
2
Το Μεσολόγγι έπεσε την άνοιξη· ο ποιητής παρασταίνει τη Φύση, εις τη στιγμή που είναι ωραιότερη, ως μία δύναμη, η οποία, με όλα τ’ άλλα και υλικά και ηθικά ενάντια, προσπαθεί να δειλιάσει τους πολιορκημένους· ιδού οι Στοχασμοί του ποιητή:
Η ζωή που ανασταίνεται με όλες της τες χαρές, αναβρύζοντας ολούθε, νέα, λαχταριστή, περιχυνόμενη εις όλα τα όντα· η ζωή ακέραιη, απ’ όλα της φύσης τα μέρη, θέλει να καταβάλει την ανθρώπινη ψυχή· θάλασσα, γη, ουρανός, συγχωνευμένα, επιφάνεια και βάθος συγχωνευμένα, τα οποία πάλι πολιορκούν την ανθρώπινη φύση στην επιφάνεια και εις το βάθος της.
Η ωραιότης της φύσης, που τους περιτριγυρίζει, αυξαίνει εις τους εχθρούς την ανυπομονησία να πάρουν τη χαριτωμένη γη, και εις τους πολιορκημένους τον πόνο ότι θα τη χάσουν.
Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,
Κι όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.
Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,
Και μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
Κι ολόλευκο εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.
Και μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,
Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο·
Το σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κι εκείνο.
Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
Η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι·
Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει·
Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.
Τρέμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.
[Πρόθεση του ποιητή σ’ αυτό το απόσπασμα είναι να αναδείξει το βαθμό στον οποίο δοκιμάζονται οι πολιορκημένοι καθώς η ανοιξιάτικη φύση γύρω τους αποκαλύπτει την ανυπέρβλητη ομορφιά της ζωής. Απ’ άκρη σ’ άκρη η φύση αναγεννιέται δημιουργώντας εικόνες τόσο θελκτικές, ώστε η απόφαση των πολιορκημένων να θυσιάσουν τη ζωή τους τίθεται σε τρομερή δοκιμασία.
Το κάλλος της φύσης και η υπόσχεση ευδαιμονίας που μεταδίδεται από κάθε στοιχείο του φυσικού περιβάλλοντος, διαπερνά τους Έλληνες μέχρι το βάθος της ψυχής τους, καθιστώντας τον αγώνα τους πολλαπλά δυσκολότερο. Η ομορφιά του τοπίου, άλλωστε, δεν είναι απλώς μια αισθητική απόλαυση, είναι πολύ περισσότερο μια υπενθύμιση της ασύγκριτης δύναμης που χαρακτηρίζει τη ζωή. Οι πολιορκημένοι αντιλαμβάνονται πως ό,τι σκοπεύουν να θυσιάσουν είναι ένα θείο δώρο, ικανό να προσφέρει ατέρμονο ευδαιμονισμό. Έτσι, το παραδείσιο τοπίο γύρω τους λειτουργεί ως μέσο για την πλήρη συνειδητοποίηση του τι σημαίνει να εγκαταλείπει κάποιος το δικαίωμά του στη ζωή.
Ο ποιητής δίνει μ’ έναν πολύ παραστατικό τρόπο την ένταση με την οποία συντελείται η αναγέννηση του τοπίου, παρουσιάζοντας τον Απρίλη και τον Έρωτα να χορεύουν και να γελούν. Η υπέροχη αυτή εικόνα συνδυάζει την αναγέννηση της φύσης, που συνοδεύει τον ερχομό της άνοιξης, με τη ζωοποιό δύναμη του έρωτα. Ο έρωτας, ως ανθρώπινο συναίσθημα, βρίσκει πρόσφορο έδαφος με τον ερχομό της άνοιξης και με το ξύπνημα των αισθήσεων που συνοδεύει τη συνολική ευφορία τις φύσης. Το συναίσθημα αυτό αποδίδεται βέβαια σε όλη τη φύση κι όχι μόνο στους ανθρώπους, θέλοντας να εκφράσει την ευδαιμονική διάθεση που μοιάζει να κυριαρχεί σ’ όλα τα ζωντανά πλάσματα, καθώς ο γλυκός καιρός και οι ευωδιές των λουλουδιών δημιουργούν μια ατμόσφαιρα βαθύτατης χαράς και απόλαυσης.
Η κυρίαρχη ευδαιμονία του τοπίου με τα ανθισμένα λουλούδια και τα καρπισμένα δέντρα, βρίσκεται σε απόλυτη αντίθεση με τη δεινή κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι Μεσολογγίτες, οι οποίοι βιώνουν όλο αυτό το γιόρτασμα της φύσης σαν μια σκληρή πολιορκία. Κάθε άνθος και καρπός μοιάζει μ’ ένα ακόμη όπλο που στρέφεται εναντίον τους, καθώς δημιουργεί έναν ισχυρότατο αντίλογο στην απόφασή τους να θυσιάσουν τη ζωή τους.
Την ομορφιά της φύσης και το θελκτικό της κάλεσμα για ζωή, παρουσιάζει στη συνέχεια ο ποιητής με μια σειρά θεσπέσιων εικόνων.
Ένα κοπάδι από ολόλευκα πρόβατα που κινείται στην άκρη της λιμνοθάλασσας, καθρεφτίζεται στην επιφάνεια του γαλήνιου νερού και σμίγει με τα αφράτα σύννεφα τ’ ουρανού που κι αυτά με τη σειρά τους καθρεφτίζονται στο ήσυχο νερό. Με την εικόνα αυτή ο ποιητής αποδίδει την άρρηκτη αρμονία που υπάρχει σε όλα τα στοιχεία της φύσης, καθώς γη, ουρανός και θάλασσα μετέχουν στην ομορφιά της ανοιξιάτικης ζωής, προσφέροντας εξίσου στη δημιουργία του γαλήνιου και εξαίσιου τοπίου.
Σε πλήρη αντίθεση με την ένταση και τον πόνο που χαρακτηρίζει τη ζωή των πολιορκημένων, η φύση βρίσκεται στις πιο όμορφες και ειρηνικές στιγμές της.
Μαγευτική είναι και η επόμενη εικόνα με την πεταλούδα που φτάνει με βιασύνη πάνω απ’ τα νερά της θάλασσας και παίζει με τον ίσκιο της, Η πεταλούδα που κοιμήθηκε μέσα στα ευωδιαστά πέταλα ενός κρίνου, συμμετέχει τώρα κι αυτή στην παιχνιδιάρικη και χαρούμενη διάθεση όλη της φύσης. Εντυπωσιακή είναι η όλη τρυφερότητα που μεταδίδει αυτή η εικόνα με το πανέμορφο αυτό πλάσμα που έχει περάσει τη νύχτα του στα φιλόξενα πέταλα ενός λουλουδιού.
Η ομορφιά και η μαγεία της φύσης εντοπίζεται σε όλα τα πλάσματα, ακόμη και στα πιο ταπεινά, όπως μας επισημαίνει ο ποιητής που τονίζει πως ακόμη και το σκουληκάκι βρίσκεται σε γλυκιά ώρα, μετέχοντας κι εκείνο στην αρμονική συνύπαρξη και στον ευδαιμονισμό της φύσης. Δεν υπάρχει τίποτε στη φύση αυτή την εποχή που να μην είναι όμορφο. Η μαύρη πέτρα, που μετρά αιώνες παρουσίας στη γη, λαμποκοπά και μεταδίδει ομορφιά, το ξερό χορτάρι έχει κι αυτό το δικό του μερίδιο στην γοητεία της ανοιξιάτικης φύσης.
Από τα ευρύτερα και μεγαλειώδη στοιχεία της φύσης, όπως είναι ο ουρανός, η λιμνοθάλασσα και η γη, μέχρι και το πιο μικρό της πλάσμα, όλα συμβάλλουν στη δημιουργία μιας μαγευτικής και ασυναγώνιστης ομορφιάς, που καθιστά τη ζωή περισσότερο θελκτική και πιο ποθητή από ποτέ. Με κάθε πιθανή της έκφανση –με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει-, με κάθε πιθανό τρόπο η ζωή μεταδίδει στους ανθρώπους το μήνυμα πως όποιος πεθάνει σήμερα, είναι σα να πεθαίνει χίλιες φορές. Όποιος θυσιάσει τη ζωή του τώρα που όλα είναι τόσο όμορφα, τώρα που επικρατεί μια εξαίσια αρμονία και χαρά, είναι σα να θυσιάζει όχι μία, αλλά χίλιες ζωές.
Μπροστά λοιπόν σ’ αυτή την απόλυτη ευδαιμονία και σ’ αυτό το αξεπέραστο κάλλος, η ψυχή των πολιορκημένων τρέμει, δοκιμάζεται και ξεχνά με τρόπο ανεπαίσθητο, με τρόπο γλυκό τον εαυτό της και τη γενναία της απόφαση να προχωρήσει στην ύστατη θυσία.
Οι πολιορκημένοι έρχονται αντιμέτωποι με μια δοκιμασία ακόμη πιο δύσκολη κι από την πείνα και τον φόβο, καθώς η φύση ξεδιπλώνει μπροστά στα μάτια τους όλη της την ομορφιά της και τους δείχνει πόσα θα χάσουν, πόση ευτυχία θα στερηθούν, αν προχωρήσουν στη θυσία που σχεδιάζουν. Έτσι, μαγεμένοι από μια τελειότητα που αντανακλά τη θεϊκή υπόσταση της φύσης, κάμπτονται και χάνουν προσωρινά την πρότερη αποφασιστικότητά τους.]
Πηγή: https://latistor.blogspot.com/
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Το σύντομο διήγημα του Τσέχωφ παρουσιάζει την αλλοτρίωση των ανθρώπινων χαρακτήρων και σχέσεων στο πλαίσιο της γραφειοκρατίας της τσαρικής Ρωσίας.
Δύο παλιοί συμμαθητές συναντιούνται στον σιδηροδρομικό σταθμό. Πριν ακόμη αναγνωριστούν, η περιγραφή της εικόνας και της μυρωδιάς τους από τον αφηγητή αποκαλύπτει τόσο τα σημάδια της ταξικής τους διαφοράς όσο και την κοινή τους μιζέρια. Ύστερα από την αρχική συγκίνηση, η απόπειρα του Αδύνατου να εκθέσει τα τεκμήρια της αξιοπρεπούς κοινωνικής του θέσης συγκρούεται με την καταλυτική ομολογία του Παχύ για την πολύ ανώτερη θέση, που ο ίδιος έχει κατορθώσει να κατακτήσει. Η τραγελαφική συνέχεια, με την κωμική δουλοπρέπεια που εκδηλώνει ο παλιός συμμαθητής προς τον αυτάρεσκο σημερινό ανώτερό του, δηλώνει με σαφήνεια τα στενά όρια της αξιοπρέπειας στο ασφυκτικό περιβάλλον της γραφειοκρατικής δημοσιοϋπαλληλίας. Η ηθική κατάπτωση του Αδύνατου γίνεται ακόμα εντονότερη καθώς διαδραματίζεται μπροστά στην οικογένειά του, μεταμορφώνοντας τη στιγμιαία συνάντηση σε αποκαλυπτική στιγμή, που φαίνεται να σφραγίζει στα μάτια της γυναίκας και του παιδιού του την πλήρη προσωπική του αποτυχία. Όπως συχνά συμβαίνει στον Τσέχωφ, ο τόνος του σύντομου διηγήματος είναι γλυκόπικρος, καθώς το επεισόδιο (και η περιγραφή του από τον αφηγητή) εκφράζουν συγχρόνως χιούμορ για την κωμική αλληλεπίδραση των δύο χαρακτήρων και θλίψη για την υποχώρηση της αξιοπρέπειας μπροστά στην ελάχιστη κοινωνική διαφορά. Ο γραφειοκρατικός μικρόκοσμος παρουσιάζεται τόσο ισχυρός, ώστε να παρέχει το μείζον κριτήριο για την αυτοαξιολόγηση των μελών του. Μια λεπτομέρεια, εξάλλου, που εμφανίζεται ως μακρινή και χαριτωμένη ανάμνηση, φαίνεται να δηλώνει με χιούμορ την προδιαγεγραμμένη πορεία των δύο χαρακτήρων: ο Ηρόστρατος και ο Εφιάλτης των σχολικών χρόνων δείχνουν να έχουν επαληθεύσει τα παιδικά τους παρατσούκλια στην εξέλιξή τους σε ενήλικες γραφειοκράτες.
Στο εισαγωγικό σημείωμα του ποιήματος δίνονται οι απαραίτητες ερμηνευτικές πληροφορίες και επισημαίνεται η ποιητική αφόρμηση της επιγραφής, άμεσα στην αρχή και έμμεσα στο τέλος του ποιήματος. Το ποίημα είναι γραμμένο σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο και αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα της διαλεκτικής σχέσης που ανέπτυξε ο Καβάφης με την ιστορία. Ο φανταστικός ομιλητής του ποιήματος, εκπροσωπώντας τον ελληνικό πληθυσμό των ελληνιστικών βασιλείων, μοιάζει να αξιολογεί τα γεγονότα του παρελθόντος (νικηφόρα εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου) με την πείρα της δικής του παρακμασμένης εποχής (200 π.Χ., δέκα χρόνια πριν από την καταλυτική μάχη της Μαγνησίας που σήμανε την οριστική επικράτηση των Ρωμαίων) αλλά και τη λανθάνουσα ιστορική εμπειρία του Καβάφη, ο οποίος γράφει αυτό το ποίημα στα 1931 (εννιά χρόνια μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και τη δραματική συρρίκνωση του ελληνισμού). Το ποίημα συνθέτει με αριστοτεχνικό τρόπο την αρνητική με τη θετική πλευρά της ιστορίας: από την ειρωνική οπτική (για τη στάση των Λακεδαιμονίων) ως την εξύμνηση των κορυφαίων επιτευγμάτων που δημιούργησε η πανελλήνια εκστρατεία· από την κρίσιμη καμπή της ελληνιστικής εποχής (200 π.Χ.) ως τη σημαντική θετική επενέργεια που είχαν οι κατακτήσεις του Αλεξάνδρου για τον ελληνισμό. Στα δύο κειμενικά χρονικά επίπεδα της αφήγησης πολλοί μελετητές της καβαφικής ποίησης (Γ.Π. Σαββίδης, Γ. Σεφέρης κ.ά.) προσθέτουν και ένα τρίτο: το 1931, χρόνο γραφής του ποιήματος, στοιχείο που εμπλέκει εμμέσως και τον ίδιο τον ποιητή σε ταυτόχρονη αποτίμηση της σύγχρονής του ιστορικής πραγματικότητας.
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ εδώ
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Το διήγημα επικεντρώνεται στην έλλειψη επικοινωνίας ανάμεσα στον πατέρα και στον γιο, σχετικά με την τύχη της πατροπαράδοτης τέχνης του αγιογράφου: ο πατέρας αρνείται να δεχτεί το ενδεχόμενο ο γιος να μη συνεχίσει την αγιογραφία, ενώ ο νέος υφίσταται, παθητικά, τη μεγάλη ψυχολογική πίεση που του ασκεί ο πατέρας, έχοντας όμως άλλους στόχους για το μέλλον του.
Ο αφηγητής από τη μια μεριά απεικονίζει ένα στιγμιότυπο της κοινής ζωής και εργασίας τους, σύμφωνα με την οπτική του πατέρα, και από την άλλη αποδίδει τις εσωτερικές σκέψεις του γιου, σκιαγραφώντας δυο διαφορετικούς κόσμους, επιθυμίες και αντιλήψεις. Μεγαλύτερη έκταση καταλαμβάνει η μορφή του πατέρα, ο οποίος στο λιτό τους δωμάτιο ασχολείται με την τέχνη του. Ο γιος, ως βοηθός του, δυσκολεύεται να παρακολουθήσει τις οδηγίες του πατέρα και ανταποκρίνεται μηχανικά και ανόρεκτα στην εργασία του. Αν και βασική έγνοια του πατέρα είναι να μυήσει, θέλοντας και μη, τον γιο του στην πατροπαράδοτη τέχνη, δοκιμάζοντας όλους τους τρόπους για να τον προσεγγίσει (φοβέρα, ψυχολογική πίεση, φιλοτιμία, συναίσθημα, λογική, ενθάρρυνση, υποσχέσεις), φαίνεται ότι ματαιοπονεί.
Ο γιος δεν έχει καμιά καλλιτεχνική κλίση ούτε συμμερίζεται τις ιδέες του πατέρα του. Ασχολείται με αυτό απρόθυμα εκτελώντας εντολές, δεν πείθεται από τα επιχειρήματα ή τις απειλές του μονοδιάστατου πατέρα, αλλά αναζητά διαφυγές στον ανοιχτό αέρα και τις κοινωνικές συναναστροφές των ομηλίκων του. Μοναδική του επιθυμία είναι να ενταχθεί στο υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο και να εξομοιωθεί με τους κοινούς ανθρώπους, αρνείται έτσι να συνεχίσει την παράδοση και τη διαφορετικότητα της γενιάς του, που ήταν αξιοσέβαστοι αγιογράφοι στον τόπο τους. Καθώς ο γιος θα πρέπει να είναι υποτακτικός και να σέβεται τον πατέρα, δεν εκδηλώνει έμπρακτα την αντίδρασή του, η οποία περιορίζεται είτε στη νοερή φυγή του από την κλειστή ατμόσφαιρα του εργαστηρίου είτε στη χαρά που νιώθει όταν ο πατέρας τού αναθέτει εξωτερικές εργασίες. Καθώς ο Θεοτόκης εγκατέλειψε αυτή την πρώτη μορφή του διηγήματος και επεξεργάστηκε εκ νέου το υλικό του στο διήγημα «Οι δύο αγάπες», δε θα μάθουμε ποτέ από τον συγγραφέα ούτε τις επιλογές του νέου ούτε την τύχη της οικογενειακής παράδοσης των αγιογράφων στην Κέρκυρα.
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Η ζωή εν τάφω είναι ένα βιβλίο με αυτοβιογραφικό χαρακτήρα και λαϊκότροπη έκφραση, το οποίο στο μεγαλύτερο μέρος του παρουσιάζεται ως ημερολόγιο που κρατά ο λοχίας Κωστούλας στη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων. Το βιβλίο είναι οργανωμένο σε αφηγηματικές ενότητες, οι οποίες ακολουθούν τη φυσική πορεία της πολεμικής ζωής του λοχία, από το μακεδονικό μέτωπο ως τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο.
Θεωρείται το αντιπροσωπευτικότερο ελληνικό αντιπολεμικό λογοτέχνημα, με βάση τόσο τις προδιαγραφές των σύγχρονών του ευρωπαϊκών μυθιστορημάτων (Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο του Έριχ Μαρία Ρεμάρκ κ.ά.) όσο και τη μεγάλη αναγνωστική του ανταπόκριση.
Στο επιλεγμένο απόσπασμα θα συναντήσουμε μόνο τη φρίκη και το παράλογο του πολέμου. Η λυρική και ποιητική αφήγηση απουσιάζει εντελώς, μολονότι το βιβλίο έχει επαινεθεί για την ικανότητα του Μυριβήλη να διανθίζει την πολεμική βαρβαρότητα με ανθρώπινες και αισθαντικές σκηνές.
Ο συγγραφέας στο εισαγωγικό μέρος της ενότητας εκθέτει τα προσωπικά του συναισθήματα για την αδικαιολόγητη εμπλοκή των αθώων ζώων στον πόλεμο.
Ακολουθεί, σε ουδέτερο ύφος, η αδρή περιγραφή της περιπέτειας των ζώων, η οποία αρχίζει με τον τρόμο τους κατά τη μεταφορά τους από το νησί και καταλήγει στη μακάβρια εξόντωσή τους από τον βομβαρδισμό. Μοναδική διαφυγή, μέσα στη σκληρή δοκιμασία των ζώων και στον ρεαλισμό της αφήγησης, αποτελεί η πανηγυρική επικράτηση των φυσικών ενστίκτων, η χαρά της τροφής και της αναπαραγωγής. Αφού μετέφεραν τα πυρομαχικά στη Μακεδονία και οι στρατιώτες έλαβαν θέση στα πολεμικά χαρακώματα, τα ζώα ξεκουράστηκαν μερικές μέρες και ξελογιάστηκαν πλήρως από τον «πειρασμό» της φύσης. Αυτή η ερωτική τους ανάπαυλα έμελλε όμως να τους κοστίσει τη ζωή, καθώς όχι μόνο οι στρατιώτες αλλά και τα άπραγα ζώα τους έγιναν στόχος των εχθρικών αεροπλάνων στο μακελειό των αθώων που επακολούθησε.
Ο αφηγητής συγκρίνει το οικτρό χαροπάλεμα των ζώων με την ανθρώπινη αντίδραση μπροστά στον θάνατο, εστιάζοντας τη φρικτή σκηνή στην εικόνα των ψυχορραγούντων ζώων, τα οποία, αν και ολότελα αθώα, πληρώνουν για τις ανομίες και τα εγκλήματα των ανθρώπων.
Στο τέλος της αφηγηματικής ενότητας ο συγγραφέας καταγράφει μια λεπτομέρεια που αποτυπώνει ενδεικτικά την ταραγμένη ψυχολογία και τον τρόμο του πολέμου. Ένας γάιδαρος κρατά ακόμη στα «κλειδωμένα δόντια του» κίτρινες μαργαρίτες από το χαρούμενο ιντερμέδιο που προηγήθηκε του μακελειού. Αυτή η μικρή συμβολική δήλωση της ζωής που συνεχίζεται έχει συγχρόνως τραγελαφική σημασία: ο ημιονηγός, που έτρεχε πανικόβλητος μαζί με τον γάιδαρό του μέσα στον βομβαρδισμό, νιώθει κάπως ασφαλής όταν κατορθώνει να φτάσει στα χαρακώματα των Φραντσέζων ψωμάδων. Εκεί οι φαντάροι κάνουν ιδιαίτερα αισθητή τη γελοιοποίηση του ρόλου του, να οδηγεί και να φροντίζει τον γάιδαρό του· μέσα στον πανικό ο ημιονηγός δεν είχε αντιληφθεί την απώλεια του ζώου του, συνέχισε λοιπόν να τραβά το ματωμένο χαλινάρι, που έσερνε την κομμένη γαϊδουροκεφαλή και αποτύπωνε τη φρίκη και το παράλογο του πολέμου.
Ημερολόγιο
Ανακοινώσεις
Όλες...- - Δεν υπάρχουν ανακοινώσεις -