Μάθημα : ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Α΄ΛΥΚΕΙΟΥ
Κωδικός : EL553109
EL553109 - ΕΥΘΑΛΙΑ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Ορισμός
Και ξαφνικά παρουσιάστηκε η ανάμνηση. Αυτή η γεύση ήταν η γεύση του μικρού κομματιού της μαντλέν που την Κυριακή το πρωί στο Κομπραί (τη μέρα εκείνη δεν έβγαινα πριν απ’ την ώρα της λειτουργίας) μου πρόσφερε η θεία μου η Λεονί, όταν πήγαινα να της πω καλημέρα στο δωμάτιό της, αφού πρώτα το βουτούσε στο τσάι ή στο φλαμούρι της. Η όψη της μικρής μαντλέν δεν μου ’χε θυμίσει τίποτα πριν να τη γευτώ• ίσως γιατί, έχοντας δει συχνά από τότε μικρές μαντλέν, χωρίς όμως να τις δοκιμάσω, πάνω στα ράφια των ζαχαροπλαστείων, η εικόνα τους είχε εγκαταλείψει εκείνες τις μέρες του Κομπραί για να δεθεί μ’ άλλες πιο πρόσφατες, ίσως γιατί, απ’ αυτές τις αναμνήσεις τις εγκαταλειμμένες τόσον καιρό έξω απ’ τη μνήμη, δεν επιζούσε τίποτα, όλα είχαν διαλυθεί• οι μορφές -κι αυτή ακόμα του μικρού κοχυλιού της ζαχαροπλαστικής, τόσο στρουμπουλά αισθησιακού κάτω απ’ τις αυστηρές κι ευλαβικές πτυχές του- είχαν διαλυθεί ή, κοιμισμένες, είχαν χάσει τη δύναμη της επέκτασης που θα τους επέτρεπε να ξαναδεθούν με τη συνείδηση. [...]
Κατηγορία
URL
Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες
Σχόλια
Το πιο «λογοτεχνικό» γλυκό της γαλλικής κουζίνας είναι σίγουρα ένα μικρό κεκάκι που η ανάμνηση της γεύσης του υπήρξε η αφετηρία ενός από τα κορυφαία πεζογραφήματα του 20ού αιώνα, Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο, του γάλλου συγγραφέα Μαρσέλ Προυστ.
Ορισμός
αισιόδοξος < αίσι(ος) + -ο- + δόξ(α) + -ος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική optimiste)
Κατηγορία
URL
Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες
Σχόλια
Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες
Ορισμός
στιχουργικό παιχνίδι, σειρά στίχων ή στροφών που τα αρχικά τους γράμματα (συλλαβές ή λέξεις) είναι τακτοποιημένα ή σε αλφαβητική σειρά ή έτσι που να σχηματίζουν λέξη ή φράση:
Κατηγορία
URL
Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες
Σχόλια
Ορισμός
(από) απ- στερητικό + αισιόδοξος[1], απόδοση για τη γαλλική pessimiste, αντί του *αν-αισιόδοξος, πιθανόν από την επίδραση του απαίσιος[2]
Κατηγορία
URL
Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες
Σχόλια
Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες
Ορισμός
(διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀπαίσιος (δυσοίωνος, που δίνει κακό σημάδι)
Κατηγορία
URL
Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες
Σχόλια
Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες
Ορισμός
Είναι η μουσική που δεν χρησιμοποιεί τονικό κέντρο ή κλειδί. Που δεν “συμμορφώνεται” με το σύστημα των τονικών ιεραρχιών (χαρακτηριστικό της ευρωπαϊκής κλασικής μουσικής μεταξύ δεκάτου εβδόμου και δεκάτου ενάτου αιώνα). Η Ατονικότητα κατά βάση περιγράφει συνθέσεις γραμμένες περίπου από το 1907 έως σήμερα.
Κατηγορία
URL
Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες
Σχόλια
Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες
Ορισμός
δόξα: ἡ, (δοκέω) γνώμη ἣν ἔχει τις περί τινος πράγματος ἀληθὴς ἢ ψευδής, ἑπομένως, 1) προσδοκία, ἀπὸ δόξης ἄλλως ἢ ὅπως περιμένει τις, παρὰ προσδοκίαν, Ἰλ. Κ. 324, Ὀδ. Λ. 343· οὕτω παρὰ πεζοῖς, παρὰ δόξαν ἤ… Ἡρόδ. 1. 79, κτλ.· ἀντίθ. κατὰ δόξαν Πλάτ. Γοργ. 469C, κτλ.· -ἐν δόξᾳ θέσθαι, προσδοκῶ, περιμένω, ἐλπίζω, Πίνδ. Ο. 10 (11). 74· δόξαν παρέχειν τινί, μετ’ ἀπαρ., Ξεν. Ἑλλ. 7. 5. 21· δόξαν παρέχεσθαί τινι ὡς… Πλάτ. Σοφ. 2161)· ἀπὸ τῆς δ. πεσέειν, Λατ. spe excidere (ἂν καὶ δόξα δύναται νὰ σημαίνῃ ἐνταῦθα τὴν δόξαν, δηλ. φήμην, τιμήν), Ἡρόδ. 7. 203. 2) γνώμη (= δόγμα), εἴτε ὀρθῶς σχηματισθεῖσα εἴτε μή, Πίνδ. Ο. 9. 140· ψυχῆς εὐτλήμονι δόξῃ Αἰσχύλ. Πέρσ. 28· δόξῃ τοπάζειν Σοφ. Ἀποσπ. 224· δόξῃ γοῦν ἐμῇ ὁ αὐτ. Τρ. 718· κατά γε τὴν ἐμὴν δόξαν Πλάτ. Γοργ. 472Ε· ἰδίως κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ ἐπιστήμη, αὐτόθι 187Β κἑξ., Πολ. 506C, πρβλ. Ἱπποκρ. Λεξ.· ἀληθεῖ δόξῃ δοξασταί, ἱκανοὶ νὰ ἔχωσιν ἀληθῆ γνώμην, Πλάτ. Θεαιτ. 202Β· δόξαι ἀληθεῖς καὶ ψευδεῖς ὁ αὐτ. Φιλ. 36C· δ. ἐμποιεῖν περί τινος Ἀριστ. Πολ. 5. 11, 22· κύριαι δόξαι, τὰ κύρια δόγματα φιλοσόφου, Λατ. placita, Ἐπίκουρ. παρὰ Κικ. Fin. 2. 7· αἱ κοιναὶ δ., τὰ ἀξιώματα, Ἀριστ. Μεταφ. 2. 2, 16· πρβλ. ἔννοια Ι. 2. 3) ἀλλὰ συχνάκις ὡς τὸ δόκησις, ἁπλῆ δοξασία, εἰκασία, Αἰσχύλ. Ἀγ. 275· δόξῃ ἐπίστασθαι, Ἡρόδ. 8. 132, πρβλ· Θουκ. 5. 105· δόξαι ἐν συνδυασμῷ μ. τ. φαντασίαι, Πλάτ. Θεαιτ. 161Ε· κατὰ δόξαν, ἀντίθ. κατ’ οὐσίαν, ὁ αὐτ. Πολ. 534C. πρβλ. ἐπὶ πᾶσιν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 9, 3, Μεταφ. 6. 15, 3· δόξῃ χρώμενοι, ὁμιλοῦντες κατ’ εἰκασίαν, Ἰσοκρ. 160C, πρβλ. 292C. 4) ὡς τὸ δόκησις, δοκή, φαντασία, ὅραμα, οὐκ εἰσὶ δόξαι τῶνδε πημάτων Αἰσχύλ. Χο. 1053, πρβλ. 1051· ἐπὶ ὀνείρου, Εὐρ. Ρήσ. 780. ΙΙ. ἡ γνώμη, ἣν ἔχουσιν οἱ ἄλλοι περί τινος, ὑπόληψις, Λατ. opinio, aestimatio, πρῶτον παρὰ Σόλωνι 5. 4 ἀνθρώπων δόξαν ἔχειν ἀγαθήν, πρβλ. 34. 2) συνήθως, καλὴ ὑπόληψις, τιμή, δόξα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 373, συχν. παρὰ Πινδ.· δόξαν φύσας Ἡρόδ. 5. 91· δόξαν φέρεσθαι, δόξαν ἔχειν Θουκ. 2. 11, κτλ.· τινός, διά τι πρᾶγμα, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 157· ἐπὶ σοφίᾳ Ἰσοκρ. 291C· ὡσαύτως, δόξαν εἶχον ἄμαχοι εἶναι Πλάτ. Μενεξ. 241Β· δ. ἔχειν ὥς εἰσι Δημ. 23. 2· δ. καταλείπειν ὁ αὐτ. 35. 11, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., οἱ ἐν τοῖς μεγίσταις δόξαις ὄντες Ἰσοκρ. 72Β. 3) λίαν σπανίως ἐπὶ κακῆς φήμης, δ. αἰσχρά, φαύλη Δημ. 460. 4., 1475. 23. 4) ὑπόληψις, φήμη, «ἰδέα», ἐκτίμησις πράγματός τινος κοινῶς ἀποδεκτή, εἰσφέρων οὐκ ἀφ’ ὑπαρχούσης οὐσίας…, ἀλλ’ ἀπὸ τῆς δόξης ὧν ὁ πατήρ μοι κατέλιπε Δημ. 565. 15. ΙΙΙ. ἐπί ἐξωτερικῆς ἐμφανίσεως, λαμπρότης, φωτεινότης, συχν. ἐν τῇ Κ.Δ.· ἐν τῷ πληθ. ἐπὶ ἐξόχων προσώπων, ἄρχοντες, ἀρχαί, Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. β΄, 10, Ἰούδ. 8.
Κατηγορία
URL
Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες
Σχόλια
Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες
Ορισμός
Αποβλέπει στη συστηματοποίηση της ατονικής μουσικής με τέτοιο τρόπο, ώστε οι δώδεκα φθόγγοι του συγκερασμένου δυτικού μουσικού συστήματος να μην υπόκεινται σε ιεραρχικές σχέσεις.
Κατηγορία
URL
Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες
Σχόλια
Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες