Μάθημα : ΙΣΤΟΡΙΑ Β΄ ΛΥΚΕΙΟΥ α΄ μέρος: ΒΥΖΑΝΤΙΟ

Κωδικός : EL480199

Γλωσσάριο

Ορισμός

Από το επίθετο: σχολαστικός -ή -ό [sxolastikós] : 1α.που έχει σχέση με τις θεολογικές και φιλοσοφικές σχολές του Mεσαίωνα και με τον τρόπο διδασκαλίας που εφάρμοζαν αυτές: -> Σχολαστική φιλοσοφία, που διδασκόταν στις σχολές της Δυτικής Ευρώπης και η οποία προσπαθούσε να συνδέσει τις εξ αποκαλύψεως αλήθειες του χριστιανισμού με την αρχαία ελληνική και ειδικότερα με την αριστοτελική φιλοσοφία. || (ως ουσ.) ο σχολαστικός, οπαδός της σχολαστικής φιλοσοφίας. β. (μειωτ.) που παρουσιάζει τάσεις δογματισμού και προσκόλλησης σε συντηρητικές θέσεις και αναχρονιστικές μεθόδους: Tο σχολαστικό πνεύμα των πανεπιστημίων του 19ου αι. H σχολαστική διδασκαλία των αρχαίων κειμένων. ΠΗΓΗ: ΛΕΞΙΚΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗ

Κατηγορία

Ρεύματα - Ιδέες - Κινήματα

URL

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CF%87%CE%BF%CE%BB%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82

Σχόλια

Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες