Μάθημα : ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Α΄ΛΥΚΕΙΟΥ
Κωδικός : EL553109
EL553109 - ΕΥΘΑΛΙΑ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Ορισμός
κουφίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ· (κοῦφος)· I. αμτβ., είμαι ελαφρός, σε Ησίοδ., Ευρ.· λέγεται για τον πόνο, ανακουφίζομαι, καταπραΰνομαι, κατευνάζομαι, σε Σοφ. II. 1. μτβ., καθιστώ κάτι ελαφρύ· απ' όπου, σηκώνω, ανυψώνω, στον ίδ.· ἅλμα κουφιεῖν, κάνω ελαφρύ (ανάλαφρο) πηδηματάκι, στον ίδ.· κ. πήδημα, σε Ευρ. — Παθ., ανέρχομαι, υψώνομαι, σε Πλάτ. 2. με γεν. ὄχλου κ. χθόνα, ελαφρύνω, απαλλάσσω τη γη από μεγάλο πλήθος, σε Ευρ.· απόλ., ελαφρύνω τα πλοία από το φορτίο τους, σε Θουκ.· ανακουφίζω ανθρώπους από στεναχώριες, σε Ξεν. — Παθ., ανακουφίζομαι, νόσου, από ασθένεια, σε Ευρ.· κουφισθήσομαι ψυχήν, στον ίδ.· μεταφ., νιώθω τα βάρη μου να ελαφρύνονται, σε Θουκ. 3. με αιτ. πράγμ., ελαφρύνω, καταπραΰνω, συμφοράς, σε Δημ.· ἔρωτα, σε Θεόκρ.
Κατηγορία
Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες
URL
Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες
Σχόλια
εδώ: ανυψώνω