Μάθημα : ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Α΄ΛΥΚΕΙΟΥ

Κωδικός : EL553109

EL553109  -  ΕΥΘΑΛΙΑ ΠΑΠΑΔΑΚΗ

Γλωσσάριο

Ορισμός

δόξα: ἡ, (δοκέω) γνώμη ἣν ἔχει τις περί τινος πράγματος ἀληθὴς ἢ ψευδής, ἑπομένως, 1) προσδοκία, ἀπὸ δόξης ἄλλως ἢ ὅπως περιμένει τις, παρὰ προσδοκίαν, Ἰλ. Κ. 324, Ὀδ. Λ. 343· οὕτω παρὰ πεζοῖς, παρὰ δόξαν ἤ… Ἡρόδ. 1. 79, κτλ.· ἀντίθ. κατὰ δόξαν Πλάτ. Γοργ. 469C, κτλ.· -ἐν δόξᾳ θέσθαι, προσδοκῶ, περιμένω, ἐλπίζω, Πίνδ. Ο. 10 (11). 74· δόξαν παρέχειν τινί, μετ’ ἀπαρ., Ξεν. Ἑλλ. 7. 5. 21· δόξαν παρέχεσθαί τινι ὡς… Πλάτ. Σοφ. 2161)· ἀπὸ τῆς δ. πεσέειν, Λατ. spe excidere (ἂν καὶ δόξα δύναται νὰ σημαίνῃ ἐνταῦθα τὴν δόξαν, δηλ. φήμην, τιμήν), Ἡρόδ. 7. 203. 2) γνώμη (= δόγμα), εἴτε ὀρθῶς σχηματισθεῖσα εἴτε μή, Πίνδ. Ο. 9. 140· ψυχῆς εὐτλήμονι δόξῃ Αἰσχύλ. Πέρσ. 28· δόξῃ τοπάζειν Σοφ. Ἀποσπ. 224· δόξῃ γοῦν ἐμῇ ὁ αὐτ. Τρ. 718· κατά γε τὴν ἐμὴν δόξαν Πλάτ. Γοργ. 472Ε· ἰδίως κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ ἐπιστήμη, αὐτόθι 187Β κἑξ., Πολ. 506C, πρβλ. Ἱπποκρ. Λεξ.· ἀληθεῖ δόξῃ δοξασταί, ἱκανοὶ νὰ ἔχωσιν ἀληθῆ γνώμην, Πλάτ. Θεαιτ. 202Β· δόξαι ἀληθεῖς καὶ ψευδεῖς ὁ αὐτ. Φιλ. 36C· δ. ἐμποιεῖν περί τινος Ἀριστ. Πολ. 5. 11, 22· κύριαι δόξαι, τὰ κύρια δόγματα φιλοσόφου, Λατ. placita, Ἐπίκουρ. παρὰ Κικ. Fin. 2. 7· αἱ κοιναὶ δ., τὰ ἀξιώματα, Ἀριστ. Μεταφ. 2. 2, 16· πρβλ. ἔννοια Ι. 2. 3) ἀλλὰ συχνάκις ὡς τὸ δόκησις, ἁπλῆ δοξασία, εἰκασία, Αἰσχύλ. Ἀγ. 275· δόξῃ ἐπίστασθαι, Ἡρόδ. 8. 132, πρβλ· Θουκ. 5. 105· δόξαι ἐν συνδυασμῷ μ. τ. φαντασίαι, Πλάτ. Θεαιτ. 161Ε· κατὰ δόξαν, ἀντίθ. κατ’ οὐσίαν, ὁ αὐτ. Πολ. 534C. πρβλ. ἐπὶ πᾶσιν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 9, 3, Μεταφ. 6. 15, 3· δόξῃ χρώμενοι, ὁμιλοῦντες κατ’ εἰκασίαν, Ἰσοκρ. 160C, πρβλ. 292C. 4) ὡς τὸ δόκησις, δοκή, φαντασία, ὅραμα, οὐκ εἰσὶ δόξαι τῶνδε πημάτων Αἰσχύλ. Χο. 1053, πρβλ. 1051· ἐπὶ ὀνείρου, Εὐρ. Ρήσ. 780. ΙΙ. ἡ γνώμη, ἣν ἔχουσιν οἱ ἄλλοι περί τινος, ὑπόληψις, Λατ. opinio, aestimatio, πρῶτον παρὰ Σόλωνι 5. 4 ἀνθρώπων δόξαν ἔχειν ἀγαθήν, πρβλ. 34. 2) συνήθως, καλὴ ὑπόληψις, τιμή, δόξα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 373, συχν. παρὰ Πινδ.· δόξαν φύσας Ἡρόδ. 5. 91· δόξαν φέρεσθαι, δόξαν ἔχειν Θουκ. 2. 11, κτλ.· τινός, διά τι πρᾶγμα, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 157· ἐπὶ σοφίᾳ Ἰσοκρ. 291C· ὡσαύτως, δόξαν εἶχον ἄμαχοι εἶναι Πλάτ. Μενεξ. 241Β· δ. ἔχειν ὥς εἰσι Δημ. 23. 2· δ. καταλείπειν ὁ αὐτ. 35. 11, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., οἱ ἐν τοῖς μεγίσταις δόξαις ὄντες Ἰσοκρ. 72Β. 3) λίαν σπανίως ἐπὶ κακῆς φήμης, δ. αἰσχρά, φαύλη Δημ. 460. 4., 1475. 23. 4) ὑπόληψις, φήμη, «ἰδέα», ἐκτίμησις πράγματός τινος κοινῶς ἀποδεκτή, εἰσφέρων οὐκ ἀφ’ ὑπαρχούσης οὐσίας…, ἀλλ’ ἀπὸ τῆς δόξης ὧν ὁ πατήρ μοι κατέλιπε Δημ. 565. 15. ΙΙΙ. ἐπί ἐξωτερικῆς ἐμφανίσεως, λαμπρότης, φωτεινότης, συχν. ἐν τῇ Κ.Δ.· ἐν τῷ πληθ. ἐπὶ ἐξόχων προσώπων, ἄρχοντες, ἀρχαί, Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. β΄, 10, Ἰούδ. 8.

Κατηγορία

Λεξιλογικά

URL

Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες

Σχόλια

Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες