Μάθημα : ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Α΄ΛΥΚΕΙΟΥ

Κωδικός : EL553109

EL553109  -  ΕΥΘΑΛΙΑ ΠΑΠΑΔΑΚΗ

Γλωσσάριο

Ορισμός

Ο Immanuel Kant (1724-1804) αναγνωρίζεται γενικά ως ο κορυφαίος φιλόσοφος των νεωτέρων χρόνων, και το έργο του ως η επαναθεμελίωση της φιλοσοφίας σε όλους τους κλάδους της. Η σκέψη του διακρίνεται από την καθολικότητα, το βάθος, τη φαινομενολογική ακρίβεια και τη διαλεκτική δεινότητα της πραγμάτευσης των ζητημάτων∙ χαρακτηρίζεται ιδίως από τον έλλογο κριτικό στοχασμό, την άκρα φιλαλήθεια και τη φιλελεύθερη νοοτροπία. Κυριότερα έργα του: Κριτική του καθαρού Λόγου (1781), Προλεγόμενα σε κάθε μελλοντική μεταφυσική που θα μπορεί να εμφανίζεται ως επιστήμη (1783), Θεμελίωση της μεταφυσικής των ηθών (1785), Κριτική του πρακτικού Λόγου (1788), Κριτική της κριτικής δύναμης (1790), Η θρησκεία εντός των ορίων του Λόγου και μόνο (1793), Προς την αιώνια ειρήνη (1795), Μεταφυσική των ηθών (1797), Ανθρωπολογία από άποψη πραγματολογική (1798).

Κατηγορία

Βιογραφικά

URL

Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες

Σχόλια

Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες

Ορισμός

κᾰσί-γνητος, ὁ (κάσις, γίγνομαι), I. αδερφός, σε Όμηρ., κ.λπ.: — με περισσότερο γενική σημασία, ξάδελφος, σε Ομήρ. Ιλ. II. ως επίρρ., κασίγνητος, -η, -ον, αδελφικά, σε Σοφ., Ευρ.

Κατηγορία

Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες

URL

Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες

Σχόλια

Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες

Ορισμός

κουφίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ· (κοῦφος)· I. αμτβ., είμαι ελαφρός, σε Ησίοδ., Ευρ.· λέγεται για τον πόνο, ανακουφίζομαι, καταπραΰνομαι, κατευνάζομαι, σε Σοφ. II. 1. μτβ., καθιστώ κάτι ελαφρύ· απ' όπου, σηκώνω, ανυψώνω, στον ίδ.· ἅλμα κουφιεῖν, κάνω ελαφρύ (ανάλαφρο) πηδηματάκι, στον ίδ.· κ. πήδημα, σε Ευρ. — Παθ., ανέρχομαι, υψώνομαι, σε Πλάτ. 2. με γεν. ὄχλου κ. χθόνα, ελαφρύνω, απαλλάσσω τη γη από μεγάλο πλήθος, σε Ευρ.· απόλ., ελαφρύνω τα πλοία από το φορτίο τους, σε Θουκ.· ανακουφίζω ανθρώπους από στεναχώριες, σε Ξεν. — Παθ., ανακουφίζομαι, νόσου, από ασθένεια, σε Ευρ.· κουφισθήσομαι ψυχήν, στον ίδ.· μεταφ., νιώθω τα βάρη μου να ελαφρύνονται, σε Θουκ. 3. με αιτ. πράγμ., ελαφρύνω, καταπραΰνω, συμφοράς, σε Δημ.· ἔρωτα, σε Θεόκρ.

Κατηγορία

Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες

URL

Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες

Σχόλια

εδώ: ανυψώνω