Μάθημα : "Η χαμένη εφηβεία της Μύρτιδoς" (IΑΝΟΥΑΡΙΟΣ-ΜΑΪΟΣ 2025) ΤΑΦΗ Ή ΚΑΥΣΗ;

Κωδικός : 1201041889

1201041889  -  ΔΙΑΛΕΧΤΗ ΜΑΝΩΛΗ

Ενότητες - Η ταφή στην σύγχρονη Ελλάδα

Η ταφή στην σύγχρονη Ελλάδα

Η ταφή στην σύγχρονη Ελλάδα

Η καύση των νεκρών από την άποψη της χριστιανικής ανθρωπολογίας και ηθικής.

Η ταφή των νεκρών, δεν αποτελεί δογματικό θέμα Η δε ανάσταση των νεκρών, στην οποία πιστεύει η Εκκλησία, δεν θα εξαρτηθεί από την ταφή ή την καύση τους. Αλλά και από την άλλη πλευ­ρά, η ταφή των νεκρών δεν είναι άσχετη με την πίστη της Εκκλησίας. Η προτίμη­ση της ταφής και η απόρριψη της καύσεως των νεκρών συνδέονται στενά με την πίστη της Εκκλησίας για τον άνθρωπο και το σκο­πό της υπάρξεώς του.

Η Εκκλησία δεν αποστρέφεται το σώμα, αλλά το τιμά. Ο άνθρωπος εικονίζει τον Θεό όχι μόνο ως ψυχή, αλλά και ως σώμα. Εικόνα Θεού  ψυχή και σώμα. Και ο σκοπός του ανθρώπου ως προσώπου που εικονίζει τον Θεό είναι να χωρέσει μέσα του τον εικονιζόμενο, δηλαδή τον ίδιο τον Θεό.  Αν και η καύση του σώματος συνέβαινε να υπηρετεί τον σκοπό αυτό, μπορούσε να γίνει όχι μόνο αποδεκτή, αλλά και επιθυμητή.

Οι χριστιανοί που καταδικάζονταν στον διά πυράς θάνατο δεν τον απέφευγαν, αλλά τον υπέμεναν προσβλέποντας στην τελι­κή ένωσή τους με τον Χριστό. Χαρακτηριστι­κή είναι η ευχή που διατυπώνει ο άγιος Ιγνά­τιος ο Θεοφόρος για τον εαυτό του: «Πυρ και σταυρός, θηρίων τε συστάσεις, ανατομαί, διαιρέσεις, σκορπισμοί οστέων, συγκοπή μελών, αλεσμοί όλου του σώματος… επ’ εμέ ερχέσθωσαν, μόνον ίνα Ιησού Χριστού επιτύχω». Ο πόθος αυτός για πλήρη αφανισμό δεν οφείλεται σε εχθρότητα προς το σώμα ή την ύλη, αλλά στην αγάπη τους προς τον Χριστό. 

Picture

Εχθρότητα προς το σώμα παρατη­ρείται στις ανατολικές θρησκείες και την ειδωλολατρία. Η Εκκλησία δεν βλέπει το σώμα εχθρικά ούτε το θεωρεί ως «σήμα», δη­λαδή ως τάφο, όπως το θεωρούσε ο Πλάτων, για να θέλει να το αφανίσει. Το ανθρώπινο σώμα είναι ναός του Αγίου Πνεύματος. Είναι η ζωντανή Εκκλησία, μέσα στην οποία κα­λείται να λατρεύσει ο άνθρωπος τον Θεό. Και όποιοι λατρεύουν αληθινά τον Θεό, θεμελιώ­νουν με τα λείψανά τους τις κτιστές Εκκλησί­ες, που στεγάζουν τους ζωντανούς. Γι’ αυτό η Εκκλησία τιμά τα λείψανα των αγίων και τα διατηρεί ως πολύτιμους θησαυρούς.

Όποιος βλέπει το νεκρό σώμα ως λεί­ψανο,  θέλει να το τιμήσει. Και στην περίπτωση αυτή η ταφή ή στη συνέ­χεια η διατήρηση των οστών είναι ιερή. Άλλω­στε γνωρίζουμε σήμερα ότι και τα ξερά οστά διατηρούν ζωντανή τη βιολογική ταυτότητα του νεκρού, αλλά όχι και η στάχτη. Όποιος όμως βλέπει το νεκρό ανθρώπινο σώμα ως μακάβριο πτώμα είναι φυσικό να το αποστρέφεται και να θέλει να το εξαφανίσει. Δεν δια­κρίνει σύμβολα, αλλά φυσικά αντικείμενα με χρηστική ή και χρηματιστική αξία. Λησμονεί την καρδιά και σκέφτεται λογικά. Με την προβληματική μάλιστα των μεγάλων αστικών κέντρων θεωρεί λογικότερη και πρακτικότε­ρη την καύση των νεκρών. Το μόνο λογικό κενό που παραμένει εδώ, είναι γιατί να υπάρ­χει μια άσκοπη καύση, χωρίς ταυτόχρονη χρήση του υλικού που μπορεί να προκύψει από το νεκρό σώμα.

Σε ολόκληρη την ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης και της αδιαίρετης Χριστιανοσύνης η καύση των νεκρών αντιμετωπίζεται ως ειδωλολατρική συνήθεια και θεωρείται ως αποκρουστική πράξη. Ειδικότερα, ο διά πυράς θάνατος συνδέεται στην Παλαιά Διαθήκη με ειδεχθή εγκλήματα. Η Καινή Διαθήκη θε­ωρεί αυτονόητη την ταφή των νεκρών, ενώ στην ιστορία της Εκκλησίας μόνο διώκτες της κατέφυγαν στην αποτέφρωση των σωμάτων των Χριστιανών, για να εξαφανί­σουν τη μνήμη τους και να πλήξουν την ελπίδα της αναστάσεώς τους. Κατά τους νεώτερους, τέλος, χρόνους η καύση των νεκρών εφαρμό­σθηκε και ως κάποια μορφή εξαγνισμού του κόσμου από την παρουσία τους.

Ο Χριστιανός πιστεύει στη νίκη αυτή και περιμένει την ανάσταση: «προσδοκώ ανάστασιν νεκρών». Περιμένει την ανάσταση που αφορά ολόκληρη τη σωματοψυχική του υπόσταση. Περιμένει την ανάσταση του και­νούργιου ανθρώπου μέσα από το σώμα που φθείρεται, όπως περιμένει και το καινούρ­γιο σιτάρι μέσα από τον σπόρο που σαπίζει στη γη. Όταν υπάρχει η πίστη ή η προσδοκία αυτή, τότε και η στάση απέναντι στον θάνα­το και το νεκρό σώμα γίνεται ανάλογη. Και η στάση αυτή εμπνέει το ήθος που καλλιεργή­θηκε επί αιώνες στον τόπο αυτόν, ενώ η καύ­ση εισάγει νέο ήθος.

Η καύση των νεκρών δεν προσβάλ­λει, άμεσα το δόγ­μα της αναστάσεως. Προσβάλλει όμως το αίσθημα και το ήθος που καλλιεργεί το δόγμα αυτό. Παρα­μορφώνει την προο­πτική και την προσ­δοκία της Εκκλησίας για τον άνθρωπο. Έτσι θίγεται και το δόγμα, μια που αυτό είναι οργανικά ενωμένο με το ήθος και τη ζωή της Εκκλησίας. Στον τόπο αυτόν, όπου δεν ήταν άγνωστη η καύση των νεκρών, καθιερώθηκε με τη χριστιανική διδασκαλία και διατηρήθηκε στη συνέχεια ως αυτονόητη η ταφή των νεκρών. Μια πράξη συμβολική, που παραλληλίζεται μάλιστα ήδη από τον Απόστολο Παύλο με τη σπορά του κόκκου του σιταριού και συνδέεται με την προσδοκία της καινούργιας ζωής. Όταν σβήνει η προσ­δοκία αυτή, χάνει και η ταφή τη συμβολική διάστασή της.

(απόσπασμα)

(Πηγή: pemptousia.gr / Περιοδικό Παράκληση, Ι.Μ.Λεμεσού, τ. 71)

Picture

Ο Χριστιανισμός που λατρεύεται ως θρησκεία στο μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονης Ελλάδας, έχει αλλάξει άρδην τα έθιμα που υπήρχαν στην Αρχαία Ελλάδα, αναφορικά με την καύση των νεκρών, καθώς πιστεύεται ότι το σώμα είναι προορισμένο να αναστηθεί κατά τη Δευτέρα Παρουσία.

Συνεπώς, υιοθετείται η πρακτική του απλού ενταφιασμού, αφού προηγηθεί το λούσιμο του νεκρού, το ντύσιμο με κάποιο επίσημο ένδυμα και η τοποθέτησή του, ακάλυπτου, σε φέρετρο. Στους άγαμους θανόντες φοράνε, συνήθως, λευκά ρούχα που συμβολίζουν την αγνότητα.

Σύμφωνα με τον νόμο, ο νεκρός πρέπει να μείνει άταφος στο σπίτι του ή σε περιπτώσεις σοβαρής ασθένειας, σε ειδικό θάλαμο για είκοσι τέσσερις ώρες μετά τον θάνατο του.

 

Ο θρήνος διαρκεί μια μέρα και την επόμενη η σορός οδηγείται στην εκκλησία, όπου και ψάλλεται η νεκρώσιμος ακολουθία και δίδεται ο τελευταίος ασπασμός,

Στην πορεία ο νεκρός οδηγείται στο νεκροταφείο, περιοχή που βρίσκουμε τόσο εντός, όσο και εκτός πόλης. Πριν τον ενταφιασμό ψάλλεται μια ακόμη σύντομη νεκρώσιμη ακολουθία και ενταφιάζεται ο νεκρός σε  βάθος περίπου ενός μέτρου, με το πρόσωπο προς τα ανατολικά, με την προσδοκία ότι από εκεί θα φανεί ο Χριστός για να κρίνει νεκρούς και ζωντανούς. Τέλος, το σώμα περιχύνεται με έλαιο και με χώμα, σταυροειδώς, από τον ιερέα.

 Μοιράζονται *κόλλυβα από τους συγγενείς του θανόντα στον κόσμο που παραβρίσκεται στον ύστατο αποχαιρετισμό και σύμφωνα με την ολοκλήρωση της λατρευτικής παράδοσης, ξεκινά μια χρονική διάκριση των μνημοσύνων που αφορούν στην Χριστιανική θρησκεία. Μνημόσυνη δέηση κατά τα τριήμερα, τα εννιάμερα, τα σαράντα, τα τρίμηνα, τα εξάμηνα, τα εννιάμηνα και τον χρόνο.

Χτίζεται ένα μνημείο στο σημείο της ταφής με μια πλάκα που αναγράφει το όνομα και την ημερομηνία θανάτου, στο οποίο οι συγγενείς μπορούν να μεταβαίνουν για να βρίσκουν παρηγοριά.

Στις πόλεις, λόγω υπερπληθυσμού, μετά το πέρας των τριών ετών, γίνεται εκταφή του νεκρού και τα λείψανα μπορούν να τοποθετηθούν είτε σε οστεοφυλάκιο, είτε να απορριφθούν σε χωνευτήρι μαζί με άλλα, εκτός αν υπάρχει αγορασμένος οικογενειακός τάφος, ο οποίος μοιράζεται με τα υπόλοιπα θανόντα μέλη της οικογένειας. Στα χωριά από την άλλη, δίνεται η δυνατότητα ο νεκρός να παραμείνει για πολλά χρόνια θαμμένος, καθώς δεν υπάρχει χωροταξική ανάγκη.Για όσους αποφασίσουν την αποτέφρωση στη χώρα μας, η νομοθεσία που μέχρι και το 2006 οδηγούσε τους συγγενείς στην γειτονική Βουλγαρία, καθώς ήταν κάθετη, εξαιτίας των Θρησκευτικών πεποιθήσεών της, αναγκάστηκε να ακολουθήσει τα βήματα της Ε.Ε. και δημιούργησε έναν χώρο στη Ριτσώνα Ευβοίας, όπου δημιουργήθηκαν οι απαραίτητες εγκαταστάσεις.

*κτερίσματα: αντικείμενα με μεγάλη αξία ή προσωπικό αντικείμενο του νεκρού που τοποθετούνταν στον τάφο του κατά την αρχαιότητα.

*κόλλυβα(είδος γλυκίσματος από σιτάρι ξηρούς καρπούς)που οφείλεται σε παλιά συνήθεια  της διανομής νομισμάτων κατά τα μνημόσυνα

* Περίδειπνον ονομαζόταν το τελετουργικό γεύμα, που λάμβανε χώρα στο σπίτι του νεκρού αμέσως μετά την ολοκλήρωση της ταφής και των προσφορών στον τάφο. Είναι γνωστό και με τον όρο καθέδρα και πραγματοποιούνταν γύρω από την εστία του σπιτιού παρουσία των συγγενών του νεκρού. Η εύρεση υπολειμμάτων τροφών στον ίδιο τον τάφο ή σε γειτονικούς λάκκους έχει οδηγήσει ορισμένους μελετητές στην άποψη ότι το περίδειπνον τελούνταν στον τόπο της ταφής, κάτι που όμως φαίνεται ότι δεν ισχύει, καθώς οι τροφές στον τάφο είναι πιθανότερο να αποτελούσαν προσφορές προς το νεκρό. Εξάλλου, ο καθαρισμός του σπιτιού μετά την ταφή είναι λογικό, όπως έχει αναφερθεί, να εξυπηρετούσε την προετοιμασία για το δείπνο.

 

Τα κόλλυβα είναι ένα γλύκισμα το οποίο προσφέρεται εις μνήμη των νεκρών. Αποτελείται συνήθως από βρασμένο σιτάρι, ρόδι, κόλιανδρο και ξηρούς καρπούς. Συνηθίζεται τα τελευταία χρόνια να καλύπτονται με ζάχαρη άχνη.

Η λέξη προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη κόλλυβος, που ήταν κόκκος δημητριακών καρπών (και με την έννοια αυτή πέρασε στα κόλλυβα). Κόλλυβος ήταν και το πολύ μικρό νόμισμα.

Τα κόλλυβα προσφέρονται στους παρευρισκόμενους σε μνημόσυνα στην εκκλησία, αλλά και διανέμονται στη συνέχεια σε συγγενικά ή φιλικά σπίτια. Το έθιμο προέρχεται από τα παλαιότερα χριστιανικά χρόνια και έχει σχέση με τα περίδειπνα των Ελλήνων και άλλων λαών.Τα συνηθισμένα συστατικά των κολλύβων είναι:

 

Ο θρήνος στην αρχαία και νέα ελληνική γραμματεία

https://photodentro.edu.gr/v/item/ds/8521/7581

hektor


Ο Πρίαμος και η οικογένειά του θρηνούν για το θάνατο του Έκτορα.[πηγή: Νέα Υόρκη, Μητροπολιτικό Μουσείο

Ο θρήνος στην αρχαία και νέα ελληνική γραμματεία

Ομήρου, Ιλιάδα: Ο θρήνος  της Ανδρομάχης για τον σκοτωμένο σύζυγό της, τον Έκτορα:

iliada

Ο θρήνος της Ανδρομάχης

Και η λευκοχέρ' αρχίνησε τον θρήνον Ανδρομάχη
στην κεφαλήν του Έκτορος απλώνοντας τα χέρια:
«Άνδρα μου, νέος πέθανες, κι εμέν' αφήνεις χήραν
στο σπίτι με το τρυφερό παιδί που εμείς οι δυο
οι άμοιροι εγεννήσαμεν· και δεν θα μεγαλώσει
οϊμένα, ότι γρήγορα τούτη θα πέσ' η πόλις
τώρα που εσύ εχάθηκες, ο στύλος της, η ασπίδα,
που τα παιδιά της έσωζες και τες σεμνές μητέρες,
που γρήγορα στα πλοία τους θενά μας ρίξουν όλες
και συ μαζί μου, τέκνον μου, θα είσαι να δουλεύεις
με κόπον σ' έργα ουτιδανά καταδυναστεμένος
κάτω από κύριον σκληρόν, αν πρώτα δεν σε ρίξει
από του πύργου την κορφήν να κακοθανατίσεις
κανείς οπού του φόνευσεν ο Έκτωρ τον πατέρα,
τον αδελφόν ή το παιδί, διότι από το χέρι
εκείνου πλήθος Αχαιών εδάγκασαν το χώμα.
Ότι ο πατέρας σου απαλός στον πόλεμον δεν ήταν·
για τούτο σήμερα ο λαός ολόκληρος τον κλαίει,
και λύπη θα 'σαι αμίλητη, ω Έκτορ, στους γονείς σου,
μον’ άλλος είναι ο πόνος μου· στην κλίνην σου, ω γλυκέ μου,
δεν πέθανες, το χέρι σου στο χέρι μου ν' απλώσεις,
και κάποιον λόγον φρόνιμον να βάλεις στην καρδιά μου
ημέρα νύκτα μες στον νου να το 'χω και να κλαίω».


725




730




735




740




745

hektor

Ο Πρίαμος και η οικογένειά του θρηνούν για το θάνατο του Έκτορα.
[πηγή: Νέα Υόρκη, Μητροπολιτικό Μουσείο]

[πηγή: Ψηφίδες για την Ελληνική Γλώσσα]

[Αρχαία Ελληνικά (ΜΤΦΡ.) Ομηρικά Έπη Ιλιάδα]

anthem.jpg

Στην πρώτη σκηνή του τέταρτου επεισοδίου περιλαμβάνεται ο κομμός, ο  θρήνος δηλαδή της Αντιγόνης που ψάλλει με τον κορυφαίο του χορού. Σ’ αυτόν κυριαρχεί ο βαθύς πόνος της Αντιγόνης και η απελπισία του θανάτου της:

antigoni_foto.jpg

ΑΝ.

Άκλαφτη κι άφιλη, χωρίς τραγούδια γάμου
η μαύρη σέρνομαι,
στον ύστατο δρόμο μου.
Άδικο να μη βλέπω πια τ' αγνό
το φως του ήλιου, η κακορίζικη.
Για την αδάκρυτη μοίρα μου
φίλος κανείς δε στενάζει.
(Μπαίνει ο Κρέοντας.)







880

[πηγή: Αρχείο Εθνικού Θεάτρου] [Σοφοκλέους Τραγωδίαι: "Αντιγόνη" και "Φιλοκτήτης" ]

anthem.jpg

Στη δεύτερη σκηνή του τέταρτου επεισοδίου περιλαμβάνεται ένας νέος θρήνος της Αντιγόνης, όπου κυριαρχεί η διαμαρτυρία και το παράπονό της για την άδικη τιμωρία της:

ΑΝ.

Τάφε μου, κρεβάτι νυφικό, σπίτι μου
στη βαθιά τη γη κι αιώνιο κελί μου,
έρχομαι να βρω τους δικούς μου νεκρούς
που μέγα πλήθος η Περσεφόνη φίλεψε.
Στερνή κι εγώ και ρημαγμένη θα κατεβώ,
προτού ξοδέψω της ζωής μου το μερίδιο.
Η ελπίδα με τρέφει πως θα βρω κατεβαίνοντας
του πατέρα την αγάπη, την αγάπη σου, μάνα,
μάτια μου κι αδερφέ μου, την αγάπη σου.
Εγώ νεκρούς με τα χεράκια μου σας έλουσα,
σας στόλισα, πότισα μέλι, γάλα και νερό
τον τάφο σας· και τώρα, Πολυνείκη, το νεκρό σου
κορμάκι στολίζοντας ακριβά το πληρώνω.
Εγώ σε τίμησα κι οι φρόνιμοι θα πούνε πόσο·
τέτοιο φορτίο δε θα σήκωνα ποτέ μου εγώ
κόντρα στην πόλη, αν ήμουν μάνα με παιδιά,
κι αν σάπιζε νεκρός ο άντρας μου.
Ποιος νόμος με κινεί να λέω τούτα;
Ο άντρας μου κι αν πέθαινε, καινούριο θα 'παιρνα·
αν έχανα παιδί, απ' άλλον άντρα θα 'κανα.
Τώρα που μάνα και πατέρα μου τους πήρε ο Χάρος
αδελφός δεν μπορεί να βλαστήσει.
Με τέτοιο νόμο σ' έβαλα κορόνα στο κεφάλι μου,
κι έγκλημα το 'πε ο Κρέοντας αυτό,
τόλμη κι αποκοτιά, μονάκριβέ μου.
Τώρα με σέρνει με χέρια δεμένα,
ανύπαντρη, χωρίς νυφιάτικα τραγούδια,
χωρίς χαράς κρεβάτι, χωρίς παιδιά στο στήθος μου.
Οι φίλοι με παράτησαν, την άμοιρη,
και ζωντανή στων πεθαμένων κατεβαίνω το πηγάδι·
ποιο νόμο των θεών έχω πατήσει;
Γιατί στον ουρανό τα μάτια να σηκώνω,
η δύστυχη; σε ποιον να φωνάξω βοήθεια;
Εγώ τιμούσα, και μ' ατίμασαν φριχτά.
Αν οι θεοί τα κρίνουν τούτα δίκια,
να πάθω και να μολογήσω πως αμάρτησα.
Αν αμαρτήσαν άλλοι, να μην πάθουν χειρότερα
απ' όσα έτσι άδικα μου κάνουν.

 








900






910









920



[Σοφοκλέους Τραγωδίαι: "Αντιγόνη και Φιλοκτήτης"]

anthem.jpg

Η λυγερή στον Άδη

lygeri.jpg

[Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Α Γενικού Λυκείου]

anthem.jpg

Ήλιε μου και τρισήλιε μου

anthem.jpg

Γιάννης Ρίτσος, Επιτάφιος (αποσπάσματα)

(Θεσσαλονίκη. Μάης του 1936. Μια μάνα, καταμεσίς του δρόμου,
μοιρολογάει το σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της και πάνω της,
βουΐζουν και σπάζουν τα κύματα των διαδηλωτών — των απεργών καπνεργατών. Εκείνη συνεχίζει το θρήνο της):

Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχειάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,

Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γροικάς τα που πικρά σου λέω;

Γιόκα μου, εσύ που γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
που μάντευες τι πέρναγε κάτου απ’ το τσίνορό μου,

Τώρα δε με παρηγοράς και δε μου βγάζεις άχνα
και δε μαντεύεις τις πληγές που τρώνε μου τα σπλάχνα;

Πουλί μου, εσύ που μου ’φερνες νεράκι στην παλάμη
πώς δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σαν καλάμι;

Στη στράτα εδώ καταμεσίς τ’ άσπρα μαλλιά μου λύνω
και σου σκεπάζω της μορφής το μαραμένο κρίνο.

Φιλώ το παγωμένο σου χειλάκι που σωπαίνει
κ’ είναι σα να μου θύμωσε και σφαλιγμένο μένει.

Δε μου μιλείς κ’ η δόλια εγώ τον κόρφο, δες, ανοίγω
και στα βυζιά που βύζαξες τα νύχια, γιε μου, μπήγω.

[πηγή: Γιάννης Ρίτσος, Ποιήματα 1930-1942, τ. Α΄, Κέδρος, Αθήνα 1979 (12η έκδ.), σ. 163-166 & 171]

anthem.jpg

Για τη συγκριτική μελέτη του θρήνου ως πηγή έμπνευσης των νεοελλήνων ποιητών, μπορείτε να αξιοποιήσετε τους Συμφραστικούς Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές του ψηφιακού περιβάλλοντος της Ανεμόσκαλας:

anthem.jpg

 


Απόσπασμα από τα εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής «Ω γλυκύ μου έαρ»

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

Αρχείο ήχου και συνοδευτικό κείμενο, με θέμα το τροπάριο «Ω γλυκύ μου έαρ», που ψάλλεται κατά τη διάρκεια της ακολουθίας του Επιτάφιου Θρήνου το απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής (τρίτη στάση εγκωμίων). Στόχος του μαθησιακού αντικειμένου είναι να γνωρίσουν οι μαθητές ένα από τα εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής και να εξοικειωθούν με τη βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική και υμνογραφία. Κατά τη διάρκεια αναπαραγωγής του αρχείου ήχου, προβάλλεται μια τοιχογραφία με την παράσταση της Σταύρωσης δίνονται σύντομες πληροφορίες για το συγκεκριμένο τροπάριο, ενώ παράλληλα καταγράφονται τα λόγια του ύμνου.          https://photodentro.edu.gr/lor/r/8521/6339?locale=el#