Μάθημα : ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ Α΄ ΓΕΛ

Κωδικός : 1240070253

3557010251  -  ΜΑΡΙΑ ΓΡΑΜΜΕΝΟΥ

Ενότητες - ΑΟΡΙΣΤΟΣ Β΄

ΑΟΡΙΣΤΟΣ Β΄

ΑΟΡΙΣΤΟΣ Β΄

Πολλά ρήματα σχηματίζουν τον ενεργητικό και μέσο αόριστο από  το θέμα με τις ολικές καταλήξεις του αντίστοιχου παρατατικού στην οριστική και του αντίστοιχου ενεστώτα στις άλλες εγκλίσεις. Ο αόριστος αυτός λέγεται (ενεργητικός ή μέσος) αόριστος δεύτερος.

Ενεργητικός Αόριστος β'

Οριστική

Υποτακτική

Ευκτική

Προστακτική

Απαρέμφατο

Μετοχή

ἔβαλ-ον

ἔβαλ-ες

ἔβαλ-ε

ἐβάλ-ομεν

ἐβάλ-ετε

ἔβαλ-ον

βάλ-ω

βάλ-ῃς

βάλ-

βάλ-ωμεν

βάλ-ητε

βάλ-ωσιν

βάλ-οιμι

βάλ-οις

βάλ-οι

βάλ-οιμεν

βάλ-οιτε

βάλ-οιεν

 

βάλ-ε

βαλ-έτω

 

βάλ-ετε

βαλ-όντων

 

 

βαλ-εῖν

 

βαλ-ών 

βαλ-οῦσα 

βαλ-όν

 

 

Μέσος Αόριστος β'

Οριστική

Υποτακτική

Ευκτική

Προστακτική

Απαρέμφατο

Μετοχή

ἐβαλ-όμην

ἐβάλ-ου

ἐβάλ-ετο

ἐβαλ-όμεθα

ἐβάλ-εσθε

ἐβαλ-οντο

βάλ-ωμαι

βάλ-

βάλ-ηται

βαλ-ώμεθα

βάλ-ησθε

βάλ-ωνται

βαλ-οίμην

βάλ-οιο

βάλ-οιτο

βαλ-οίμεθα

βάλ-οισθε

βάλ-οιντο

 

βαλ-οῦ 

βαλ-έσθω

 

βάλ-εσθε

βαλ-έσθων

 

 

βαλ-έσθαι

 

βαλ-όμενος

βαλ-ομένη

βαλ-όμενον

 

 

ΠΡΟΣΟΧΗ :

  • Το απαρέμφατο και η μετοχή της ενεργητικής φωνής τονίζονται στη λήγουσα, ενώ το  απαρέμφατο της μέσης φωνής που τονίζεται στην παραλήγουσα.
  • Το β’ ενικό πρόσωπο προστακτικής

1) στην ΕΦ τονίζεται στην παραλήγουσα ή προπαραλήγουσα (όσο πιο ψηλά γίνεται)

Π.χ. μάθε, ἄγαγε

 

ΕΞΑΙΡΟΥΝΤΑΙ: α) ἐλθέ (ἔρχομαι), εὑρέ (εὑρίσκω ) ἰδέ (ὁρῶ) εἰπέ (λέγω) λαβέ (λαμβάνω). Με πρόθεση όμως ανεβάζουν τον τόνο στη λήγουσα της πρόθεσης.

Π.χ. πρόσειπε, ἄπελθε, ἔξευρε, ἔπιδε, παράλαβε.

 

β) οι μονοσύλλαβες σχές (ἔχω), θές (τίθημι), δός (δίδωμι), ἕς (ἵημι). Με πρόθεση όμως ανεβάζουν τον τόνο στη λήγουσα της πρόθεσης. Π.χ. ἐπίσχες, παράθες, συνέκδος, ἄφες.

 

2) Στη ΜΦ τονίζεται στη λήγουσα και περισπάται (είτε το ρήμα είναι απλό είτε είναι σύνθετο):

Π.χ. ἄφικοῦ, γενοῦ, παραγενοῦ

ΕΞΑΙΡΟΥΝΤΑΙ: οι μονοσύλλαβες σχοῦ (ἔχομαι), θοῦ (τίθεμαι), δοῦ (δίδομαι), σποῦ (ἕσπομαι), που όταν ενωθούν με δισύλλαβη πρόθεση, ανεβάζουν τον τόνο στη λήγουσα της πρόθεσης.

  • Η ευκτική του ἔσχον (ἔχω) κλίνεται:

 

Ιδιόρρυθμα, όταν είναι απλή

Κανονικά, όταν είναι σύνθετη

Πχ.

Πχ.

σχοίην

παράσχοιμι

σχοίης

παράσχοις

σχοίη

παράσχοι

σχοίημεν & σχοῖμεν

παράσχοιμεν

σχοίητε & σχοῖτε

παράσχοιτε

σχοίησαν & σχοῖεν

παράσχοιεν

 

  • Οι αόριστοι β’ των παρακάτω ρημάτων παρουσιάζουν ανωμαλία κατά την αφαίρεση της αύξησης της οριστικής:

 

εἷλον :

ἕλω

εἶπον :

εἴπω

εἶδον :

ἴδω

 

  • Ο αόριστος β’ του λέγω κλίνεται ως εξής:

ΟΡΙΣΤΙΚΗ

εἶπον

εἶπας

εἶπε

εἴπομεν

εἴπατε

εἶπον

ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ

εἰπὲ

εἰπέτω & εἰπάτω

 

εἴπετε & εἴπατε

εἰπόντων & εἰπάτωσαν

 

 

Οι τύποι με –α-προήλθαν από τον Αόριστο α’ εἶπα, ο οποίος δανείζει τους λίγους τύπους που σχηματίζει, στον Αόριστο β’.

 

 

 

  • Οι προστακτικές των ρημάτων:

 

ἥμαρτον

(ἁμαρτάνω)

 

ἀπηχθόμην

(ἀπεχθάνομαι)

ελλείπουν

ὦφλον

(ὀφλισκάνω)

 

 

 

  • Οι υποτακτικές σχῶ (ἔχω) και σπῶμαι (ἕπομαι) με πρόθεση ανεβάζουν τον τόνο:

Πχ.

 

Π.χ.

 

σχῶ               αλλά:

παράσχω

σπῶμαι    αλλά:

ἐπίσπωμαι

 

σχῇς

παράσχῃς

σπῇ

ἐπίσπῃ

 

σχῇ

παράσχῃ

σπῆται

ἐπίσπηται

 

σχῶμεν

παράσχωμεν

σπώμεθα

ἐπισπώμεθα

 

σχῆτε

παράσχητε

σπῆσθε

ἐπίσπησθε

 

σχῶσιν

παράσχωσιν

σπῶνται

ἐπίσπωνται

 

           

 

 

  • Οι τύποι προσσ…ανήκουν στο ρήμα προσ-έχω

ΕΝΩ οι τύποι προσ…ανήκουν στο ρ. προ-έχω

Π.χ. πρόσσχω < πρόσ-σχω < προσ-έσχον < προσ-έχω πρόσχω < πρό-σχω < προ-έσχον < προ-έχω

 

 

Πίνακας των κυριότερων ρημάτων με αόριστο β’

 

 

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

Υποτακτική

Ευκτική

Προστακτική

Απαρέμφατο

Μετοχή

ἄγω

ἤγαγον

ἀγάγω

ἀγάγοιμι

ἄγαγε

ἀγαγεῖν

ἀγαγών, -οῦσα, -όν

ἄγομαι

ἠγαγόμην

ἀγάγωμαι

ἀγαγοίμην

ἀγαγοῦ

ἀγαγέσθαι

ἀγαγόμενος, -η, -ον

αἱρέω,-ῶ

εἷλον

ἕλω

ἑλοιμι

ἕλε

ἑλεῖν

ἑλών, -οῦσα, -όν

αἱροῦμαι

εἱλόμην

ἕλωμαι

ἑλοίμην

ἑλοῦ

ἑλέσθαι

ἑλόμενος, -η, -ον

αἰσθάνομαι

ᾐσθόμην

αἴσθωμαι

αἰσθοίμην

αἰσθοῦ

αἰσθέσθαι

αἰσθόμενος, -η, -ον

ἁμαρτάνω

ἡμαρτον

ἁμάρτω

ἁμάρτοιμι

-

ἁμαρτεῖν

ἁμαρτών, -οῦσα, -όν

ἀνέχομαι

ἠνεσχόμην

ἀνάσχωμαι

ἀνασχοίμην

ἀνάσχου

ἀνασχέσθαι

ἀνασχόμενος, -η,-ον

ἀπαγορεύω

ἀπεῖπον

ἀπείπω

ἀπείποιμι

ἄπειπε

ἀπειπεῖν

ἀπειπών, -οῦσα, -όν

ἀπεχθάνομαι

ἀπηχθόμην

ἀπέχθωμαι

άπεχθοίμην

ἀπεχθέσθαι

ἀπεχθόμενος, -η, -

ον

ἀπ-όλλυμαι

ἀπωλόμην

ἀπόλωμαι

ἀπολοίμην

ἀπολοῦ

ἀπολέσθαι

ἀπολόμενος, -η, -ον

ἀφικνέομαι, -

οῦμαι

ἀφικόμην

ἀφίκωμαι

ἀφικοίμην

ἀφικοῦ

ἀφικέσθαι

ἀφικόμενος, -η, -ον

βάλλω

ἔβαλον

βάλω

βάλοιμι

βάλε

βαλεῖν

βαλών, -οῦσα, -όν

βάλλομαι

ἔβαλόμην

βάλωμαι

βαλοίμην

βαλοῦ

βαλέσθαι

βαλόμενος, -η, -ον

γίγνομαι

ἐ-γεν-όμην

γένωμαι

γενοίμην

γενοῦ

γενέσθαι

γενόμενος, -η, -ον

ἕπομαι

ἑσπόμην

ἐπίσπωμαι

ἐπισποίμην

ἐπίσπου

ἐπισπέσθαι

ἐπισπόμενος, -η, -ον

ἔρχομαι ή εἰμι

ᾖλθον

ἔλθω

ἔλθοιμι

ἐλθέ

ἐλθεῖν

ἐλθών, -οῦσα, -όν

ἐρωτάω, -ῶ

ἠρόμην

ἔρωμαι

ἐροίμην

ἐροῦ

ἐρέσθαι

ἐρόμενος, -η, -ον

εὑρίσκω

ηὗ(ευ)ρον

εὕρω

εὕρομι

εὑρέ

εὑρεῖν

εὑρών, -οῦσα, -όν

εὑρίσκομαι

ηὑ(ευ)ρ-

όμην

εὕρωμαι

εὑροίμην

εὑροῦ

εὑρέσθαι

εὑρόμενος, -η, -ον

ἔχω

ἔσχον

σχῶ

σχοίην, -

σχοιμι

σχές

σχεῖν

σχών, -οῦσα, όν

ἔχομαι

ἐσχόμην

σχῶμαι

σχοίμην

σχοῦ

σχέσθαι

σχόμενος, -η, -ον

θέω

ἔδραμον

δράμω

δράμοιμι

δράμε

δραμεῖν

δραμών, -οῦσα, όν

θνήσκω

ἀπέθανον

ἀποθάνω

ἀποθάνοιμι

ἀπόθανε

ἀποθανεῖν

ἀποθανών, -οῦσα,-

όν

λαγχάνω

ἔλαχον

λάχω

λάχοιμι

λάχε

λαχεῖν

λαχών, -οῦσα, -όν

λαμβάνω

ἔλαβον

λάβω

λάβοιμι

λαβέ

λαβεῖν

λαβών, -οῦσα, όν

λαμβάνομαι

ἐλαβόμην

λάβωμαι

λαβοίμην

λαβοῦ

λαβέσθαι

λαβόμενος, -η, -ον

λανθάνω

ἔλαθον

λάθω

λάθοιμι

λάθε

λαθεῖν

λαθ-ών,-οῦσα,-όν

έπιλανθάνομαι

ἐπελαθόμην

ἐπιλάθωμαι

ἐπιλαθοίμην

ἐπιλαθοῦ

ἐπιλαθέσθαι

έπιλαθόμενος, -η, -

ον

λέγω

εἰπον

εἴπω

εἴποιμι

εἰπέ

εἰπεῖν

εἰπών, -οῦσα,-όν

λείπω

ἔλιπον

λίπω

λίποιμι

λίπε

λιπεῖν

λιπών, -οῦσα,-όν

λείπομαι

ἐλιπόμην

λίπωμαι

λιποίμην

λιποῦ

λιπέσθαι

λιπόμενος, -η, -ον

μανθάνω

ἔμαθον

μάθω

μάθοιμι

μάθε

μαθεῖν

μαθών, -οῦσα,-όν

ὁράω,-ῶ

εἰδον

ἴδω

ἴδοιμι

ἰδέ

ἰδεῖν

ἰδών, -οῦσα, -όν

ὁράωμαι, -ῶμαι

εἰδόμην

ἴδωμαι

ἰδοίμην

ἰδοῦ

ἰδέσθαι

ἰδόμενος, -η, -ον

ὀφλισκάνω

ὠφλον

ὄφλω

ὄφλοιμι

ὀφλεῖν

ὀφλών, -οῦσα, -όν

πάσχω

ἔπαθον

πάθω

πάθοιμι

πάθε

παθεῖν

παθών,-οῦσα, -όν

πείθω

ἔπιθον

πίθω

πίθοιμι

πίθε

πιθεῖν

πιθών, -οῦσα, -όν

πείθομαι

ἔπιθόμην

πίθωμαι

πιθοίμην

πιθοῦ

πιθέσθαι

πιθόμενος, -η, -ον

πίπτω

ἔπεσον

πέσω

πέσοιμι

πέσε

πεσεῖν

πεσών, -οῦσα, -όν

πυνθάνομαι

ἐπυθόμην

πύθωμαι

πυθοίμην

πυθοῦ

πυθέσθαι

πυθόμενος, -η, -ον

τέμνω

ἔτεμον

τέμω

τέμοιμι

τέμε

τεμεῖν

τεμών, -οῦσα, -ον

τέμνομαι

ἔτεμόμην

τέμωμαι

τεμοίμην

τεμοῦ

τεμέσθαι

τεμόμενος-η,-ον

τίκτω

ἔτεκον

τέκω

τέκοιμι

τέκε

τεκεῖν

τεκών,-οῦσα, -όν

τρέχω

ἔδραμον

δράμω

δράμοιμι

δράμε

δραμεῖν

δραμών-οῦσα,-όν

τρέπομαι

ἐτραπομην

τράπωμαι

τραποίμην

τραποῦ

τραπέσθαι

τραπόμενος, -η, -ον

τυγχάνω

ἔτυχον

τύχω

τύχοιμι

τύχε

τυχεῖν

τυχών, -οῦσα, -όν

ὑπισχνέομαι, -

οῦμαι

ὑπεσχόμην

ὑπόσχωμαι

ὑποσχοίμην

ὑπόσχου

ὑποσχέσθαι

ὑποσχόμενος, -η, -

ον

φέρω

ἤνεγκον

ἐνέγκω

ἐνέγκοιμι

ἔνεγκε

ἐνεγκεῖν

ἐνεγκών, -οῦσα , -όν

φεύγω

ἔφυγον

φύγω

φύγοιμι

φύγε

φυγεῖν

φυγών, -οῦσα, -όν