Μάθημα : Γ Γυμνασίου - Νεοελληνική λογοτεχνία

Κωδικός : 5204020342

5204020342  -  ΛΕΜΟΝΙΑ ΡΟΔΗ

Ενότητες - ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ, "Ελεύθεροι Πολιορκημένοι"

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ, "Ελεύθεροι Πολιορκημένοι"

 

Mesologi_Zographos.jpg

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Διονύσιος Σολωμός «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» Σχεδίασμα Β΄

 

1

Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·

Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.

Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·

Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:

«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω γω στο χέρι;

Οπού συ μου ‘γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει».

 

[Στο πρώτο απόσπασμα του ποιήματος ο Σολωμός παρουσιάζει τις δραματικές επιπτώσεις της πείνας στους πολιορκημένους Μεσολογγίτες. Οι κάτοικοι έχουν εξασθενίσει σε τέτοιο βαθμό ώστε η περιοχή αντί να σφύζει από ζωή και να ακούγονται παντού ανθρώπινες φωνές και ήχοι από τις διάφορες ασχολίες τους, επικρατεί απόλυτη σιωπή σα να πρόκειται για ένα μεγάλο νεκροταφείο. Οι άνθρωποι του Μεσολογγίου, αν και ζωντανοί ακόμη, έχουν ωστόσο περιέλθει σε μια κατάσταση πλήρους αδράνειας.

Οι ακόλουθες εικόνες του αποσπάσματος με τη μητέρα και τον Σουλιώτη, βρίσκονται και στο Ά Σχεδίασμα του ποιήματος, και παρουσιάζουν με παραστατικό τρόπο το μέγεθος της εξάντλησης των Μεσολογγιτών, καθώς και την απόλυτη απουσία τροφής.

Την ώρα που ένα πουλάκι κελαηδάει, έχοντας βρει ένα σπυρί για να φάει, η μητέρα το κοιτάζει με φθόνο, μιας κι εκείνη δεν έχει τίποτε για να τραφεί η ίδια και το κυριότερο για να θρέψει τα παιδιά της. Από την έλλειψη τροφής μάλιστα και την εξάντληση τα μάτια της μητέρας έχουν μαυρίσει –το δέρμα του προσώπου ακριβώς κάτω απ’ τα μάτια όντας ιδιαίτερα ευαίσθητο «μαυρίζει» από την εξάντληση και την κούραση-, η μάνα όμως δεν λυγίζει και δίνει όρκο στα μάτια της, στο φως της, πως θα αντέξει και την πείνα και την τραγική μοίρα που αναμένει την ίδια και τα παιδιά της. Παρά την εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση στην οποία έχουν βρεθεί οι πολιορκημένοι, παραμένουν ψυχικά ελεύθεροι και ξεπερνούν κάθε δύναμη που τους αντιπαλεύει και τους καταπονεί.

Σε αντίστοιχη κατάσταση με τη μητέρα, που με πόνο βρίσκει τον εαυτό της να μην μπορεί να εξασφαλίσει τροφή για τα παιδιά της, βρίσκεται ο Σουλιώτης πολεμιστής που κλαίει, σ’ ένα απόμερο σημείο, γιατί δεν έχει πια τη δύναμη να σηκώνει το τουφέκι του. Ο πολεμιστής αυτός που έχει τη θέληση και τη γενναιότητα να αντισταθεί στους εχθρούς, έχει εξαντληθεί σε τέτοιο βαθμό από την πείνα, ώστε του είναι δύσκολο ακόμη και να κρατά του όπλο του. Η αναίρεση αυτή της πολεμικής του υπόστασης, πικραίνει τον Σουλιώτη, όπως άλλωστε και το γεγονός ότι οι εχθροί γνωρίζουν πολύ καλά σε τι κατάσταση έχουν περιέλθει οι Μεσολογγίτες.

Η πείνα που έχει εξαντλήσει τους κατοίκους και τους φέρνει αντιμέτωπους με την προοπτική ενός φρικτού θανάτου αποτελεί μία από τις σημαντικές δυσκολίες που οι Μεσολογγίτες θα ξεπεράσουν, έχοντας στη σκέψη τους την επιθυμία να μην υποταχτούν για κανένα λόγο στους εχθρούς τους. Η ψυχική δύναμη των πολιορκημένων είναι ισχυρότερη από κάθε σωματική ταλαιπωρία, κάθε πόνο, αλλά και κάθε πειρασμό, όπως θα ειπωθεί στη συνέχεια.]

 

2
Το Μεσολόγγι έπεσε την άνοιξη· ο ποιητής παρασταίνει τη Φύση, εις τη στιγμή που είναι ωραιότερη, ως μία δύναμη, η οποία, με όλα τ’ άλλα και υλικά και ηθικά ενάντια, προσπαθεί να δειλιάσει τους πολιορκημένους· ιδού οι Στοχασμοί του ποιητή:

 

Η ζωή που ανασταίνεται με όλες της τες χαρές, αναβρύζοντας ολούθε, νέα, λαχταριστή, περιχυνόμενη εις όλα τα όντα· η ζωή ακέραιη, απ’ όλα της φύσης τα μέρη, θέλει να καταβάλει την ανθρώπινη ψυχή· θάλασσα, γη, ουρανός, συγχωνευμένα, επιφάνεια και βάθος συγχωνευμένα, τα οποία πάλι πολιορκούν την ανθρώπινη φύση στην επιφάνεια και εις το βάθος της.

Η ωραιότης της φύσης, που τους περιτριγυρίζει, αυξαίνει εις τους εχθρούς την ανυπομονησία να πάρουν τη χαριτωμένη γη, και εις τους πολιορκημένους τον πόνο ότι θα τη χάσουν.

 

Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,

Κι όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.

 

Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,

Και μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,

Κι ολόλευκο εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.

Και μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,

Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,

Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο·

Το σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κι εκείνο.

Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη,

Η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι·

Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει·

Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.

 

Τρέμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.

 

[Πρόθεση του ποιητή σ’ αυτό το απόσπασμα είναι να αναδείξει το βαθμό στον οποίο δοκιμάζονται οι πολιορκημένοι καθώς η ανοιξιάτικη φύση γύρω τους αποκαλύπτει την ανυπέρβλητη ομορφιά της ζωής. Απ’ άκρη σ’ άκρη η φύση αναγεννιέται δημιουργώντας εικόνες τόσο θελκτικές, ώστε η απόφαση των πολιορκημένων να θυσιάσουν τη ζωή τους τίθεται σε τρομερή δοκιμασία.

Το κάλλος της φύσης και η υπόσχεση ευδαιμονίας που μεταδίδεται από κάθε στοιχείο του φυσικού περιβάλλοντος, διαπερνά τους Έλληνες μέχρι το βάθος της ψυχής τους, καθιστώντας τον αγώνα τους πολλαπλά δυσκολότερο. Η ομορφιά του τοπίου, άλλωστε, δεν είναι απλώς μια αισθητική απόλαυση, είναι πολύ περισσότερο μια υπενθύμιση της ασύγκριτης δύναμης που χαρακτηρίζει τη ζωή. Οι πολιορκημένοι αντιλαμβάνονται πως ό,τι σκοπεύουν να θυσιάσουν είναι ένα θείο δώρο, ικανό να προσφέρει ατέρμονο ευδαιμονισμό. Έτσι, το παραδείσιο τοπίο γύρω τους λειτουργεί ως μέσο για την πλήρη συνειδητοποίηση του τι σημαίνει να εγκαταλείπει κάποιος το δικαίωμά του στη ζωή.

Ο ποιητής δίνει μ’ έναν πολύ παραστατικό τρόπο την ένταση με την οποία συντελείται η αναγέννηση του τοπίου, παρουσιάζοντας τον Απρίλη και τον Έρωτα να χορεύουν και να γελούν. Η υπέροχη αυτή εικόνα συνδυάζει την αναγέννηση της φύσης, που συνοδεύει τον ερχομό της άνοιξης, με τη ζωοποιό δύναμη του έρωτα. Ο έρωτας, ως ανθρώπινο συναίσθημα, βρίσκει πρόσφορο έδαφος με τον ερχομό της άνοιξης και με το ξύπνημα των αισθήσεων που συνοδεύει τη συνολική ευφορία τις φύσης. Το συναίσθημα αυτό αποδίδεται βέβαια σε όλη τη φύση κι όχι μόνο στους ανθρώπους, θέλοντας να εκφράσει την ευδαιμονική διάθεση που μοιάζει να κυριαρχεί σ’ όλα τα ζωντανά πλάσματα, καθώς ο γλυκός καιρός και οι ευωδιές των λουλουδιών δημιουργούν μια ατμόσφαιρα βαθύτατης χαράς και απόλαυσης.

Η κυρίαρχη ευδαιμονία του τοπίου με τα ανθισμένα λουλούδια και τα καρπισμένα δέντρα, βρίσκεται σε απόλυτη αντίθεση με τη δεινή κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι Μεσολογγίτες, οι οποίοι βιώνουν όλο αυτό το γιόρτασμα της φύσης σαν μια σκληρή πολιορκία. Κάθε άνθος και καρπός μοιάζει μ’ ένα ακόμη όπλο που στρέφεται εναντίον τους, καθώς δημιουργεί έναν ισχυρότατο αντίλογο στην απόφασή τους να θυσιάσουν τη ζωή τους.

Την ομορφιά της φύσης και το θελκτικό της κάλεσμα για ζωή, παρουσιάζει στη συνέχεια ο ποιητής με μια σειρά θεσπέσιων εικόνων.

Ένα κοπάδι από ολόλευκα πρόβατα που κινείται στην άκρη της λιμνοθάλασσας, καθρεφτίζεται στην επιφάνεια του γαλήνιου νερού και σμίγει με τα αφράτα σύννεφα τ’ ουρανού που κι αυτά με τη σειρά τους καθρεφτίζονται στο ήσυχο νερό. Με την εικόνα αυτή ο ποιητής αποδίδει την άρρηκτη αρμονία που υπάρχει σε όλα τα στοιχεία της φύσης, καθώς γη, ουρανός και θάλασσα μετέχουν στην ομορφιά της ανοιξιάτικης ζωής, προσφέροντας εξίσου στη δημιουργία του γαλήνιου και εξαίσιου τοπίου.

Σε πλήρη αντίθεση με την ένταση και τον πόνο που χαρακτηρίζει τη ζωή των πολιορκημένων, η φύση βρίσκεται στις πιο όμορφες και ειρηνικές στιγμές της.

Μαγευτική είναι και η επόμενη εικόνα με την πεταλούδα που φτάνει με βιασύνη πάνω απ’ τα νερά της θάλασσας και παίζει με τον ίσκιο της, Η πεταλούδα που κοιμήθηκε μέσα στα ευωδιαστά πέταλα ενός κρίνου, συμμετέχει τώρα κι αυτή στην παιχνιδιάρικη και χαρούμενη διάθεση όλη της φύσης. Εντυπωσιακή είναι η όλη τρυφερότητα που μεταδίδει αυτή η εικόνα με το πανέμορφο αυτό πλάσμα που έχει περάσει τη νύχτα του στα φιλόξενα πέταλα ενός λουλουδιού.

Η ομορφιά και η μαγεία της φύσης εντοπίζεται σε όλα τα πλάσματα, ακόμη και στα πιο ταπεινά, όπως μας επισημαίνει ο ποιητής που τονίζει πως ακόμη και το σκουληκάκι βρίσκεται σε γλυκιά ώρα, μετέχοντας κι εκείνο στην αρμονική συνύπαρξη και στον ευδαιμονισμό της φύσης. Δεν υπάρχει τίποτε στη φύση αυτή την εποχή που να μην είναι όμορφο. Η μαύρη πέτρα, που μετρά αιώνες παρουσίας στη γη, λαμποκοπά και μεταδίδει ομορφιά, το ξερό χορτάρι έχει κι αυτό το δικό του μερίδιο στην γοητεία της ανοιξιάτικης φύσης.

Από τα ευρύτερα και μεγαλειώδη στοιχεία της φύσης, όπως είναι ο ουρανός, η λιμνοθάλασσα και η γη, μέχρι και το πιο μικρό της πλάσμα, όλα συμβάλλουν στη δημιουργία μιας μαγευτικής και ασυναγώνιστης ομορφιάς, που καθιστά τη ζωή περισσότερο θελκτική και πιο ποθητή από ποτέ. Με κάθε πιθανή της έκφανση –με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει-, με κάθε πιθανό τρόπο η ζωή μεταδίδει στους ανθρώπους το μήνυμα πως όποιος πεθάνει σήμερα, είναι σα να πεθαίνει χίλιες φορές. Όποιος θυσιάσει τη ζωή του τώρα που όλα είναι τόσο όμορφα, τώρα που επικρατεί μια εξαίσια αρμονία και χαρά, είναι σα να θυσιάζει όχι μία, αλλά χίλιες ζωές.

Μπροστά λοιπόν σ’ αυτή την απόλυτη ευδαιμονία και σ’ αυτό το αξεπέραστο κάλλος, η ψυχή των πολιορκημένων τρέμει, δοκιμάζεται και ξεχνά με τρόπο ανεπαίσθητο, με τρόπο γλυκό τον εαυτό της και τη γενναία της απόφαση να προχωρήσει στην ύστατη θυσία.

Οι πολιορκημένοι έρχονται αντιμέτωποι με μια δοκιμασία ακόμη πιο δύσκολη κι από την πείνα και τον φόβο, καθώς η φύση ξεδιπλώνει μπροστά στα μάτια τους όλη της την ομορφιά της και τους δείχνει πόσα θα χάσουν, πόση ευτυχία θα στερηθούν, αν προχωρήσουν στη θυσία που σχεδιάζουν. Έτσι, μαγεμένοι από μια τελειότητα που αντανακλά τη θεϊκή υπόσταση της φύσης, κάμπτονται και χάνουν προσωρινά την πρότερη αποφασιστικότητά τους.]

Πηγή: https://latistor.blogspot.com/