Μάθημα : Εικαστικά Γ - Δ

Κωδικός : 9120449204

Βασίλι Καντίνσκι  -  ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΣ

Ενότητες - Μινωϊκή Τέχνη

Μινωϊκή Τέχνη

Ο Μινωϊκός πολιτισμός πήρε το ονομά του απο τον αρχαιολόγο Έβανς, ο οποίος
ανακάλυψε το ανάκτορο της Κνωσού στις αρχές του 20ου αιώνα και συνέδεσε το μυθικό
βασιλιά Μίνωα με τον πολιτισμό της Κρήτης. Ο πολιτισμός αυτός χρονολογείται από την
3η χιλιετία ως το 1400π.Χ.
Στη Μινωϊκή Κρήτη δεν υπήρχαν ναοί, η λατρεία των θεοτήτων γινόταν είτε στην
ύπαιθρο ή σε σπήλαια, είτε σε διαμορφωμένους χώρους μέσα στις οικίες ή στ’ανάκτορα. Η Κνωσός και η
Φαιστός με τα μεγάλα παλάτια ήταν τα πολιτικά και θρησκευτικά κέντρα των βασιλέων
του νησιού. 
Οι πλούσιες χρωματικά τοιχογραφίες που κοσμούσαν τα παλάτια ήταν
εμπνευσμένες απο τη φύση με αναπαραστάσεις ζώων, πουλιών, και φυτών. Επίσης,
υπήρχαν αναπαραστάσεις απο γιορτές με θρησκευτικό χαρακτήρα όπως τα γνωστά
«Ταυροκαθάψια», άθλημα της εποχής, όπου ο αθλητής εκτελούσε άλματα πάνω στον
ταύρο. Έχουν βρεθεί παραστάσεις νεαρών ανδρικών και γυναικείων μορφών, όπου
φαίνεται η ξένοιαστη και πολυτελής ζωή των ευγενών της μινωικής Κρήτης. Τα μινωικά ζωγραφισμένα κονιάματα έχουν μεγάλη αντοχή. Το αποτέλεσμα της χρήσης των χρωμάτων εκφράζει το αίσθημα της χαράς της ζωής, της χάρης και της τρυφερότητας. Η κίνηση, που είναι το πρωταρχικό στοιχείο στην τέχνη της Κρήτης, δίνει ζωή και ένταση στις συνθέσεις. Τα φυτά ζωγραφίζονται γαλάζια και τα λουλούδια μοιάζουν εξωτικά. Τα ζώα αποδίδονται με συμβατικά χρώματα και πολλές φορές η αναγνώριση είναι δύσκολη. Οι ανθρώπινες μορφές είναι στην πραγματικότητα έγχρωμες σκιαγραφίες. Οι γυναίκες αποδίδονται με λευκό και οι άντρες με ερυθρό χρώμα. Αποδίδονται πολλές διακοσμητικές λεπτομέρειες. Μέσα σε φυσικά κρητικά τοπία απεικονίζονται πουλιά γνωστά αλλά και εξωτικά, πέρδικες και πίθηκοι, γάτοι και βέβαια θαλασσινά, ψάρια και δελφίνια.
Αν και ο Μινωϊκός πολιτισμός δεν μας άφησε έργα γλυπτικής σε μάρμαρο, υπάρχουν
γλυπτά σε μαλακή πέτρα όπως ο στεατίτης. Χαρακτηριστικά είναι τα ζωγραφισμένα μικρά ειδώλια απο πηλό που συνήθως αναπαριστούν θεότητες με σηκωμένα χέρια ή που κρατούν φίδια. Τα πήλινα αγγεία
που ήταν διακοσμημένα με παραστάσεις από το θαλάσσιο κόσμο όπως χταπόδια,
όστρακα και ψάρια.
Όλα τα μινωικά έργα –αγγεία από πηλό ή πέτρα, ειδώλια, κοσμήματα, τοιχογραφίες– έχουν κίνηση, ζωντάνια και χάρη και δείχνουν μια προτίμηση των Μινωιτών για την απεικόνιση της φύσης. Τα θέματα και η τεχνοτροπία τους επηρέασαν τους γειτονικούς λαούς, ιδιαίτερα τους Κυκλαδίτες και τους Μυκηναίους.
Οι τοιχογραφίες, που οι περισσότερες προέρχονται από το ανάκτορο της Κνωσού, παριστάνουν συνήθως θρησκευτικές ή τελετουργικές πομπές, ειδυλλιακά τοπία με πλούσια βλάστηση και ζώα, καθώς και θέματα από τον κόσμο της θάλασσας.
Οι τοιχογραφίες αποτελούν ίσως την πιο πρωτότυπη, την πιο χαρακτηριστική έκφραση του πολιτισμού της Εποχής του Χαλκού. Οι πρώτες τοιχογραφίες στον ελληνικό χώρο εμφανίζονται στη μινωική Κρήτη γύρω στα 1600 π.Χ., στη Νεοανακτορική περίοδο, αλλά καθώς φαίνεται υπήρχαν και παλαιότερα, στα πρώτα ανάκτορα της Κνωσού. Από την Παλαιοανακτορική όμως περίοδο σώζονται μόνο επιχρίσματα σε τοίχους και δάπεδα. Από την Κρήτη η τέχνη της τοιχογραφίας διαδόθηκε στις Κυκλάδες και στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Οι τοιχογραφίες αποτελούν ίσως την πιο πρωτότυπη, την πιο χαρακτηριστική έκφραση του πολιτισμού της Εποχής του Χαλκού. Οι πρώτες τοιχογραφίες στον ελληνικό χώρο εμφανίζονται στη μινωική Κρήτη γύρω στα 1600 π.Χ., στη Νεοανακτορική περίοδο, αλλά καθώς φαίνεται υπήρχαν και παλαιότερα, στα πρώτα ανάκτορα της Κνωσ
ού. Από την Παλαιοανακτορική όμως περίοδο σώζονται μόνο επιχρίσματα σε
τοίχους και δάπεδα. Από την Κρήτη η τέχνη της τοιχογραφίας διαδόθηκε στις Κυκλάδες και στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Οι τοιχογραφίες είναι νωπογραφίες, που σημαίνει ζωγραφική σε υγρή επιφάνεια. Στη νωπογραφία, ολόκληρη η σύνθεση ζωγραφίζεται στον νωπό σοβά, γι' αυτό και είναι μια ζωγραφική πολύ ανθεκτική στο χρόνο και τις καιρικές μεταπτώσεις: τα χρώματα εισχωρούν σε βάθος μέσα στο νωπό κονίαμα και γίνονται ένα σώμα μ' αυτό. Ο καλλιτέχνης εργάζεται στον τοίχο κατά τμήματα, πρέπει να προχωρεί γρήγορα πριν στεγνώσει ο σοβάς. Είναι μια τεχνική πολύ δύσκολη. Ο καλλιτέχνης αρχίζει να ζωγραφίζει όταν ο σοβάς είναι νωπός, αλλά αν το έργο δεν έχει τελειώσει εγκαίρως, τον ξαναβρέχει, ή συνεχίζει στη στεγνή επιφάνεια.
Τα χρώματα είναι όλα φυσικά, γαιώδους προελεύσεως. Το λευκό γίνεται από ασβέστη. Το σκούρο κόκκινο από οξείδιο του σιδήρου ή αιματίτη, ενώ το ανοιχτό κόκκινο είναι από ψημένη ώχρα. Το μαύρο γίνεται από άνθρακα, είτε ορυκτό, είτε προερχόμενο από καύση. Το γαλάζιο είναι το ίδιο που μεταχειρίζονταν στην Αίγυπτο: το "αιγυπτιακό μπλε" - ένα μείγμα πυριτίου του χαλκού και οξειδίου του ασβεστίου. Το κίτρινο είναι ώχρα. Το πράσινο είναι μείγμα κίτρινου και γαλάζιου, εκτός αν είχε γίνει από μαλαχίτη. Τα χρώματα διαλύονταν με νερό και ασβέστη και έτσι εισχωρούσαν βαθιά στον σοβά. Συχνά συγκρατούνταν με κάποια οργανική κόλλα, η σύνθεση της οποίας μας είναι άγνωστη.