Μάθημα : 25 ΜΑΡΤΙΟΥ 1821 ( ΑΦΙΕΡΩΜΑ )

Κωδικός : 9460038291

9460038291  -  ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΑΡΧΑΝΤΗΣ

Ενότητες - ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Επανάσταση και δημοτικό τραγούδι

Καμιά επανάσταση, ούτε στην τέχνη, ούτε στην ζωή, δεν έχει περισσότερες ελπίδες επιτυχίας, από ‘κείνη που χρησιμοποιεί για ορμητήριό της την παράδοση.

Οδυσσέας Ελύτης

Τα δημοτικά τραγούδια κατέχουν ξεχωριστή θέση στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας και της προφορικής παράδοσης. Η παρουσία τους εντοπίζεται κατά τα βυζαντινά χρόνια (9ο και 10ο αιώνα) με τα ακριτικά τραγούδια και η μακραίωνη ιστορία τους δημιούργησε μια πνευματική παρακαταθήκη που φτάνει μέχρι και σήμερα.

Μέρος αυτής της παράδοσης αποτελούν και τα κλέφτικα τραγούδια, η αφετηρία των οποίων τοποθετείται από κάποιους ερευνητές στον 17ο αιώνα, ενώ από άλλους νωρίτερα. Η ακμή τους σημειώθηκε από τα μέσα του 18ου αιώνα έως τα χρόνια της ελληνικής επανάστασης κατά των Οθωμανών.   Ο Claude Fauriel, ο πρώτος που επιχείρησε την καταγραφή των ελληνικών παραδοσιακών τραγουδιών, θεωρεί ότι τα κλέφτικα τραγούδια αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία των ιστορικών τραγουδιών, ενώ ο Λίνος Πολίτης τα κατατάσσει ως μια ιδιαίτερη κατηγορία των παραδοσιακών τραγουδιών.

 

Η θεματολογία των παραδοσιακών κλέφτικων τραγουδιών

Όπως αναφέρει ο Σπυρίδων Ζέρβας (2007) στη διδακτορική του διατριβή, υπάρχουν διάφοροι θεματικοί κύκλοι για το κλέφτικο τραγούδι. Με βάση το περιεχόμενό τους, μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε: τραγούδια για τον θάνατο, τραγούδια για τα άρματα του νεκρού, τραγούδια που αναφέρονται σε αρπαγές γυναικών, τραγούδια που αναφέρονται σε γυναίκες κλεφτοπούλες, τραγούδια που υμνούν μεγάλες οικογένειες γνωστών κλεφταρματολών, κ.α. Όλα αυτά τα θεματικά στοιχεία μπορεί και να συνδυάζονται στο ίδιο κλέφτικο τραγούδι. Όπως είναι φυσικό, ο εξαιρετικά μεγάλος αριθμός των παραδοσιακών κλέφτικων τραγουδιών, δεν επιτρέπει την λεπτομερή αριθμητική καταγραφή τους. Για τον λόγο αυτό, στο παρόν αφιέρωμα, παρουσιάζονται κάποια κλέφτικα τραγούδια από διαφορετικές θεματικές κατηγορίες. Δυστυχώς, μόνο ένας μικρός αριθμός από τον τεράστιο όγκο των δημοτικών κλέφτικων τραγουδιών διασώζονται μελοποιημένα μέχρι και σήμερα.

 

Ο Κατσαντώνης, σύμφωνα με το Δ. Πετρόπουλο και με το Ν. Γ. Πολίτη, καταγόταν από οικογένεια Σαρακατσάνων της Ηπείρου και ανέπτυξε κλέφτικη δράση στην Αιτωλοακαρνανία και τα Άγραφα. Ήταν το φόβητρο των Σπαχήδων (εξισλαμισμένοι ιππείς) και των  Χαρατζήδων (φοροεισπράκτορες των Τούρκων) του Αλή Πασά. Αρχικά ήταν πρωτοπαλίκαρο του Δίπλα και το 1800 αναγνωρίστηκε ως Καπετάνιος. Το 1806 σκότωσε τον έμπιστο του Αλή Πασά, τον Βεληγκέκα. Το 1807 συνελήφθη άρρωστος με τύφο σε ένα σπήλαιο στο Μοναστηράκι Ευρυτανίας, οδηγήθηκε στα Γιάννενα και βρήκε μαρτυρικό θάνατο.

Του Κίτσου

Το τραγούδι αυτό υπάρχει σε πολλές εκδοχές και φαίνεται να αναφέρεται σε έναν κλέφτη του Βάλτου και του Ξηρομέρου της Ακαρνανίας. Ο κλέφτης κατάφερε να γλιτώσει το κρέμασμα από τους Τούρκους, αλλά επιστρέφοντας από τη μάχη προς τα Άγραφα, στην οποία σκοτώθηκε ο αδερφός του και πέντε από τα παλληκάρια του, τραυματίστηκε θανάσιμα. Η αβεβαιότητα, ωστόσο, για το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται το τραγούδι, το τοποθετεί σε εκείνα τα άσματα, που πέρα από τον προσωποποιημένο κλέφτη, μετατρέπονται σε γενικό ύμνο όλων των κλεφτών.

Στους τελευταίους στίχους η μητέρα του, σαλεμένη από τον πόνο και τη δυστυχία, αναρωτιέται για την τύχη των αρμάτων του γιου της, που είναι σύμβολα της υπερηφάνειας και της ελευθερία του∙ η κληρονομιά που αφήνει πίσω του. Η μητέρα του μοιρολογεί για ό,τι πιο ιερό απέμεινε από αυτόν στον πάνω κόσμο.

 

Του Κίτσ’ η μάνα κάθουνταν στην άκρη στο ποτάμι,

με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε.

«Ποτάμι μου λιγόστεψε, ποτάμι στρέψε πίσω,

για να περάσ’ αντίπερα πέρα στα κλεφτοχώρια,

οπώχουν οι κλέφτες σύνοδο, οπώχουν τα λημέρια».

Τον Κίτσο τον επιάσανε και παν’ να τον κρεμάσουν,

χίλιοι τον πάνε απ’ ομπροστά και δυο χιλιάδες πίσω.

Κι ολοξωπίσω πήγαινε η δόλια του η μανούλα.

μυριολογούσε κι έλεγε, μυριολογά και λέγει.

-Κίτσο μου πού ’ναι τ’ άρματα τα έρμα τα τσαπράζια;

Λωλή, μάνα τρελή, μάνα ξεμυαλισμένη,

δεν κλαις τα μαύρα νιάτα μου, δεν κλαις και την αντρειά μου,

μον κλαις τα έρμα τ’ άρματα, τα έρμα τα τσαπράζια.

 

 

 

Των Κολοκοτρωναίων

Σημαντική οικογένεια που ύμνησε το κλέφτικο τραγούδι είναι αυτή των Κολοκοτρωναίων, η δράση της οποία ξεκινάει από πολύ παλιά. Το τραγούδι φαίνεται να αναφέρεται στον Κωνσταντίνο Κολοκοτρώνη, πατέρα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, που συγκρούσθηκε το 1779 με τον Καπουδάν πασά.

 

Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά κι ο ήλιος στα λαγκάδια,

λάμπουν και τα ’λαφρά σπαθιά των Κολοκοτρωναίων,

πόχουν τ’ ασήμια τα πολλά, τις ασημένιες πάλες,

τις πέντε αράδες τα κουμπιά, τις έξι τα τσαπράζια,

όπου δεν καταδέχονται τη γης να την πατήσουν.

Καβάλα τρώνε το ψωμί, καβάλα πολεμάνε,

καβάλα παν’ στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε,

καβάλα παίρν’ αντίδερο απ’ του παπά το χέρι.

Φλωριά ρίχνουν στην Παναγιά, φλωριά ρίχνουν στους άγιους,

και στον αφέντη το Χριστό τις ασημένιες πάλες.

«Χριστέ μας, βλόγα τα σπαθιά, βλόγα μας και τα χέρια».

Κι ο Θοδωράκης μίλησε, κι ο Θοδωράκης λέει:

«Τούτ’ οι χαρές που κάνουμε σε λύπη θα μας βγάλουν.

Απόψ’ είδα στον ύπνο μου, στην υπνοφαντασιά μου,

θολό ποτάμι πέρναγα και πέρα δεν εβγήκα.

ελάτε να σκορπήσουμε, μπουλούκια να γενούμε.

Σύρε Γεώργο μ’ στον τόπο σου, Νικήτα στο Λιοντάρι.

Εγώ πάου στην Καρύταινα, πάου στους εδικούς μου,

ν’ αφήκω στη διαθήκη μου και τις παραγγολές μου,

τι θα περάσω θάλασσα, στη Ζάκυνθο να πάω».

Ιστορικό - κλέφτικο τραγούδι από τη Στερεά Ελλάδα που αναφέρεται στο θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη.

Του Ανδρούτσου η μάνα

Λίγο πριν τον τραγικό θάνατο του Αλή Πασά Τεπελενλή το 1822, και σε συνεννόηση με αυτόν, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος με ένα ασκέρι 2.000 ανδρών, ανεξαρτητοποιήθηκε και άρχισε ένα τρίχρονο αγώνα εναντίον των Οθωμανών με αποκορύφωμα την ηρωϊκή  μάχη στο Χάνι της Γραβιάς  (8 Μαίου 1821), όπου μόνο 118 Έλληνες αντιμετώπισαν επιτυχώς 8.000 Οθωμανούς υπό τον Ομέρ Βρυώνη. 

Τότε γράφτηκε και το γνωστό δημοτικό τραγούδι «Τ’ Αντρούτσου η μάνα χαίρεται, του Διάκου καμαρώνει. Γιατί έχουν γιους αρματολούς,  και γιους καπεταναίους. Ανδρούτσος φυλάει τη Γραβιά, Διάκος την Αλαμάνα».

Στη μάχη αυτή, «η στρατηγική ιδιοφυΐα του Ανδρούτσου θριάμβευσε. Έτσι δικαιωματικά κατέλαβε τη θέση του αρχηγού των όπλων της Βοιωτίας, και ουσιαστικά αυτός επηρέασε την τύχη της επαναστάσεως στην ανατολική Στερεά , κατά τα επόμενα έτη.»