Μάθημα : Β΄ τάξη -Εργαστήρια δεξιοτήτων-

Κωδικός : 1201066486

1201066486  -  ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΤΣΑΜΑΚΗ

Τοίχος

Αναρτήσεις

Χρήστης:ΤΣΑΜΑΚΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗ
Ο χρήστης
μοιράστηκε μια ανάρτηση

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2022 - 9:13 μ.μ.

«Ο κόσμος από την αρχή»
Συγγραφείς: Κατερίνα Σαρρή, Κωνσταντίνος Μπίκος
Εικονογράφηση: Μυρτώ Δεληβοριά

ΚΕΘΙ
UNICEF


Ρωξάνη, 15 χρονών

Ένα χέρι σε αρπάζει από τα μαλλιά και σε γυρίζει πίσω. Νιώ-
θεις την άμμο να χτυπάει με δύναμη την πλάτη σου. Σφίγγει τα
δυο σου χέρια με το ένα του χέρι και έχει τυλίξει τα πόδια του
γύρω από τα δικά σου. Έχει πέσει πάνω σου με τόση δύναμη,
που δεν μπορείς να ανασάνεις. Τρομάζεις μόλις καταλαβαίνεις
πόσο ανήμπορη είσαι. Σταματάς να χτυπιέσαι προσπαθώντας να
ελευθερωθείς. Μπορείς να κουνήσεις ελάχιστα το κεφάλι σου,
γιατί με τον αγκώνα του πατάει τα μαλλιά σου. Έχεις κουραστεί
πολύ, η καρδιά σου χτυπάει άναρχα, δεν μπορείς να πιστέψεις
ότι βρίσκεσαι σε αυτή την κατάσταση. Σου περνάει από το μυαλό
ότι αυτό είναι το τέλος. Όχι το τέλος της σχέσης σου, αλλά το
τέλος της ζωής σου.
Δεν μπορείς να πιστέψεις ότι αυτός βρίσκεται σε αυτή
την κατάσταση. Αλήθεια; Για σκέψου καλύτερα. Δεν μπορείς να
πιστέψεις ότι μπορούσε να βρεθεί σε αυτή την κατάσταση; Δεν
μπορείς να πιστέψεις ότι αυτός μπορούσε να σε φέρει σε αυτή
την κατάσταση; Κοιτάς μέσα στα μάτια του, αλλά βλέπεις μόνο
την οργή του, που έχει ρουφήξει οτιδήποτε αγάπησες ποτέ σ’
αυτόν. Ψάχνεις με αγωνία να βρεις κάτι πάνω του που θα σου
θυμίσει εκείνη την αγάπη. Αναρωτιέσαι εάν ήταν ποτέ αληθινή.
Αναρωτιέσαι εάν ήταν ποτέ αγάπη. Έτσι είναι η αγάπη; Μήπως
είναι έτσι η αγάπη; Η οργή έχει ζαρώσει το μέτωπό του, έχει στε-
γνώσει τα μάτια του. Οι κόρες των ματιών του έχουν διασταλεί.
Τα χείλη του έχουν κλειδώσει. Τα δάχτυλά του είναι άκαμπτα.
Όχι, δεν είναι έτσι η αγάπη. Η οργή τον έχει μεταμορφώσει σε
πέτρα. Η πέτρα σε έχει πλακώσει. Η πέτρα δεν σε αφήνει να
ανασάνεις.
«Βλέπεις πώς με κάνεις; Εσύ το κάνεις όλο αυτό. Εσύ μόνο
μπορείς να με εξοργίσεις τόσο ώστε να χάσω τον εαυτό μου»
λέει με μια αλλόκοτη ψιθυριστή φωνή.
Σταματάς να αντιστέκεσαι. Αφήνεις όλο το βάρος σου
πάνω στην άμμο. Δάκρυα τρέχουν από τα μάτια σου. Φοβάσαι
τον θάνατο; Γι’ αυτό κλαις; Ή μήπως λυπάσαι για την αγάπη που
πέθανε; Προσπαθείς να θυμηθείς. Μπορείς να θυμηθείς πώς
ξεκίνησαν όλα αυτά;
Είσαι 15. Έχεις μακριά καστανόξανθα μαλλιά και πράσινα
μάτια. Το ξέρεις πως είσαι όμορφη. Το βλέπεις στον καθρέφτη
σου, το ακούς να σου το λένε. Το καλοκαίρι τρως μπέργκερ
στην πλατεία, πας θερινό σινεμά, κάνεις βόλτες ως το πρωί και
ατέλειωτες βουτιές. Τα βιβλία σου σκονίζονται σε μια γωνιά,
ούτε που τα κοιτάζεις. Το φθινόπωρο αναπολείς την παρέα από
τις καλοκαιρινές διακοπές και στριμώχνεις την ελευθερία σου
πάνω σ’ ένα θρανίο, μέσα σε μια τάξη μαζί με άλλα είκοσι παιδιά.
Κοιτάς συχνά έξω από το παράθυρο. Ο χειμώνας σε βρίσκει
πάνω από τα σχολικά σου τετράδια να λύνεις εξισώσεις, να με-
ταφράζεις αρχαία κείμενα και να μετράς με το υποδεκάμετρο
χιλιοστά σε ορθογώνια παραλληλόγραμμα και σε καλοσχημα-
τισμένους με τον διαβήτη κύκλους. Ο Αϊνστάιν σού βγάζει τη
γλώσσα, με το δίκιο του. Πριν κοιμηθείς, σερφάρεις στο ίντερ-
νετ και ανταλλάσσεις μηνύματα με τις φίλες σου από το κινητό
σου. Η άνοιξη όμως, η άνοιξη είναι μόνο δική σου. Περνά από
πάνω σου χαϊδεύοντας τα μαλλιά σου. Την άνοιξη η καρδιά σου
χτυπάει πιο δυνατά. Ο ήλιος μετράει αλλιώς τα μάτια σου. Δεν
ξέρεις τι ακριβώς σου συμβαίνει, είναι μια ορμή, μια δύναμη που
σε σηκώνει ψηλά σαν πούπουλο, μια φλόγα που σιγοκαίει μέσα
σου και σου ψιθυρίζει «έλα, Ρωξάνη, ήρθε η ώρα».
Οι περισσότερες φίλες σου έχουν σχέση. Πηγαίνουν μαζί
σινεμά, φιλιούνται, τσακώνονται, γελάνε, μουτρώνουν. Οι λού-
τρινοι αρκούδοι και οι ταλαιπωρημένες μπάρμπι στριμώχνονται
από καιρό στο πάνω ράφι της βιβλιοθήκης σου. Ακόμη και η
Σαντρίν, η αγαπημένη σου εξωτική Σαντρίν από το Περού, που
κοιμόσουν μαζί της μέχρι και πριν από δυο τρία χρόνια, σε κοι-
τάζει τώρα απαρηγόρητη.
«Οχ, έλα τώρα, Σαντρίν, δες πώς μεγάλωσα» της λες απο-
λογητικά όταν συναντιούνται τα βλέμματά σας.
Με τους γονείς σου συγκατοικείς πια. Έχεις αλλάξει πλα-
νήτη. Δεν ανήκεις στον ίδιο μ’ εκείνους. Τρώτε μερικές φορές
όλοι μαζί, ρωτάτε ο ένας τον άλλον διάφορα πράγματα: «Τι φα-
γητό έχει;», «Διάβασες;», «Τι ώρα θα γυρίσεις;», «Θα έρθεις μαζί
στο σουπερμάρκετ;», «Να κοιμηθώ στη Νάντια;».
Η Νάντια. Μαζί της ήσουν όταν τον είδες για πρώτη φορά.
Καθίσατε στις Φράουλες, παρόλο που δεν σου αρέσουν οι κα-
φετέριες, εκείνες οι ατέλειωτες ώρες καθισιού και μπλα μπλα,
ανακατεύοντας τον καφέ με το καλαμάκι, όλο αυτό το απίθανο
αραλίκι. Προτιμάς τις βόλτες, το σινεμά ή ένα κοριτσίστικο
δωμάτιο. Παρ’ όλα αυτά, πήγες στις Φράουλες. Κάθισες σ’ ένα
τραπέζι με τη Νάντια. Παράγγειλες ένα μιλκσέικ. Άκουγες τη
Νάντια να περιγράφει με τη χαρακτηριστική της γλαφυρότητα
πώς πέρασε το Σαββατοκύριακο καθώς έστριβες τη γνωστή
τούφα των μαλλιών σου.
«…Δυστυχώς τα χιόνια είχαν λιώσει στην Αράχοβα και δεν
μπόρεσα να κάνω σκι, αλλά ήταν εκεί ο Φοίβος, ένας παιδικός
μου φίλος, που με κάρφωνε όλο το βράδυ, αλλά δεν με πλησίαζε
για να μιλήσουμε, κι ευτυχώς, δηλαδή, γιατί τον θυμόμουν μικρό
έναν χειμώνα που είχε περάσει συνάχι και του έτρεχαν συνέχεια
οι μύξες και τον κοίταζα με αηδία, ίου, μπλιαξ και ομιτζί, αυτή
η σχέση τέλειωσε πριν καν αρχίσει, εντάξει, από μια μεριά οι
καλύτερες σχέσεις είναι αυτές που δεν άρχισαν ποτέ…»
Η Νάντια παραληρούσε, ως συνήθως. Σου τράβηξε την
προσοχή ένα γέλιο ή ένα επιφώνημα από μια παρέα που γελούσε
πίσω από τη Νάντια. Έγειρες λίγο το κεφάλι σου παραμερίζο-
ντας τη Νάντια από το οπτικό σου πεδίο, και τότε τον είδες.
Τα μαλλιά του ήταν μαύρα, ξεχτένιστα, όχι ατημέλητα,
αλλά ανέμελα, και τα χέρια του ήταν χαλαρά, κάποια στιγμή,
μάλιστα, τα δάχτυλά του πέρασαν ανάμεσα στα μαλλιά του σαν
μια χαλαρή χτένα. Άκουγε αυτά που έλεγαν οι άλλοι τρεις στην
παρέα του και χαμογελούσε. Είχε σκληρές γραμμές στο πρό-
σωπό του κι ένα χαμόγελο λοξό που μπορούσε να σε τρελάνει.
Σου φάνηκε γοητευτικός, πως, εάν κοιτούσες στο λεξικό τη
λέξη γοητευτικός, θα έβλεπες σίγουρα το πρόσωπό του. Και,
σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ενώ γελούσε με τους φίλους του,
έστρεψε το κεφάλι του ξαφνικά και σε είδε κι αυτός. Για μερικά
δευτερόλεπτα σταμάτησε ο χρόνος, ο κόσμος, η γη. Και τότε το
ένιωσες. Ένιωσες εκείνη τη φλόγα που σιγόκαιγε μέσα σου μέχρι
εκείνη τη στιγμή να γίνεται φωτιά. Αυτό ήταν το σημείο μηδέν.
Βάζεις στοίχημα πως κάπως έτσι ξεκίνησε ο κόσμος, εκείνο το
τεράστιο μπανγκ που δημιούργησε τη ζωή. Νόμισες, μάλιστα,
πως το άκουσες κιόλας εκείνο το άναρχο χάος που έφτιαξε
σοφά τον κόσμο. Ύστερα απ’ αυτό τίποτα δεν ήταν ίδιο.
Πολύ γρήγορα οι παρέες σας έγιναν μία. Κι ακόμη γρηγο-
ρότερα εκείνος κι εσύ απομονωθήκατε από τους φίλους σας.
Νόμιζες πως το ήθελες εξίσου μ’ εκείνον, ωστόσο ήταν δική του
ιδέα.
«Τι σου αρέσει στη Νάντια;» σε ρώτησε μια μέρα.
«Τι ερώτηση είναι αυτή; Η Νάντια είναι η κολλητή μου».
«Είστε πολύ διαφορετικές».
«Το ξέρω».
«Τι σου αρέσει, δηλαδή, σ’ αυτήν;»
«Μ’ αρέσει που είναι αυθόρμητη. Θα πει ό,τι της έρθει στο
κεφάλι χωρίς να το πολυσκεφτεί».
«Δεν είμαι τόσο σίγουρος».
«Δεν χωνεύεις την κολλητή μου;»
«Λέει πράγματα για να σε προσβάλει».
«Την παρεξηγείς, δεν θέλει να προσβάλει κανέναν, ούτε
έχει κακή πρόθεση, απλώς δεν σκέφτεται και πολύ πριν μι-
λήσει».
«Τις προάλλες είπε “Δεν έχετε τίποτα καλύτερο να κά-
νετε εσείς;”»
«Ναι, αφού είμαστε όλη μέρα ο ένας πάνω στον άλλον.
Έλα, μην την παρεξηγείς».
«Απλώς δεν νιώθω άνετα μαζί της. Είμαι σίγουρος πως
ζηλεύει».
«Όλοι έχουν δικαίωμα στη ζήλια, όχι μόνο εσύ» του λες
γελώντας για να τελειώνει η συζήτηση.
Ωστόσο, από εκείνη την ημέρα φροντίζεις να βλέπεις την
κολλητή σου χωρίς αυτόν.
Τον λένε Σπύρο και είναι δυο χρόνια μεγαλύτερος από
σένα.
«Ρωξάνη, είσαι το κορίτσι μου, σου λέει συχνά, είσαι το
κορίτσι της ζωής μου».
Υπάρχει κάτι που σ’ ενοχλεί σ’ αυτό που ακούς, δεν μπο-
ρείς να καταλάβεις τι, ίσως όλα αυτά τα «μου» που αραδιάζονται
μαζί με τ’ όνομά σου. Σαν να μην ανήκεις πια στον εαυτό σου. Δεν
είσαι πια ένα κορίτσι, είσαι το κορίτσι της ζωής του.
Δεν του αρέσει ο κινηματογράφος, όμως πηγαίνει για να
σου κάνει το χατίρι. Βγάζεις τα χρήματα για να πληρώσεις το
εισιτήριό σου. Εκείνος βάζει τα γέλια.
«Τι κάνεις; Είσαι μαζί μου τώρα. Μην κουβαλάς λεφτά όταν
είσαι μαζί μου».
«Κι αν θέλω να αγοράσω κάτι;»
«Θα σου το πάρω εγώ».
«Κι αν θέλω να αγοράσω κάτι για κάποιον άλλον;»
«Για ποιον δηλαδή;»
«Για τη μαμά μου, ας πούμε».
«Τότε, θα το συζητήσουμε».
«Θα το συζητήσουμε; Τι θα συζητήσουμε ακριβώς; Εάν θα
πάρω δώρο στη μαμά μου;» Βάζεις τα χρήματα πίσω στην τσέπη
σου.
Όταν είσαι μαζί μου, μη φοβάσαι τίποτα, όταν είσαι μαζί μου,
μην ανησυχείς, όταν είσαι μαζί μου, μην πληρώνεις, όταν είσαι
μαζί μου, δεν χρειάζεσαι τη Νάντια, μη σκέφτεσαι τη μαμά σου,
όταν είμαστε μαζί, υπάρχεις μόνο εσύ κι εγώ.
Υπάρχει ένας γυάλινος πύργος που υψώνεται γύρω σου
και σε κλείνει μέσα του όπως το γυάλινο φέρετρο τη Χιονάτη.
Αλλά όχι ακόμη, δεν έχεις καταλάβει τίποτα ακόμη.
Περνάς όλο το απόγευμα του Σαββάτου μπροστά στον
καθρέφτη να αλλάζεις ρούχα για την έξοδό σας. Καταλήγεις
σ’ ένα λευκό πουκάμισο και μια τζιν κοντή φούστα. Φοράς και
τα αθλητικά σου παπούτσια. Αν μείνεις λίγο ακόμα, θα αλλά-
ξεις για μία ακόμη φορά. Αναστενάζεις μπροστά στον λόφο με
τα ρούχα και βγαίνεις βιαστικά. Τρέχεις να τον συναντήσεις.
Είναι κούκλος. Έχει κάπως ανοιχτό το πουκάμισό του και
φοράει ένα τέλειο άρωμα. Τρέχεις στην αγκαλιά του. Εκείνος
σε αγκαλιάζει χλιαρά.
«Τι συμβαίνει;» ρωτάς.
«Είδες μέχρι πού φτάνει η φούστα σου;» λέει εκείνος.
Κοιτάς τα πόδια σου.
«Φτάνει ως εκεί που πρέπει» λες ανάλαφρα, αλλά ανησυ-
χείς για το πώς θα καταλήξει εκείνη η βραδιά.
Υπάρχει ένα σκοτάδι μέσα του, πιο δυνατό από το φως
του.
«Ξέρεις, Ρωξάνη, αυτά τα πόδια θα ήθελα να τα βλέπω
μόνο εγώ, αν γίνεται».
Δεν πιστεύεις στ’ αυτιά σου, ωστόσο, παραδέξου το, κο-
λακεύτηκες. Είσαι ερωτευμένη μαζί του.
«Θέλετε μόνο τα πόδια; Θα τα δείτε εδώ ή να σας τα τυλί-
ξω για το σπίτι;» ρωτάς σε μια απελπισμένη προσπάθεια να τον
κάνεις να χαμογελάσει.
«Μερικές φορές, Ρωξάνη, σκέφτεσαι μόνο τον εαυτό σου.
Είσαι πολύ φιλάρεσκη».
Δεν μιλάς, δεν λες τίποτα. Αναρωτιέσαι, όμως, μήπως
έχει δίκιο τελικά. Μήπως σκέφτεσαι μόνο τον εαυτό σου.
Στην ουρά για το ταμείο του σινεμά ένα αγόρι σε κοιτάζει
επίμονα. Ύστερα κοιτάζει τα πόδια σου. Ο Σπύρος χλωμιάζει.
Προσπαθείς να κατεβάσεις τη φούστα με το χέρι. Προσπαθείς
να τσαλακώσεις τον εαυτό σου για να μην απειληθεί ο Σπύρος.
«Συμβαίνει κάτι;» ακούς έντρομη τον Σπύρο να ρωτάει
εκείνο το αγόρι.
«Σαν τι να συμβαίνει δηλαδή;»
«Ξέρω γω; Σου ’χουν πεταχτεί τα μάτια, ρε μεγάλε, μαζέ-
ψου λίγο, το κορίτσι συνοδεύεται».
«Θαυμάζω το ωραίο, τι ζόρι τραβάς;»
«Αν την ξαναφέρεις σε δύσκολη θέση, θα φας μπουνιά».
«Σε ενόχλησα, κοπέλα μου;» σε ρωτάει το αγόρι.
«Ό-όχι» λες, αλλά δεν είσαι καθόλου σίγουρη πως έδωσες
τη σωστή απάντηση. Ωστόσο, έχει έρθει η σειρά σας να βγάλετε
εισιτήρια και τον τραβάς.
Κατά τη διάρκεια του έργου κάθεστε αμίλητοι σαν ξένοι.
Κι όταν βγαίνετε από το σινεμά και στρίβετε στη γωνία, αρχίζει
η δεύτερη πράξη.
«Κατάλαβες τώρα σε τι δύσκολη θέση με φέρνουν οι επι-
λογές σου;»
«Μόνος σου έρχεσαι σε δύσκολη θέση» απαντάς.
«Είσαι εγωίστρια».
«Και σένα σε κοιτάζουν τα κορίτσια, αλλά δεν τις απειλώ
ότι θα τις δείρω».
«Προκαλείς, Ρωξάνη, σου αρέσει να προκαλείς».
«Είναι πολύ άδικο αυτό που λες. Μόνο εσύ με ενδιαφέρεις,
κανένας άλλος. Πόσες φορές πρέπει να σου το πω; Δεν με πι-
στεύεις;»
«Τότε, πάψε να φοράς όλα αυτά τα προκλητικά. Εμένα με
κατάκτησες, φτάνει».
Όταν κλείνουν τα σχολεία, πιάνεις δουλειά στην ταβέρνα
της θείας σου. Ο Σπύρος έρχεται κάθε βράδυ, την αράζετε στην
παραλία κι ύστερα σε γυρίζει στο σπίτι σου, παρόλο που η θεία
θέλει να σε φιλοξενήσει όπως παλιά, που ήσουν μικρούλα και
περνούσες τα καλοκαίρια μ’ ένα μαγιό, τον ξάδερφό σου τον Νι-
κόλα και τους φίλους του. Αρνείσαι, για να μην κάνεις τον Σπύρο
να τρελαίνεται με απίθανα σενάρια.
Ανακεφαλαιώνοντας, αλλάζεις όλη την γκαρνταρόμπα
σου – ξεθάβεις και μια δυο χίπικες μακριές φούστες από μια
ξεχασμένη φάση που είχες περάσει, κόβεις τα πάρε δώσε με την
κολλητή σου, για να ανοίξεις το πορτοφόλι σου τον κοιτάς για να
σου δώσει την άδεια, αποφεύγεις οποιοδήποτε αγόρι, ακόμα και
κορίτσι αν δεν είναι στα γούστα του Σπύρου, απομονώνεσαι και
σχεδιάζεις το μέλλον σου με βάση το δικό του. Το πηγάδι μέσα
στο οποίο πέφτεις δεν έχει πάτο. Ο Νικόλας σε ρωτάει αν όλα
είναι καλά.
«Ναι, φυσικά» λες με την ειλικρίνεια του Πινόκιο.
Φυσικά και δεν τον πείθεις, δεν είναι ηλίθιος ο Νικόλας.
Περνάτε όλο το καλοκαίρι να τσακώνεστε με τον Σπύρο.
Προσπαθείς να γίνεις κάποια που δεν είσαι. Χάσιμο χρόνου. Δεν
μπορείς να απολαύσεις τις στιγμές μαζί του. Βρίσκεσαι σε μια
μόνιμη ανησυχία μήπως πεις ή κάνεις κάτι που δεν του αρέσει.
Όλες οι όμορφες στιγμές έχουν γυρίσει σε άσχημες. Δεν
έχεις πια καμία όμορφη ανάμνηση μαζί του. Εκτός από εκείνη
την πρώτη σας συνάντηση. Εκείνη που δεν είχατε ανταλλάξει
κουβέντα. Από εκεί κρατιέσαι. Αλλά είναι αργά πια. Αργά για να
κρατηθείς από οπουδήποτε.
Κοντά μεσάνυχτα του τελευταίου Σαββάτου του Αυγού-
στου, η ταβέρνα έχει αδειάσει κι η παρέα του Νικόλα έχει ανά-
ψει φωτιά στην παραλία. Το μεγαλύτερο φεγγάρι της χρονιάς,
κόκκινο σαν τη φωτιά. Μπίρες, κιθάρες, τραγούδια, γέλια. Το
τέλος του καλοκαιριού.
«Φύγε, λέει γελώντας η θεία, θα μαζέψω εγώ. Άντε, σε πε-
ριμένουν. Ο Νικόλας με μάλωσε, είπε να μη σε κρατήσω πολύ».
Δεν το σκέφτεσαι καθόλου. Βγάζεις τα παπούτσια σου και νιώ-
θεις την κρύα άμμο, ανακουφιστική στις πατούσες σου, να σβήνει
την κούραση της ημέρας. Σε περιμένει ένας απαιτητικός χειμώ-
νας, γεμάτος διάβασμα και εξετάσεις. Αλλά τώρα γελάς. Γελάς
πολύ και κάνεις τους άλλους να γελούν κι αυτοί. Τραγουδάς όταν
θυμάσαι τους στίχους, κι όταν δεν τους θυμάσαι, λες μόνο τις
τελευταίες συλλαβές. Και δεν έχεις καν ωραία φωνή. Νιώθεις
ανάλαφρη σαν αεράκι. Αποχαιρετάς το καλοκαίρι. Σηκώνεσαι και
χορεύεις γύρω από τη φωτιά σαν Ινδιάνα. Ακούς τη θάλασσα να
αφρίζει όταν ακουμπάει την άμμο.
«Δεν έχασες ευκαιρία, ε;» ακούς από κάπου μακριά, από
κάπου πολύ μακριά.
Ίσα που ακούγεται εκείνη η μίζερη, σκληρή, μνησίκακη
φωνούλα που διακόπτει τον ινδιάνικο χορό σου, πώς τολμάει;
Οι άλλοι δεν ξέρουν, δεν έχουν ιδέα. Συνεχίζουν. Ο Σπύρος
κάθεται στον κύκλο γύρω από τη φωτιά. Κάθεσαι δίπλα του.
Έπειτα από λίγο το αυθόρμητο πάρτι τελειώνει. Μαζεύετε,
ρίχνετε άμμο στη φωτιά και λέτε καληνύχτα. Μένεις μόνη μαζί
του. Σιωπή.
Τι σημασία έχει τι λέει, τι λες, τι λέτε; Έχει τελειώσει.
Του το λες. Γελάει. Γελάει. Του λες ότι τελειώσατε, ότι δεν θέ-
λεις πια να είσαι μαζί του, κι αυτός γελάει. Έχει το γέλιο του μια
ειρωνεία, είναι βεβιασμένο, πνιγηρό, προσποιητό. Τον κοιτάζεις.
Τα μάτια του πετάνε φωτιά. Είναι ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί.
«Θα τελειώσουμε όταν το πω εγώ» λέει.
«Τελειώσαμε, Σπύρο» επαναλαμβάνεις και σηκώνεσαι να
φύγεις.
Ένα χέρι σε αρπάζει από τα μαλλιά και σε γυρίζει πίσω.
Νιώθεις την άμμο να χτυπάει με δύναμη την πλάτη σου. Σφίγγει
τα δυο σου χέρια με το ένα του χέρι και έχει τυλίξει τα πόδια
του γύρω από τα δικά σου. Έχει πέσει πάνω σου με τόση δύναμη,
που δεν μπορείς να ανασάνεις. Τρομάζεις μόλις καταλαβαίνεις
πόσο ανήμπορη είσαι. Σταματάς να χτυπιέσαι προσπαθώντας να
ελευθερωθείς. Μπορείς να κουνήσεις ελάχιστα το κεφάλι σου,
γιατί με τον αγκώνα του πατάει τα μαλλιά σου. Έχεις κουραστεί
πολύ, η καρδιά σου χτυπάει άναρχα, δεν μπορείς να πιστέψεις
ότι βρίσκεσαι σε αυτή την κατάσταση. Σου περνάει από το μυαλό
ότι αυτό είναι το τέλος. Όχι το τέλος της σχέσης σου, αλλά το
τέλος της ζωής σου.
«Βλέπεις πώς με κάνεις; Εσύ το κάνεις όλο αυτό. Εσύ μόνο
μπορείς να με εξοργίσεις τόσο ώστε να χάσω τον εαυτό μου»
λέει με μια αλλόκοτη ψιθυριστή φωνή.
«Δες τον εαυτό σου, Σπύρο. Σε παρακαλώ, δες πώς είσαι,
πώς είμαστε, δεν σου αξίζει, δεν μας αξίζει» κάνεις μια τελευ-
ταία προσπάθεια.
«Εσύ μου αξίζεις, κι αν δεν μπορώ να σ’ έχω, δεν θα σ’ έχει
κανείς».
Το φεγγάρι πίσω από τα κεφάλια σας αδιαφορεί για τη μι-
κρή ιστορία σας. Για τον επικίνδυνο κόσμο που φτιάξατε μαζί. Για
τη μίζερη σχέση από την οποία έπρεπε να είχες φύγει νωρίτερα.
Πολύ νωρίτερα. Έχετε φτάσει όμως τώρα ως εδώ. Τώρα χρειά-
ζεται ν’ ακουστείς. Τώρα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη
στιγμή, πρέπει ν’ ακουστείς. Αρχίζεις να φωνάζεις. Η θάλασσα
παρασύρει τη φωνή σου. Παίρνεις μια βαθιά ανάσα κι ουρλιάζεις.
Ουρλιάζεις σαν αυτό να είναι το τελευταίο πράγμα που πρέπει
να κάνεις πριν πεθάνεις.
Ο Σπύρος δεν άκουσε τη σειρήνα του περιπολικού, ούτε
είδε τον Νικόλα να έρχεται από πίσω ούτε ένιωσε τα χέρια του
να τον αρπάζουν από τον λαιμό. Οι χειροπέδες γυάλισαν στο
φως του φεγγαριού. Τις ακούς να κλειδώνουν μ’ ένα κλικ. Το
περιπολικό απομακρύνεται.
Νιώθεις μόνη. Είσαι ευάλωτη και φοβισμένη. Αλλά είσαι
ζωντανή.
Χρήστης:ΤΣΑΜΑΚΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗ
Ο χρήστης
μοιράστηκε μια ανάρτηση

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2022 - 9:13 μ.μ.

«Ο κόσμος από την αρχή»
Συγγραφείς: Κατερίνα Σαρρή, Κωνσταντίνος Μπίκος
Εικονογράφηση: Μυρτώ Δεληβοριά

ΚΕΘΙ
UNICEF


Μαρία, 13 χρονών

Ο άνεμος ανασαίνει πάνω από τα βουνά και πάνω από τα χα-
μηλά χωμάτινα σπίτια και πάνω από όλες τις προσδοκίες και
τα σχέδια του κόσμου. Σφυρίζει κι αλυχτάει, ζηλεύει και γελά-
ει, εγωιστής, θρασύδειλος. Τρυπώνει κάτω από τις πόρτες κι
ανάμεσα απ’ τις γρίλιες, με το έτσι θέλω, μέσα στα σπίτια των
ανθρώπων. Φουντώνει τη φωτιά όπου βράζει το αφέψημα στο
μπρίκι, ανακατεύει τα μαλλιά της Μαρίας, γλιστράει το μαντίλι
απ’ το κεφάλι της γιαγιάς, σβήνει τ’ αναμμένα καντηλάκια μπρο-
στά απ’ τις εικόνες, γαργαλάει τα μάγουλα του μικρού μέσα στην
κούνια του, ανασηκώνει τις σελίδες στο βιβλίο του μεγάλου.
«Μαρία, άντε να φέρεις το νερό».
«Μα φυσάει έξω, να κοπάσει πρώτα ο αέρας».
«Σε λίγο μπορεί ν’ αρχίσει η βροχή».
Η Μαρία ανοίγει την πόρτα βαριεστημένα και κοιτάζει
ψηλά. Πάνω στον ίδιο ουρανό, ένα εκατομμύριο μικρά αστέρια
κοιμούνται. Δεν είναι μακριά η βρύση, άλλωστε τον δρόμο τον
ξέρει. Αλλά, να, τώρα τελευταία, όταν φυσάει, η Μαρία ανησυχεί.
Άκουσε και κάτι κουβέντες από τον πατέρα και τον θείο της,
ότι αυτή κι ο αδερφός της μεγάλωσαν πια, ότι πρέπει να πάρει
ο καθένας τον δρόμο του κι ότι μέχρι πότε θα μένει ο Χαρίτος
και η Μαρία μαζί τους, ολόκληρο παλικάρι έγινε αυτός κι αυτή
ολόκληρη γυναίκα. Κι η Μαρία ανησυχεί, γιατί δεν νιώθει κα-
θόλου ολόκληρη γυναίκα, νιώθει κορίτσι και φοβάται πως όλα
αυτά που ακούει από μισόλογα και κουβέντες του αέρα… πως
όλα αυτά θα γίνουν νύχτα. Μια νύχτα που θα φυσάει δυνατά και
δεν θα ακούν ο ένας τον αποχαιρετισμό του άλλου από τον θυ-
μωμένο και κακότροπο αέρα.
Την προηγούμενη νύχτα είχε έρθει στο σπίτι ένας γέρο-
ντας που δεν τον είχε ξαναδεί, με μια μαγκούρα στο χέρι και μια
καμπούρα στην πλάτη. Είχε μείνει ώρες στο σπίτι τους κι είχε
μιλήσει με τον πατέρα και τον θείο της σχεδόν ως το πρωί. Ήταν
κι η μάνα της εκεί, που άκουγε δίχως να μιλάει, ήταν κι η γιαγιά
της, που δεν άκουγε καλά, αλλά που τα ήξερε όλα, αιώνες τώρα.
«Δεν ανησυχείς, Χαρίτο;» ρώτησε τον αδερφό της όταν
πέσανε για ύπνο.
«Εγώ θα σπουδάσω, Μαρία, γιατί ν’ ανησυχώ; Θα πάω στο
πανεπιστήμιο και θα γίνω μηχανικός. Θα πιάσω και μια δουλειά
για να βγάζω τα έξοδά μου».
«Κι εγώ θα σπουδάσω, Χαρίτο;»
«Δεν νομίζω, Μαρία, εσύ είσαι κορίτσι και τα κορίτσια
παντρεύονται».
«Μα θέλω κι εγώ να σπουδάσω, δεν θέλω να παντρευτώ».
«Κοιμήσου τώρα, ο μπαμπάς και ο θείος θα κανονίσουν
για όλα». Η Μαρία έκλεισε τα μάτια της κι άκουσε τον αέρα που
φυσούσε. Αφέθηκε στo παιχνίδι του και στροβιλίστηκε μαζί του,
μέχρι που βάρυναν τα βλέφαρά της κι αποκοιμήθηκε.
«Έλα δω, μικρό μου» της είπε η γιαγιά όταν ξύπνησε και
την είδε να τρίβει από τα μάτια της τα όνειρα.
Η Μαρία πήγε στη γιαγιά της και κάθισε δίπλα της. Η γιαγιά
έπιασε το χέρι της Μαρίας, σήκωσε το μανίκι της κι έτριψε λίγο
τον καρπό της εγγονής της, όπως της έκανε όταν την πονούσε
ο λαιμός.
«Τι θες να κάνεις τη ζωή σου, μικρό μου; Αν, ας πούμε, η
ζωή σου είναι δική σου, τι θέλεις να την κάνεις; Όταν μεγαλώ-
σεις λίγο ακόμα, τι θέλεις να την κάνεις;»
«Θέλω να γίνω γιατρός» απάντησε η Μαρία ψιθυριστά, στο
καλό αυτί της γιαγιάς, για να μην την ακούσει κανείς.
«Και τι σκοπεύεις να κάνεις γι’ αυτό;» ξαναρώτησε η γιαγιά.
Η Μαρία την κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. «Σαν τι να
κάνω, δηλαδή, γι’ αυτό; Τίποτα δεν θα κάνω. Ο μπαμπάς λέει
πως τα όνειρα είναι όνειρα κι εμείς είμαστε ξυπνητοί. Άλλο το
όνειρο και άλλο η αλήθεια. Τίποτα δεν θα κάνω».
«Τότε, έχω να σου πω, Μαρία. Θα σου πω…» είπε η γιαγιά,
κι εκείνη τη στιγμή φύσηξε ένας άνεμος τόσο ξαφνικός, που
χτύπησε τα παραθυρόφυλλα και ξύπνησε το μωρό αδερφάκι
της, που ήθελε αγκαλιά. Το πήρε τρυφερά στην αγκαλιά της. Του
χρόνου θα μπορούσε κι αυτή να έχει ένα μωρό δικό της. Σ’ αυτή
την ηλικία ήταν η μάνα της όταν γέννησε τη Μαρία. Ο αδερφός
της της χαμογέλασε φαφούτικα.
«Σαλιάρη» του είπε και σκούπισε τα σάλια του σε μια πο-
δίτσα.
Στο σχολείο η Μαρία καθόταν δίπλα στην Αλεξία.
«Πάλι δεν διάβασες;» τη ρώτησε η Μαρία, που είδε το
άδειο της τετράδιο.
«Πάλι» απάντησε αυτή.
«Μα γιατί;»
«Γιατί να διαβάσω, πες μου αλήθεια. Το σχολείο έχει
αδειάσει από κορίτσια, καμιά δεν το τελειώνει. Παντρεύονται
και κάνουν παιδιά».
«Κι εσύ, Αλεξία, θα παντρευτείς και θα κάνεις παιδιά;»
«Ναι, κι εγώ, γιατί, δηλαδή, όχι εγώ;»
«Το ξέρεις πως είναι επικίνδυνο; Είναι επικίνδυνο να κά-
νεις παιδιά τόσο μικρή!»
«Ποιος το λέει;»
«Η γιαγιά μου».
«Μα κι αυτή τόσο μικρή έκανε παιδιά».
«Ε, γι’ αυτό, ξέρει και το λέει».
«Δηλαδή;» ρώτησε η Αλεξία.
«Η γιαγιά μου κόντεψε να πεθάνει όταν πήγε να γεννήσει
την πρώτη φορά. Το σώμα της ήταν παιδικό, όχι γυναικείο. Δεν
ήταν ακόμα σχηματισμένο. Ούτε έτοιμο να γεννήσει. Το μωρό
δεν μπορούσε να βγει και δεν κατάφερε να ζήσει».
«Δηλαδή… η μαμά σου θα είχε αδερφό…»
«Ή αδερφή… Δεν νομίζω να το ξεπέρασε αυτό ποτέ η
γιαγιά μου. Οι βαθύτερες πληγές των ανθρώπων δεν φαίνονται,
Αλεξία, είναι μέσα τους».
«Εγώ, Μαρία, θέλω να παντρευτώ. Ίσως να μην κάνω αμέ-
σως παιδιά… Δεν θέλω να αλλάξω τον κόσμο, ούτε να πάω κό-
ντρα στην οικογένειά μου ή σε αυτό που συμβαίνει γύρω μου.
Εσύ θέλεις να αλλάξεις τον κόσμο;»
Η Μαρία έσκυψε στο τετράδιό της. Το μολύβι γύριζε σβού-
ρες αργές και τα γράμματα πατούσαν με δύναμη σχηματίζοντας
γκρίζες λέξεις στο χαρτί: Θα ήθελα να προσπαθήσω τουλάχιστον.
Ύστερα ζωγράφισε κάτι και το έδειξε στην Αλεξία. Ήταν ένας
πλανήτης και μέσα του έγραφε: Πλανήτης Μαρία.
Γέλασαν κι οι δύο.
Εκείνο το βράδυ ήρθε συνωμοτικό και σιωπηλό. Ο πατέ-
ρας στην κορυφή του τραπεζιού, πάντα στην κορυφή του τραπε-
ζιού, η μάνα δίπλα του, πάντα δίπλα του, ο θείος στην απέναντι
κορυφή του τραπεζιού, η γιαγιά πλάι στο παράθυρο που πάντα
έτριζε απ’ τον αέρα, ο Χαρίτος που βιαζότανε να επιστρέψει στα
διαβάσματα κι η Μαρία που έκανε σχέδια στα κρυφά μέσα στο
πιάτο της. Το μωρό κοιμότανε. Σ’ εκείνο το δείπνο ο άνεμος είχε
λουφάξει. Μόνο τα κουτάλια χτυπούσαν στα πιάτα και το ψωμί
που σαν κάτι να μουρμούρισε αδέξια ενώ μοιραζότανε σε μικρά
κομμάτια από το ένα χέρι στο διπλανό.
«Γιατί κανένας δεν μιλά;» ρώτησε η Μαρία, αλλά δεν πήρε
απάντηση κι ούτε επέμεινε.
Σκέφτηκε πως θα μπορούσε ο αέρας να αρπάξει το σπίτι
τους, εκεί που τρώγανε, στα καλά καθούμενα, και να το ξεριζώ-
σει από το χώμα. Και πως, εάν γινότανε αυτό, τότε κανείς απ’
όσους βρίσκονταν σ’ εκείνο το τραπέζι δεν θα άφηνε το κουτάλι
του για να κοιτάξει από το παράθυρο. Πως θα μπορούσε να φυ-
σάει και να φυσάει για πάντα, κι εκείνοι να συνεχίζουν να τρώνε
καθισμένοι ο καθένας στη θέση του, κρατώντας σιωπηλοί τη
δαγκωμένη φέτα το χοντρό ψωμί τους με το ’να χέρι και μια
χούφτα μυστικά με τ’ άλλο.
Όταν τελείωσε το σιωπηλό φαΐ, η Μαρία έπιασε να παί-
ζει με πέντε μικρούλες πέτρες. Πέταγε μία στον αέρα, γύριζε
γρήγορα κι έπιανε τις άλλες από κάτω, κι ύστερα, την ώρα που
κατέβαινε η πρώτη, την έπιανε κρατώντας στην παλάμη της
όλες μαζί τις πέτρες.
«Να της το πούμε τώρα» είπε ο θείος δυνατά, σαν να μη
βρισκόταν καν μες στο δωμάτιο η Μαρία. Ο αέρας κάθισε φρό-
νιμος κι άκουγε.
«Σ’ εμένα; Τι να μου πείτε δηλαδή;»
«Θα πεις εσύ;» ρώτησε ο θείος κοιτώντας κάποιον, τι
σημασία έχει ποιον.
«Πείτε το κι όλοι μαζί σαν χοροστάσι αν θέλετε, ποιος
νοιάζεται για τα κουμάντα και τις αηδίες σας» είπε η γιαγιά, αλλά
κανένας δεν της έδωσε σημασία. Είχαν από καιρό πάψει να την
υπολογίζουν, απ’ όταν άρχισε να διαφωνεί με τα σχέδιά τους.
Η Μαρία έσφιξε τις πέτρες στην παλάμη της και περίμενε
κάποιον να μιλήσει.
Τελικά μίλησε ο πατέρας.
«Έρχεται κάποτε ένας γέροντας στα σπίτια των κοριτσιών
που τον λένε Ο προξενητής και λέει στους γονείς έναν γαμπρό
για το κορίτσι. Συμφωνούν οι γονείς, συμφωνεί ο γαμπρός, συμ-
φωνούν οι γονείς του γαμπρού, κι αυτό είναι όλο. Για σένα, Μαρία,
αυτό έγινε ήδη. Υπάρχει ένας γαμπρός για σένα. Άρα παντρεύε-
σαι».
Η Μαρία κοίταξε τριγύρω τα πρόσωπα της οικογένειάς
της σαν να τους έβλεπε για πρώτη φορά. Κοίταξε τις στρογ-
γυλές καφέ κηλίδες στα χέρια της γιαγιάς της, τα τεντωμένα
μαλλιά της μάνας της, πάντα πιασμένα πίσω, τα φθαρμένα πα-
πούτσια του πατέρα της.
«Θα παντρευτώ κάποιον που δεν έχω δει ποτέ στη ζωή
μου επειδή μπήκε ένας γέροντας στο σπίτι μας που δίνει γα-
μπρούς;»
«Δεν θα δουλεύεις έξω πια, που κρυώνεις πάντα και γκρι-
νιάζεις, είπε η μάνα, ούτε θα στάζεις αίμα στην περίοδο κάτω
απ’ τον ήλιο και να μην έχεις πού ν’ αλλάξεις».
«Από τώρα, μάνα; Είμαι πολύ μικρή. Και το σχολείο;» ρώ-
τησε η Μαρία.
«Α, τώρα σ’ αρέσει το σχολείο;» είπε με ύφος ο πατέρας
της.
«Εσύ, μάνα, είσαι τόσο ευχαριστημένη απ’ τη ζωή που
έζησες και θες να τη ζήσω κι εγώ;»
«Πώς μιλάς έτσι στη μάνα σου» της φώναξε ο πατέρας
της και γύρισε την ανάστροφη του χεριού του στον αέρα.
«Δεν θα ζεσταίνεις νερό στο κατσαρολάκι για να πλένεσαι,
ούτε θα τρέχει νερό το ταβάνι σου όταν βρέχει» συνέχισε η μάνα
το τροπάρι της.
Κράτα με, μη με δώσεις, είπε η Μαρία μόνη της, στον
εαυτό της.
«Δεν θα χρειάζεται να ξυπνάς αξημέρωτα, να πηγαίνεις
σχολείο, να φέρνεις νερό… δεν θα πλατσουρίζεις άλλους χειμώ-
νες στα νερά...»
Κράτα με, λέω.
«Άμα δεν σκέφτεσαι τον εαυτό σου, τότε σκέψου εμάς.
Μέχρι πότε θ’ αντέξουμε να σε ταΐζουμε και να σε ντύνουμε; Ο
γαμπρός δεν θέλει ούτε προίκα. Τύχη βουνό. Την άλλη βδομάδα
παντρεύεσαι, Μαρία. Είναι κανονισμένο» είπε ο θείος.
«Μα έχω… Θέλω να γίνω…» μίλησε η Μαρία.
«Τι να γίνεις, Μαρία; Εσύ είσαι άχρηστη» είπε ο πατέρας.
«Να παντρευτείς, να πάρεις αξία δίπλα στον άντρα σου κάνοντας
παιδιά».
Μόλις τ’ άκουσε ο άνεμος αυτά, σηκώθηκε απ’ την κα-
ρέκλα του κι άρχισε πάλι να ανασαίνει. Η Μαρία τον είδε με τα
μάτια της τον άνεμο να σηκώνει τα πιάτα απ’ το τραπέζι και να
τα ρίχνει άτσαλα στη γούρνα. Τον είδε να παίρνει τις χοντρές βε-
λόνες και να πλέκει απ’ το πλεχτό της μάνας της τρεις πλέξεις
που ανάπνεαν. Τον είδε να στροβιλίζει τον καπνό απ’ το τσιγάρο
του θείου. Να γαργαλάει τις βλεφαρίδες του μωρού. Αλλά τη
Μαρία δεν την ακούμπησε ο αέρας εκείνο το βράδυ, ούτε που
την άγγιξε.
Όταν όλοι πήγαν για ύπνο κι αυτή απόμεινε μονάχη της
να κάνει σχέδια στο θαμπό τζάμι, ήρθε στο πλάι η γιαγιά της.
«Άκουσες, γιαγιά;»
«Άκουσα, Μαρία. Τι θα κάνεις για τ’ όνειρό σου;»
«Πάλι τα ίδια. Εάν δεν είχε νόημα πριν, τώρα δεν έχει εκατό
φορές. Τώρα υπάρχει και γαμπρός».
«Τι θα κάνεις για τ’ όνειρό σου, παιδί μου;» επέμεινε η
γιαγιά σαν να μην την είχε ακούσει.
Η Μαρία δεν απάντησε.
«Μαρία, δεν μπορείς να παντρευτείς, είσαι παιδί. Τα παιδιά
πάνε σχολείο και παίζουν, δεν παντρεύονται».
«Κι όλες οι άλλες; Η μαμά, εσύ; Γιατί παντρευτήκατε;»
«Συνέβη. Κάθε κορίτσι έχει τη δική του ιστορία. Αλλά
συνέβη. Όμως δεν χρειάζεται να επαναλαμβάνονται τα λάθη,
παιδί μου, ο κόσμος προχωράει ίσια μπροστά, δεν πάει πίσω.
Ό,τι συνέβη σ’ εμάς τις παλιές δεν χρειάζεται να συμβεί και σε
σένα».
Όλες τις επόμενες ημέρες μέχρι τον γάμο η Μαρία πάλευε
με τον αέρα. Και μια κέρδιζε εκείνος, μια αυτή.
Την ημέρα του γάμου η Μαρία φόρεσε το νυφικό της μη-
τέρας της και στόλισε τα μαλλιά της με χρωματιστά λουλούδια.
Η φίλη της η Αλεξία είχε έρθει απ’ το πρωί και τη βοηθούσε.
«Είσαι όμορφη νύφη, Μαρία».
«Δεν είμαι σίγουρη γι’ αυτό που κάνω, Αλεξία».
«Ακόμα; Ακόμα δεν είσαι σίγουρη; Μα σήμερα παντρεύε-
σαι, θα έπρεπε να είσαι σίγουρη σήμερα».
Η Μαρία δεν μίλησε.
«Τον είδες τον άντρα σου;»
«Τον άντρα μου; Ακούς τι λες, Αλεξία; Ποιον άντρα μου;
Δεν τον έχω δει ποτέ κι ετοιμάζομαι να ορκιστώ πως θα περάσω
όλη τη ζωή μου μαζί του».
«Μπορεί να είναι τέλειος, μπορεί να είναι σαν εκείνον τον
πρίγκιπα που διαβάζαμε στα παραμύθια μικρές».
«Δεν υπάρχουν πρίγκιπες, Αλεξία. Εγώ, πάντως, πριγκί-
πισσα δεν είμαι».
Όταν η Αλεξία βγήκε από το δωμάτιο για να ετοιμαστεί κι
η ίδια, η Μαρία κάθισε στο κρεβάτι και κοίταξε έξω από το παρά-
θυρο. Ο άνεμος περίμενε υπομονετικός. Του άνοιξε κι εκείνος
μπήκε ευγενικά κι άφησε πάνω στο κρεβάτι ένα γράμμα απ’ τη
γιαγιά της. Ύστερα στρογγυλοκάθισε κι αυτός απέναντί της και
περίμενε. Η Μαρία ξεδίπλωσε τον φάκελο και διάβασε.
Μαρία μου, κόρη της κόρης μου, δύο φορές κόρη μου,
Μακάρι όλα τα κορίτσια που βρέθηκαν ποτέ στη θέση
σου να είχαν την επιλογή να πουν όχι. Εσύ, πάντως, την
επιλογή αυτή την έχεις. Δυο πόλεις μακριά ζει η Αντέ-
λα. Θυμάσαι την Αντέλα, τη μεγάλη σου ξαδέρφη; Ήσουν
μικρή όταν ερχόταν σπίτι μας. Κι εκείνη επέλεξε κάτι
άλλο για τον εαυτό της. Νίκησε τον φόβο της γυναίκας
και τον φόβο της φτώχειας και τον φόβο του κόσμου.
Θα σου τα πει όλα όταν φτάσεις εκεί. Προσπάθησε να
τελειώσεις το σχολείο, Μαρία, κι ύστερα να κυνηγήσεις
εκείνο τ’ όνειρό σου. Πόσο πιστεύω σε σένα να ήξερες! Κι
ύστερα, αν είναι αυτό που θέλεις, κάνε οικογένεια, αλλά
μ’ εκείνον που θα αγαπήσεις.
Δεν υπάρχει εύκολη ζωή, ούτε εύκολος δρόμος. Υπάρ-
χει όμως ο δικός σου δρόμος και η δική σου ζωή. Όχι αυτή
που πρότεινε ένας γέροντας που ήρθε στο σπίτι μας με
σχέδια και όλοι τον καλοδέχτηκαν. Ούτε αυτή που θέλουν
ο θείος κι ο πατέρας σου γιατί νομίζουν πως είσαι δική
τους να σε ορίζουν, όπως είναι η κατσίκα μας η Μπέλα.
Αν, πάλι, αποφασίσεις να παντρευτείς, τότε θα σε οδη-
γήσω εγώ η ίδια στον άντρα σου.
Σε γλυκοφιλώ.
Η γιαγιά σου
Όταν τέλειωσε το γράμμα, ο άνεμος ανάσανε πρώτα στα
μαλλιά της κι ύστερα στο πέπλο της. Έπειτα στα μάγουλά της
και τέλος στην καρδιά της. Ύστερα βγήκε από το σπίτι και φύ-
σηξε μανιασμένος πάνω από τις στέγες και τις πέτρες. Η Μαρία
έκλεισε το παράθυρο, έβγαλε το νυφικό της, φόρεσε τα ρούχα
της, βγήκε από την πίσω πόρτα, μπήκε στον στάβλο, καβάλησε
το μουλάρι τους κι έφυγε για να πάει δυο πόλεις μακριά, να συ-
ναντήσει την Αντέλα, να κυνηγήσει τ’ όνειρό της.
Ο άνεμος ανασαίνει πάνω από τα βουνά και πάνω από τα
χαμηλά χωμάτινα σπίτια και πάνω από όλες τις προσδοκίες και
τα σχέδια του κόσμου. Σφυρίζει κι αλυχτάει, ζηλεύει και γελά-
ει, εγωιστής, θρασύδειλος. Τρυπώνει κάτω από τις πόρτες κι
ανάμεσα απ’ τις γρίλιες, με το έτσι θέλω, μέσα στα σπίτια των
ανθρώπων.
Χρήστης:ΤΣΑΜΑΚΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗ
Ο χρήστης
μοιράστηκε μια ανάρτηση

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2022 - 9:11 μ.μ.

«Ο κόσμος από την αρχή»
Συγγραφείς: Κατερίνα Σαρρή, Κωνσταντίνος Μπίκος
Εικονογράφηση: Μυρτώ Δεληβοριά

ΚΕΘΙ
UNICEF



Μαριάννα, 14 ετών

Έτσι έγινε Αυτό. Όσες φορές έχω προσπαθήσει να θυμηθώ πώς
έγινε Αυτό, βλέπω μπροστά στα μάτια μου την ίδια εικόνα και
το στομάχι μου δένεται κόμπος και το στόμα μου στεγνώνει. Ο
μακρόστενος διάδρομος, τα μεταλλικά αριθμημένα ντουλαπάκια
που βρίσκονταν παραταγμένα δεξιά κι αριστερά, το σφουγγαρι-
σμένο πάτωμα, οι τετράγωνες λάμπες στο ταβάνι, οι κλειστές
πόρτες, το σιωπηλό κουδούνι, τα βρεγμένα μαλλιά μου, τα χέρια
του. Τα χέρια του. Άκαμπτα, ιδρωμένα, αποφασιστικά. Κυρτά,
τυφλά κι αηδιαστικά, σαν πόδια αράχνης. Και το βλέμμα του, το
βλέμμα του. Σκληρό, διαπεραστικό, διψασμένο.
Εάν δεν βρισκόμουν μετά το μάθημα της γυμναστικής,
όταν τέλειωσε η ώρα της κολύμβησης, στη δεξιά πτέρυγα του
σχολείου, στα ανακαινισμένα αποδυτήρια του κολυμβητηρίου,
μπροστά στο ντουλαπάκι με τον αριθμό 27, θα γινόταν Αυτό; Αυτό
έγινε μόνο για μένα κι εγώ υπάρχω μόνο γι’ Αυτό; Μήπως εγώ κι
Αυτό είμαστε ένα; Μήπως δεν υπάρχει Αυτό χωρίς εμένα;
Θα μπορούσα να είχα φύγει αμέσως, όπως οι άλλες. Μετά
την προπόνηση. Αν είχα φύγει αμέσως, αν περπατούσα γρήγορα,
αν δεν ήμουν μόνη, αν δεν ήμουν βρεγμένη, αν δεν ήμουν αφη-
ρημένη, αν δεν χρειαζόταν να αλλάξω, θα είχε συμβεί Αυτό; Αν,
αν, αν... Κανείς δεν ξέρει. Και δεν έχει σημασία πια. Υπάρχουν
ερωτήσεις που δεν έχουν απάντηση. Τι βρίσκεται στη σκοτεινή
πλευρά του φεγγαριού; Τι συμβαίνει στο Τρίγωνο των Βερμού-
δων; Τι υπάρχει μέσα στο κεφάλι του προέδρου της Βόρειας
Κορέας; Τίποτα, τίποτα, τίποτα…
Ήταν Νοέμβριος. 3 Νοεμβρίου. Το θυμάμαι γιατί ήταν η
μέρα των γενεθλίων μου. Είχα ετοιμάσει την τσάντα μου κι είχα
ξεκινήσει για το σχολείο. Ο Παναγιωτίδης είχε έρθει πριν από
μένα και περίμενε στην είσοδο. Βάζω στοίχημα πως περίμενε
εμένα. Φυσικά και περίμενε εμένα. Κάθε πρωί με περίμενε,
όπως ο καλός τύραννος το θύμα του. Δεν βαριόταν ποτέ. Ακού-
ραστος και ευρηματικός όπως δεν είχε υπάρξει ποτέ στα μα-
θήματα. Αυτό ήταν τρομερά εντυπωσιακό, κάθε μέρα είχε την
ίδια όρεξη να με βασανίσει, να με υποτιμήσει, να με αφανίσει.
Και κάθε φορά τα κατάφερνε. Ίσως μόνο σ’ αυτό μπορούσε να
τα καταφέρει.
Η παρέα του στεκόταν παραδίπλα, νυσταγμένη, και πε-
ρίμενε. Εκείνος είχε αφήσει την τσάντα στα πόδια του κι είχε
ακουμπήσει στην πόρτα με τα χέρια στις τσέπες. Φυσικά, δεν
ήθελα να περάσω από μπροστά του, αλλά δεν υπήρχε άλλος
τρόπος να μπω μέσα στο σχολείο. Κατέβασα το κεφάλι μου για
να αποφύγω τουλάχιστον το βλέμμα του, αλλά δεν κατάφερα να
αποφύγω τα λόγια του, το γνωστό σύνθημα, την απόδειξη της
μαγκιάς του. Ο Παναγιωτίδης βροντοφώναξε εκεί μπροστά σε
όλα τα παιδιά, κάνοντας την παρέα του να ξεσπάσει σε τραντα-
χτά γέλια και ιαχές θριάμβου και μένα να εύχομαι ν’ ανοίξει η γη
και να με καταπιεί.
«Να-κι-η-ζού-μπα-η-βυ-ζού-μπα».
Τι ευχαρίστηση μπορεί να δίνει σε κάποιον η δυστυχία του
άλλου; Ο Παναγιωτίδης, πάντως, απολύτως ευχαριστημένος
από τον εαυτό του, με το ειρωνικό υφάκι του καρφιτσωμένο
στο πρόσωπο, ήρωας πια αφού είχε καταφέρει να κάνει τους
άλλους να γελάσουν στις 8:10 το πρωί, μάζεψε την τσάντα του
και μπήκε στην τάξη.
Με λένε Μαριάννα, πηγαίνω στην τρίτη γυμνασίου και
μου αρέσει το κολύμπι. Βλέπω συχνά ένα όνειρο στον ύπνο μου,
το ίδιο κάθε φορά. Πως, λέει, δεν έχω βάρος, ούτε ύψος ούτε
στήθος, τίποτα που να με κρατάει κολλημένη σαν βαρίδι στον
βυθό. Πλέω στη θάλασσα μαζί με τα ψάρια, που ανοίγουν το σχή-
μα τους για να με δεχτούν. Στο όνειρό μου μπορώ να αναπνέω
κάτω από την επιφάνεια του νερού. Στο όνειρό μου ανήκω κι
εγώ στο κοπάδι, κι ας νιώθω διαφορετική από τα υπόλοιπα
ψάρια. Στο όνειρό μου είμαι ελεύθερη. Το πρόβλημα είναι ότι
ύστερα ξυπνάω.
Οι αλλαγές που έγιναν στο σώμα μου το καλοκαίρι, από
τη δευτέρα στην τρίτη γυμνασίου, συγκρίνονται μόνο με εκείνες
της Μιστίκ στο Χ-Μεν: ακατανόητες, απίστευτες, κραυγαλέες,
υπερφυσικές. Και, φυσικά, αντιληπτές σε όλους. Ήταν σαν το
στήθος μου να είχε φουσκώσει ξαφνικά και χωρίς καμιά προει-
δοποίηση με μία τρόμπα. Είχα μείνει μπροστά στον καθρέφτη με
ανοιχτό το στόμα σ’ αυτή την αλλαγή, όπως όταν βγήκε το πρώτο
μου δόντι στο νηπιαγωγείο. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα
ήταν το κολύμπι. Μήπως θα επηρεαζόταν η επίδοσή μου, μή-
πως δεν θα μπορούσα να κολυμπήσω πια τόσο γρήγορα. Ύστερα
ανησύχησα μήπως δεν χωρούσα πια μέσα στις αγαπημένες μου
μπλούζες. Ο Παναγιωτίδης δεν μου είχε περάσει καν απ’ το μυα-
λό. Μέχρι που ήρθε η πρώτη μέρα του σχολείου. Μέχρι που με
είδε και γούρλωσε τα μάτια του. Μέχρι που με έδειξε κι έβαλε
τα γέλια. Μέχρι που συνέχισε να γελάει. Μέχρι που σταμάτησε να
γελάει και με κοίταξε σοβαρός. Τόσο σοβαρός, που με τρόμαξε.
Στο επόμενο διάλειμμα είχε εξηγήσει στην παρέα του τον
κανόνα του παιχνιδιού που θα έπαιζαν όλη εκείνη τη χρονιά. Η
οδηγία ήταν μία: κοροϊδέψτε την, τσαλακώστε την, αφανίστε την,
κανένα έλεος. Όποιος το κάνει καλύτερα θα είναι ο νικητής.
Έτσι, ξεκίνησε ένας διαγωνισμός ανάμεσά τους, με θύμα
εμένα, ποιος θα πει την πιο αστεία ατάκα, ποιος θα κάνει τους
άλλους να γελάσουν πιο πολλή ώρα, ποιος θα ανακηρυχθεί σε
μάγκα της ημέρας, εκθρονίζοντας τους μάγκες των προηγούμε-
νων ημερών.
«Προσοχή, έρχονται οι τορπίλες!» έδινε το σύνθημα ο Πα-
ναγιωτίδης.
«Στην άκρη, μπορεί να εκτοξευτούν!» ακολουθούσε κά-
ποιος από τους υπόλοιπους.
«Καλυφθείτε, παιδιά…»
«Εμπρός, θέλει θάρρος να σταθείς μπροστά σ’ αυτά τα
βυζιά».
«Θάρρος, γενναιότητα, ανδρεία!»
Ένας εφιάλτης είχε ξεκινήσει. Άκουγα ζαλισμένη όλα αυτά
τα σχόλια, τα κοροϊδευτικά λόγια, τα γέλια, χωρίς να μπορώ να
κάνω τίποτα. Ντρεπόμουν για τον εαυτό μου, γι’ αυτό που έλε-
γαν πως ήμουν. Γι’ αυτό που έβλεπα πως είχα γίνει. Γιατί ήμουν
μόνο ένα πράγμα πια, ναι, όσο γι’ αυτό, με είχαν πείσει: Ήμουν το
κορίτσι με το τεράστιο στήθος.
Ήμουν παγιδευμένη. Ένιωθα σαν να βυθίζομαι σε κινούμε-
νη άμμο. Κάθε μέρα και πιο βαθιά. Όχι, όχι, ένιωθα κάτι χειρότε-
ρο: ναυαγός σε απόμερη ξέρα. Όχι, ούτε αυτό, ένιωθα κάτι ακόμα
χειρότερο: σαν να έχω δεμένα χέρια και πόδια και να περπατάνε
πάνω μου κατσαρίδες και σκουλήκια. Όχι, ούτε αυτό, αλλά κάτι
πιο φριχτό: να είμαι αστροναύτης αποκομμένος από το διαστη-
μόπλοιό μου και να αιωρούμαι αιώνια στο αχανές σύμπαν περι-
μένοντας να πάθω ασφυξία μόλις τελειώσει το οξυγόνο μου.
Αλλά ούτε καν αυτό. Ένιωθα, τελικά, σαν να είχε μεγαλώσει το
στήθος μου μέσα σ’ ένα καλοκαίρι και με κορόιδευαν τα αγόρια,
με αρχηγό τον Παναγιωτίδη. Ναι, έτσι ακριβώς ένιωθα.
Τις πρώτες εβδομάδες φορούσα μαύρες μακριές μπλού-
ζες για να κρύψω το στήθος μου. Μάταια. Κάποια μέρα, την ώρα
του μαθήματος, ο Παναγιωτίδης σχεδίασε ένα πρόστυχο κόμικ
με πρωταγωνίστρια εμένα. Όταν η καθηγήτρια πλησίασε, το
έκρυψε κάτω από το βιβλίο του. Με την πρώτη ευκαιρία το πέ-
ρασε από χέρι σε χέρι. Κάποια στιγμή έφτασε και στα δικά μου
χέρια. Ήταν μια αηδιαστική ιστορία με τίτλο Η Βυζούμπα στον
πλανήτη Βυζαρίωνα και εξελισσόταν σ’ έναν πλανήτη με εξωγήι-
νους που άλλοι είχαν τρία μάτια, άλλοι δύο κεφάλια, άλλοι ουρά
κι άλλοι προβοσκίδα για μύτη. Εγώ είχα τόσο τεράστιο στήθος,
που δεν χωρούσε σε μία σελίδα, συνεχιζόταν και στις υπόλοιπες.
Έγινα ο σάκος του μποξ, ο περίγελος της τάξης. Αγόρια
που μέχρι τότε δεν άνοιγαν το στόμα τους για να μιλήσουν και
που η παρέα του Παναγιωτίδη δεν τους είχε δώσει ποτέ καμία
σημασία με χρησιμοποιούσαν για να ανέβουν στα μάτια του. Σε
οικονομική ορολογία: ανέβαιναν οι μετοχές τους. Όσο για τα κο-
ρίτσια, ανακουφισμένες που δεν ήταν εκείνες ο στόχος, αλλά και
από φόβο μήπως βρεθούν στη θέση μου, σώπαιναν. Περνούσαν,
ωστόσο, κι αυτές το κόμικ από χέρι σε χέρι, αμίλητες. Και τι θα
μπορούσαν να κάνουν, δηλαδή, εκείνες όταν εγώ η ίδια δεν μπο-
ρούσα να υπερασπιστώ τον εαυτό μου; Τις περισσότερες φορές
σκεφτόμουν πως το άξιζα. Πως το στήθος μου ήταν αφύσικα με-
γάλο. Πως ήμουν ένα τέρας. Πως δεν έφταιγε ο Παναγιωτίδης.
Πως έφταιγα εγώ. Γι’ αυτό σώπαινα, συρρικνωνόμουν, απέφευγα
τα αγόρια, κι ύστερα και τα κορίτσια. Γρήγορα βρέθηκα σε μια
απομόνωση που επέβαλα εγώ η ίδια στον εαυτό μου. Βρέθηκα
μέσα σε μια φούσκα που πολύ σύντομα θα έσκαγε.
Θυμήθηκα μια συμμαθήτριά μου στο δημοτικό. Όταν ένα
αγόρι την είχε πει χοντρή, εκείνη είχε αρχίσει να τσιρίζει τόσο
πολύ, που σύντομα μαζεύτηκε γύρω τους όλο το σχολείο και
τους κοίταζε. Ύστερα εκείνη του είχε πει: μην τολμήσεις να το
ξαναπείς αυτό, γιατί θα δεις τι έχεις να πάθεις. Έτσι απλά. Κι αυ-
τός είχε φύγει με την ουρά στα σκέλια σαν πληγωμένο κουτάβι.
Εγώ γιατί δεν μπορούσα να το κάνω; Τι με εμπόδιζε από το να
υπερασπιστώ τον εαυτό μου; Γιατί δεν στεκόμουν μπροστά στον
Παναγιωτίδη για να του πω: εσύ είσαι το φρικιό, το τέρας, εσύ
που γελάς και κοροϊδεύεις ένα κορίτσι μόνο και μόνο επειδή είναι
κορίτσι, μόνο και μόνο επειδή δεν καταλαβαίνεις τις αλλαγές
που συμβαίνουν σ’ ένα κοριτσίστικο σώμα, είσαι σεξιστής, είσαι
δειλός, είσαι κότα.
Όμως εγώ έσκυβα το κεφάλι και κρυβόμουν. Το όνειρο
που έβλεπα στον ύπνο μου, εκείνο το ήρεμο, γαλήνιο όνειρο,
είχε πια αλλάξει. Βρισκόμουν ακόμα κάτω από τη θάλασσα,
ανάμεσα σε χρωματιστά ψάρια και δαντελωτά κοράλλια, όμως
εγώ δεν μπορούσα πια να ανασάνω όπως πριν. Όποτε έπαιρνα
ανάσα, πνιγόμουν από το νερό που έμπαινε στα πνευμόνια μου
και ξυπνούσα λαχανιασμένη. Αλλά το πράγμα θα χειροτέρευε.
Ναι, σίγουρα θα χειροτέρευε. Μέχρι να πατήσω τα πόδια μου
στον βυθό. Μέχρι να φτάσω στον πάτο.
Στο μεταξύ, είχαν έρθει οι γιορτές. Έφυγα από το σχολείο
ανακουφισμένη και φορτωμένη εργασίες που έπρεπε να γίνουν
στις γιορτές. Οτιδήποτε για να μη σκέφτομαι τον Παναγιωτίδη.
Σκέφτηκα να μιλήσω στους γονείς μου για όλο αυτό που γινόταν
στο σχολείο, αλλά ντρεπόμουν να τους μιλήσω γι’ αυτό το θέμα.
Ασχολήθηκα περισσότερο με τις εργασίες μου, με τον υπολο-
γιστή μου και με τις ξαδέρφες μου, που είχαν έρθει σπίτι μας
για μερικές μέρες. Η Δαναΐτσα ήταν 6 χρονών, αλλά η Ξανθή, η
μεγαλύτερη, ήταν στην ηλικία μου. Όταν μείναμε μόνες στο δω-
μάτιό μου, άρχισα την ανάκριση. Αν την κοροϊδεύουν τα αγόρια
στο σχολείο, αν έχει καλές φίλες, αν όταν μεγάλωσε το στήθος
της χωρούσε στα ρούχα της. Αλλά η Ξανθή δεν είχε τέτοια προ-
βλήματα, ούτε είχε μεγαλώσει το στήθος της όπως το δικό μου.
«Με κορόιδευαν τα αγόρια, αλλά στο δημοτικό, όχι τώρα,
στο γυμνάσιο» είπε.
«Και τι έκανες;»
«Το ’πα στη δασκάλα μου και τους μάλωσε».
«Το ’χες πει και στη μαμά σου;»
«Δεν θυμάμαι τώρα, έλα να σου δείξω τη σελίδα μου στο
φέισμπουκ».
Δεν είχα σκεφτεί να το πω στις καθηγήτριές μου. Θα μπο-
ρούσα ίσως να το εμπιστευτώ στην προπονήτριά μας, την κυρία
Ξένια, αλλά, αφού ντρεπόμουνα να το πω στη μαμά μου, με τι
κουράγιο θα το ’λεγα σε κείνη; Άλλωστε, αποκλείεται να μην το
είχαν ακούσει οι καθηγητές, όλα αυτά συνέβαιναν μπροστά τους,
όλοι τα άκουγαν. Αν ήθελαν να με προστατεύσουν, θα το είχαν
κάνει, έτσι δεν είναι;
Οι γιορτές τέλειωσαν γρήγορα κι επέστρεψα στο σχολείο.
Τα υπόλοιπα αγόρια είχαν ηρεμήσει, δεν συμμετείχαν πια στις
κοροϊδίες, σαν να είχαν βαρεθεί ή σαν να είχαν μεγαλώσει. Ο
Παναγιωτίδης, όμως, ασταμάτητος. Κάθε φορά που περνούσε
από δίπλα μου μου ψιθύριζε αισχρόλογα στο αυτί. Λόγια που
μ’ έκαναν να κοκκινίζω και να ντρέπομαι ακόμα περισσότερο.
Όμως δεν μπορούσα να φανταστώ ότι τα πράγματα θα χειρο-
τέρευαν. Στα διαλείμματα δεν έβγαινα πια έξω, καθόμουν στο
θρανίο μου για να τον αποφεύγω. Μέσα στην τάξη, στη διάρκεια
του μαθήματος, ήμουν αφηρημένη, δεν πρόσεχα, κοιτούσα έξω
από το παράθυρο και σκεφτόμουν όλα αυτά που ξεστόμιζε ψι-
θυριστά στο αυτί μου.
«Μια μέρα θα πιάσω τις φουσκωτές σου μπάλες και θα
σου αρέσει» μου είχε πει την τελευταία φορά, κι εγώ είχα κλει-
στεί στις τουαλέτες κι είχα κλάψει.
Στο σπίτι δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ, οι αριθμοί χο-
ροπηδούσαν και τα γράμματα γλιστρούσαν το ένα πάνω στο
άλλο. Η βαθμολογία μου ήταν χειρότερη από κάθε άλλη φορά,
κι όταν ήρθε η μαμά να πάρει τον έλεγχο από το σχολείο, έφυγε
με σκυμμένο το κεφάλι. Το βράδυ την άκουσα να μιλάει στον
μπαμπά. Δεν ήξεραν, δεν μπορούσαν να καταλάβουν. Πώς θα
μπορούσαν να ξέρουν αφού δεν μιλούσα...
Αντιπαθούσα τον Παναγιωτίδη, αλλά περισσότερο αντιπα-
θούσα τον εαυτό μου. Ένιωθα πως τα άξιζα όλα αυτά. Η σιγουριά
του, η αποστροφή του και η αηδία του μόλις με έβλεπε με απο-
προσανατόλιζαν, με μπέρδευαν. Κατηγορούσα τον εαυτό μου.
Ζήλευα τα κορίτσια με το παιδικό στήθος, ήθελα να γυρίσω τον
χρόνο πίσω, τότε που έπαιζα με τις κούκλες μου. Τι το ’θελα να
γίνω γυναίκα ξαφνικά; Αλλά δεν ήταν και στο χέρι μου.
Το στήθος μου δεν μεγάλωνε επειδή ήμουν παχιά. Δεν
ήμουν παχιά. Ήταν ορμονικό έγραφαν όλα τα σάιτ. Το να γκου-
γκλάρεις το πρόβλημά σου για να δεις τι θα βγει δεν είναι κα-
θόλου καλή ιδέα. Πολύ αναξιόπιστη μέθοδος. Δισεκατομμύρια
λινκς από δισεκατομμύρια άσχετους μεταφέρουν ανακριβείς
πληροφορίες σε άλλους τόσους που ψάχνουν μια λύση για το
πρόβλημά τους. Αλλά δεν έβλεπα άλλη διέξοδο. Παρόλο, λοι-
πόν, που ήξερα πως δεν ήταν θέμα πάχους, εγώ σταμάτησα να
τρώω, επειδή δεν είχα πια όρεξη να φάω. Ήμουν συνέχεια στε-
νοχωρημένη, σκεπτική και προβληματισμένη. Ήμουν λυπημένη.
Απελπισμένη. Δυστυχισμένη. Δεν ήθελα πια να πηγαίνω στο
σχολείο. Προσποιήθηκα την άρρωστη μερικές φορές, αλλά δεν
γινόταν να λείπω και συνέχεια. Έτσι, ξαναγύρισα στον τόπο του
εγκλήματος.
Και τότε έγινε Αυτό. Αυτό.
Στο μάθημα της γυμναστικής κατεβήκαμε στο κολυμβη-
τήριο. Είχαμε προπόνηση, γιατί σε λίγο καιρό το γυμνάσιό μας
θα φιλοξενούσε το σχολικό πρωτάθλημα. Συμμετείχα στα εκα-
τό μέτρα ελεύθερο και στη σκυταλοδρομία. Στις προπονήσεις
είχαμε καταφέρει να κάνουμε φοβερό χρόνο, τον καλύτερο που
είχαμε κάνει ποτέ. Το παράξενο ήταν πως στην πισίνα, ανάμε-
σα στους διαδρόμους και μέσα στο νερό ο Παναγιωτίδης δεν
υπήρχε. Δηλαδή, υπήρχε στο κολυμβητήριο, καθόταν συνέχεια
στις κερκίδες φορώντας ένα αδιάβροχο μπουφάν κι ένα τζιν
παντελόνι και κοίταζε από ψηλά. Αλλά δεν υπήρχε μέσα στο
μυαλό μου, τον ξεχνούσα. Όταν κολυμπούσα, ξεχνούσα τα πάντα.
Πολλές φορές, όταν ήθελα να ξεκουραστώ, φανταζόμουν πως
ήμουν ψάρι, πως ανοιγόκλεινα το στόμα μου και τα πτερύγιά μου
κολυμπώντας ανάμεσα σε κοράλλια, βράχους, μέδουσες και
κοχύλια. Είχα φτιάξει, λοιπόν, κι εγώ κάπου το καταφύγιό μου.
Το κολυμβητήριο ήταν ανοιχτό και είχε αρχίσει να σκοτει-
νιάζει. Ήταν μόλις πέντε η ώρα, αλλά στην καρδιά του χειμώνα
ήταν σχεδόν νύχτα κι είχαν ανάψει οι προβολείς. Το φως έπεφτε
πάνω στο ανήσυχο νερό και στα κορίτσια που κολυμπούσαν
στους διαδρόμους. Έμοιαζε σαν να βρισκόταν εκεί κάτω ένα
πεινασμένο κοπάδι ψάρια που πηδούσαν έξω και ξανάπεφταν
πάλι απελπισμένα μέσα, ταράζοντας το νερό.
Ο χρόνος μου στα εκατό μέτρα ήταν ο καλύτερος που είχα
κάνει ποτέ, είχα κάνει ατομικό ρεκόρ, ενώ στη σκυταλοδρομία
είχαμε συντονιστεί όλα τα κορίτσια σαν να ήμασταν μία αθλήτρια
κι όχι τέσσερις.
Δεν θυμάμαι ποια ήταν η στιγμή που αγάπησα το νερό.
Μπορεί και να ’ταν όταν με πήγαινε ο μπαμπάς μου στη θάλασσα
ή όταν βουτούσα με τη μάσκα και τον αναπνευστήρα μέσα στην
μπανιέρα που γέμιζε με νερό η μαμά. Το πιθανότερο, πάντως,
είναι να αγάπησα το νερό όταν γνώρισα τη γυμνάστριά μας, την
κυρία Ξένια. Είναι καταπληκτικό πώς ένας και μόνον άνθρωπος
έχει την ικανότητα να βγάζει από μέσα σου τον καλύτερό σου
εαυτό. Στην κυρία Ξένια, την προπονήτριά μας, οφείλουμε τη
συμμετοχή μας στο σχολικό πρωτάθλημα στο τέλος της χρονιάς.
Όταν μας ανέλαβε, δεν μπορούσαμε να τερματίσουμε ούτε στο
πενηντάρι.
Η προπόνηση είχε τελειώσει και η κυρία Ξένια μάς κάλε-
σε όλες πίσω μ’ ένα σφύριγμα.
«Είστε έτοιμες» είπε. «Σε λίγες μέρες θα λάβετε μέρος
στους αγώνες. Όλες για μία και μία για όλες. Να θυμάστε ότι
έχετε η μία την άλλη, είστε μια ομάδα. Εάν σας απασχολεί κάτι,
αν θέλετε να συζητήσουμε κάτι, ό,τι κι αν είναι αυτό, μην ντρα-
πείτε, ξέρετε πού θα με βρείτε. Πηγαίνετε να φάτε και να ξε-
κουραστείτε. Θα τα πούμε στον τελικό, εντάξει, κορίτσια μου;»
Ύστερα μπήκαν όλες στα αποδυτήρια κι εγώ θυμάμαι πως
τις ακολουθούσα, αλλά κάπως πιο αργά, γιατί σκεφτόμουν αυτό
το «αν σας απασχολεί κάτι». Μου φάνηκε κιόλας πως κοιτούσε
εμένα όταν το έλεγε. Εγώ, πάντως, ένιωθα ολομόναχη, αλλά δεν
μπορούσα να ξεστομίσω σε κανέναν αυτό που μου συνέβαινε.
Μετά θυμήθηκα πως είχα αφήσει την πετσέτα μου στις κερκί-
δες, κι ώσπου να γυρίσω να την πάρω, είχαν φύγει όλες από τα
αποδυτήρια.
Έξω ήταν νύχτα, ήμουν ολομόναχη και δεν είχα προλάβει
να ντυθώ. Ήμουν απορροφημένη από τις σκέψεις μου. Είχα πάρει
την πετσέτα και σκούπιζα τα μαλλιά μου. Θυμάμαι πως ένιωθα
περίεργα, σαν να μην ήμουν μόνη μου, σαν να με παρακολουθούσε
κάποιος, όταν ξαφνικά άκουσα έναν θόρυβο. Κάτι σαν γρατζού-
νισμα κι ύστερα ένα χάχανο και μετά έναν βήχα. Η καρδιά μου
άρχισε να χτυπάει δυνατά. Πίσω από την κολόνα εμφανίστηκε
ο Παναγιωτίδης.
Άρχισα να τρέμω. Μπροστά από το ντουλαπάκι 27 άρχι-
σα να τρέμω. Στην αρχή τα γόνατά μου κι ύστερα τα χέρια και
τέλος το κεφάλι μου. Πήγα να απλώσω το χέρι μου, να πιαστώ
από κάπου, από το ανοιχτό ντουλαπάκι μου, αλλά δεν μπορού-
σα. Είχα τρομοκρατηθεί, η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή, οι
παλάμες μου γλιστρούσαν. Πώς είχε γίνει αυτό; Πώς είχε βρε-
θεί ο Παναγιωτίδης στα αποδυτήρια των κοριτσιών; Πώς είχε
καταφέρει να μπει στο άβατό μου; Στον πιο κρυφό μου κόσμο;
Γιατί βρισκόταν εκεί; Τι ήθελε να κάνει; Πήγα να ανοίξω το στόμα
μου, να φωνάξω, αλλά δεν βγήκε φωνή, ή τουλάχιστον εγώ δεν
την άκουσα. Είχα προλάβει να φορέσω το παντελόνι μου, αλλά
κρατούσα ακόμα την πετσέτα. Την έσφιξα σαν ασπίδα μπροστά
από το γυμνό στήθος μου. Ο Παναγιωτίδης με πλησίασε, σταμά-
τησε για λίγο κι ύστερα με πλησίασε κι άλλο.
«Κυρία Ξένια» κατάφερα να φωνάξω με όλη τη δύναμη που
μου είχε απομείνει και με φωνή που έτρεμε σαν ζελέ. Και τότε
ο Παναγιωτίδης όρμηξε πάνω μου σαν φίδι έτοιμο να αφήσει το
δηλητήριό του, τράβηξε την πετσέτα μου με δύναμη κι άρπαξε
το στήθος μου με τα δυο του χέρια.
«Κυρία Ξένια» ούρλιαξα αυτή τη φορά όπως δεν έχω ουρ-
λιάξει ποτέ στη ζωή μου, όπως ελπίζω να μην ακούσω ποτέ ξανά
τον εαυτό μου έτσι.
Τότε υποχώρησε πίσω από την κολόνα. Βρήκα την ευκαι-
ρία να φορέσω γρήγορα την μπλούζα μου και να μπω στη διπλανή
αίθουσα με τα ντους. Σκαρφάλωσα σ’ ένα παγκάκι, άνοιξα το
παράθυρο και γλίστρησα από εκεί έξω στη νύχτα. Γύρισα στο
σπίτι μου, κλείστηκα στο δωμάτιό μου και δεν ξαναπάτησα το
πόδι μου στο κολυμβητήριο.
Εκείνη την ημέρα ολόκληρος ο κόσμος μου ράγισε. Το
σχολικό πρωτάθλημα όμως, που δεν ενδιαφερόταν για πληγω-
μένους ή ολόκληρους ή ραγισμένους κόσμους, είχε φτάσει. Και
δεν ήμουν έτοιμη πια γι’ αυτό.
Την ημέρα του πρωταθλήματος η κυρία Ξένια μάς είχε
μιλήσει στα αποδυτήρια. Μας είχε θυμίσει τεχνικές, μας είχε πει
πως είχαμε δουλέψει σκληρά όλη τη χρονιά και μας συμβούλεψε
να το ευχαριστηθούμε. Εγώ κοιτούσα την κολόνα που πίσω της
κρυβόταν ο Παναγιωτίδης πριν από μερικές ημέρες κι ένιωσα να
ανεβαίνει από το στομάχι μου ένα κύμα εμετού. Ωστόσο φόρεσα
το μαγιό, το σκουφάκι, το μπουρνούζι και ανέβηκα μαζί με τις
άλλες επάνω. Οι κερκίδες ήταν γεμάτες, αλλά δεν μπορούσα
να διακρίνω πρόσωπα, μόνο ένα θολό πολύχρωμο κάδρο, σαν
να υπήρχε ανάμεσά μας ένας ορμητικός καταρράκτης. Στάθη-
κα λίγο στην κορυφή της σκάλας κι έπιασα το κεφάλι μου, που
γύριζε.
«Μαριάννα, είσαι καλά;» με ρώτησε η κυρία Ξένια, αλλά,
όταν την κοίταξα, είδα μόνο το περίγραμμά της. Πιέστηκα για
να της χαμογελάσω, αλλά δεν τα κατάφερα και πολύ καλά. Ήταν
περισσότερο ένας νευρικός σπασμός παρά χαμόγελο. Ακολού-
θησα τα κορίτσια, που προχωρούσαν το ένα πίσω από τ’ άλλο
μπροστά από τις κερκίδες.
Φοβόμουν. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έπαιρνα μέρος
σε αγώνες, δεν ξέρω τι ακριβώς φοβόμουν, δεν ήταν ξεκάθαρο,
πάντως η καρδιά μου κόντευε να σπάσει και μαζί της κινδύνευε
να σπάσει ένας εύθραυστος κόσμος ξέχειλος από τα παιδικά
μου όνειρα.
Οι αγώνες ξεκίνησαν. Ανέβηκα στον βατήρα μου. Επτά
κορίτσια από άλλα σχολεία πήραν θέση στον δικό τους βατήρα.
Δόθηκε η εκκίνηση. Έφυγα καθυστερημένη, είδα τις άλλες να
πετάγονται με δύναμη μπροστά μου. Στα εκατό μέτρα που με
χώριζαν από τον τερματισμό κατάφερα να προσπεράσω τρία
κορίτσια. Όταν έφτασα πάλι στον βατήρα μου, κοίταξα την κυρία
Ξένια. Είχα κάνει τον χειρότερό μου χρόνο. Κοιτούσε έκπληκτη
το χρονόμετρο, ωστόσο μου χαμογέλασε. Είχε καταλάβει ότι
κάτι δεν πήγαινε καλά. Έβλεπα το όνειρο να απομακρύνεται.
Ένιωθα πως κρατούσα κάτι μεγάλο στα χέρια μου κι ύστερα σε
μια στιγμή το ’νιωσα να μου γλιστράει σαν να μην ήταν ποτέ δικό
μου και σαν να μην μπορούσα πια να το αγγίξω.
Στη σκυταλοδρομία στάθηκα στον τέταρτο βατήρα. Ήμα-
σταν μπροστά μέχρι εκείνη τη στιγμή, μέχρι, δηλαδή, να βουτήξω
εγώ. Κι ήταν η σειρά μου να φύγω, είχα πάρει θέση και περίμενα,
όταν άκουσα από τις κερκίδες, πιο δυνατά από οτιδήποτε, πιο
δυνατά από την πιο δυνατή έκρηξη, δυνατότερα κι απ’ το δυνα-
τότερο μπιγκ μπανγκ, «κο-λύ-μπα-μω-ρή-βυ-ζού-μπα».
Βούτηξα. Πήρα μια βαθιά αναπνοή. Κατάπια νερό. Κατάπια
κι άλλο νερό. Βυθίστηκα. Δεν ανέβηκα στην επιφάνεια. Πνιγό-
μουν. Κι ύστερα δεν θυμάμαι τίποτε άλλο. Όταν άνοιξα τα μάτια
μου, είδα το πρόσωπο της κυρίας Ξένιας. Οι αγώνες είχαν στα-
ματήσει, η τάξη μου είχε μαζευτεί γύρω μου, πιο πίσω ήταν κι
άλλα παιδιά.
«Είσαι γελοίος, ρε Παναγιωτίδη» άκουσα να λέει κάποιος.
«Είσαι πολύ σιχαμένος τελικά» είπε κάποιος άλλος και
ξεκίνησε ένα απίστευτο γιουχάρισμα, με στόχο αυτή τη φορά
τον Παναγιωτίδη.
«Γιατί δεν μιλούσες, κορίτσι μου; Γιατί δεν έλεγες τι σου
συμβαίνει;» είπε η κυρία Ξένια όταν ήρθε να με δει την επόμενη
μέρα.
Δεν απάντησα, δεν είπα τίποτα.
«Μαριάννα μου, το ξέρεις ότι χιλιάδες κορίτσια στον κό-
σμο αντιμετωπίζουν απίστευτες δυσκολίες μόνο και μόνο επει-
δή είναι κορίτσια;»
Την κοίταξα στα μάτια.
«Μου λέτε αλήθεια;»
«Και βέβαια» είπε εκείνη.
«Γιατί;»
«Γιατί… Δύσκολο να απαντηθεί, δύσκολο να το καταλάβει
κανείς».
«Προσπαθήστε, κυρία Ξένια, θέλω να καταλάβω».
«Είναι κάτι που έρχεται από τα βάθη του χρόνου».
«Δηλαδή;»
«Υπήρχε μεγάλη ανισότητα ανάμεσα στον άντρα και τη
γυναίκα. Μέσα στους αιώνες ο άντρας κυριάρχησε πάνω στη
γυναίκα».
«Επειδή ήταν σωματικά δυνατότερος…»
«Ναι. Κι έπειτα πίστεψαν πως ήταν καταλληλότερος ηγέ-
της συγκριτικά με τη γυναίκα, πιο ισχυρός, πιο υπεύθυνος, με
μεγαλύτερη αντοχή…»
«Και η γυναίκα;»
«Η γυναίκα θεωρούνταν πιο αδύναμη, περιορισμένη, ελεγ-
χόμενη, εύκολος στόχος. Και είναι δύσκολο να σπάσει αυτό το
στερεότυπο. Ακόμα και η κοινωνία το συντηρεί».
«Το κατάλαβα, κανείς δεν με υπερασπίστηκε όταν συνέ-
βαιναν όλα αυτά. Αντίθετα, βρέθηκαν πολλοί στην ομάδα του
Παναγιωτίδη».
«Όλα αυτά έχουν αλλάξει πια, η θέση της γυναίκας είναι
πολύ διαφορετική, όμως ο τρόπος σκέψης δεν αλλάζει εύκολα.
Ο φόβος, η προκατάληψη υπάρχουν έντονα. Χρειάζεται πολύς
χρόνος ακόμα για να πέσουν και τα τελευταία οχυρά».
«Δηλαδή, κυρία Ξένια, έριξα κι εγώ ένα οχυρό;»
«Α, ναι, Μαριάννα μου, μην αμφιβάλλεις καθόλου γι’ αυτό.
Σ’ έναν κόσμο με πολλούς Παναγιωτίδηδες, τώρα υπάρχει ένας
λιγότερος!»
Έπειτα από έναν μήνα ξαναμπήκα στο νερό. Στην αρχή
δειλά, σαν να είχα ξεχάσει να κολυμπάω. Όμως το σώμα μου
θυμόταν. Το σώμα όλα τα θυμάται. Και κολύμπησα ξανά και αγω-
νίστηκα και πάλι. Την επόμενη χρονιά κερδίσαμε το σχολικό
πρωτάθλημα. Νιώθω περήφανη, όχι τόσο για το μετάλλιο, όσο
για το ότι σταμάτησα να ντρέπομαι για τον εαυτό μου και για το
σώμα μου. Έπαψα να νιώθω ενοχές, πως, δηλαδή, άξιζα όλα αυτά
που είχα περάσει την προηγούμενη χρονιά.
Όταν είπα στην κυρία Ξένια, χωρίς να την κοιτάζω στα
μάτια, για την επίθεση του Παναγιωτίδη στα αποδυτήρια, τον
απέβαλαν από το σχολείο και δεν τον ξαναείδα ποτέ. Η κυρία Ξέ-
νια μού πρότεινε να πάρω εξειδικευμένη βοήθεια. Υποσχέθηκα
στον εαυτό μου πως δεν θα αφήσω ποτέ κανέναν να μου φερθεί
ξανά μ’ αυτόν τον τρόπο, πως θα σέβομαι τον εαυτό μου και το
σώμα μου, και πήρα τη βοήθεια που μου πρότεινε. Καθώς όλα τα
πράγματα έμπαιναν στη σωστή τους θέση, ένιωθα να με πλημ-
μυρίζει η δύναμη της ηλικίας μου. Η βεβαιότητα πως τα όνειρα
χρειάζονται θάρρος για να πραγματοποιηθούν και εμπιστοσύνη
σ’ εκείνους που μας αγαπούν, για να μη ραγίσουν.
Και συνέχισα να βλέπω εκείνο το όνειρο. Πως, δηλαδή,
κολυμπούσα κάτω από το νερό, σε μια θάλασσα γεμάτη χρωμα-
τιστά ψάρια που έπλεαν δίπλα μου και κοράλλια που υψώνονταν
μπροστά μου, κι εγώ άπλωνα τα χέρια μου και τ’ άγγιζα απαλά.
Εκεί κάτω, στον απέραντο βυθό, μπορούσα πάλι να αναπνέω σαν
να ήμουν ψάρι.