Μάθημα : Β΄ τάξη -Εργαστήρια δεξιοτήτων-
Κωδικός : 1201066486

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2022 - 9:11 μ.μ.
«Ο κόσμος από την αρχή»
Συγγραφείς: Κατερίνα Σαρρή, Κωνσταντίνος Μπίκος
Εικονογράφηση: Μυρτώ Δεληβοριά
ΚΕΘΙ
UNICEF
Μαριάννα, 14 ετών
Έτσι έγινε Αυτό. Όσες φορές έχω προσπαθήσει να θυμηθώ πώς
έγινε Αυτό, βλέπω μπροστά στα μάτια μου την ίδια εικόνα και
το στομάχι μου δένεται κόμπος και το στόμα μου στεγνώνει. Ο
μακρόστενος διάδρομος, τα μεταλλικά αριθμημένα ντουλαπάκια
που βρίσκονταν παραταγμένα δεξιά κι αριστερά, το σφουγγαρι-
σμένο πάτωμα, οι τετράγωνες λάμπες στο ταβάνι, οι κλειστές
πόρτες, το σιωπηλό κουδούνι, τα βρεγμένα μαλλιά μου, τα χέρια
του. Τα χέρια του. Άκαμπτα, ιδρωμένα, αποφασιστικά. Κυρτά,
τυφλά κι αηδιαστικά, σαν πόδια αράχνης. Και το βλέμμα του, το
βλέμμα του. Σκληρό, διαπεραστικό, διψασμένο.
Εάν δεν βρισκόμουν μετά το μάθημα της γυμναστικής,
όταν τέλειωσε η ώρα της κολύμβησης, στη δεξιά πτέρυγα του
σχολείου, στα ανακαινισμένα αποδυτήρια του κολυμβητηρίου,
μπροστά στο ντουλαπάκι με τον αριθμό 27, θα γινόταν Αυτό; Αυτό
έγινε μόνο για μένα κι εγώ υπάρχω μόνο γι’ Αυτό; Μήπως εγώ κι
Αυτό είμαστε ένα; Μήπως δεν υπάρχει Αυτό χωρίς εμένα;
Θα μπορούσα να είχα φύγει αμέσως, όπως οι άλλες. Μετά
την προπόνηση. Αν είχα φύγει αμέσως, αν περπατούσα γρήγορα,
αν δεν ήμουν μόνη, αν δεν ήμουν βρεγμένη, αν δεν ήμουν αφη-
ρημένη, αν δεν χρειαζόταν να αλλάξω, θα είχε συμβεί Αυτό; Αν,
αν, αν... Κανείς δεν ξέρει. Και δεν έχει σημασία πια. Υπάρχουν
ερωτήσεις που δεν έχουν απάντηση. Τι βρίσκεται στη σκοτεινή
πλευρά του φεγγαριού; Τι συμβαίνει στο Τρίγωνο των Βερμού-
δων; Τι υπάρχει μέσα στο κεφάλι του προέδρου της Βόρειας
Κορέας; Τίποτα, τίποτα, τίποτα…
Ήταν Νοέμβριος. 3 Νοεμβρίου. Το θυμάμαι γιατί ήταν η
μέρα των γενεθλίων μου. Είχα ετοιμάσει την τσάντα μου κι είχα
ξεκινήσει για το σχολείο. Ο Παναγιωτίδης είχε έρθει πριν από
μένα και περίμενε στην είσοδο. Βάζω στοίχημα πως περίμενε
εμένα. Φυσικά και περίμενε εμένα. Κάθε πρωί με περίμενε,
όπως ο καλός τύραννος το θύμα του. Δεν βαριόταν ποτέ. Ακού-
ραστος και ευρηματικός όπως δεν είχε υπάρξει ποτέ στα μα-
θήματα. Αυτό ήταν τρομερά εντυπωσιακό, κάθε μέρα είχε την
ίδια όρεξη να με βασανίσει, να με υποτιμήσει, να με αφανίσει.
Και κάθε φορά τα κατάφερνε. Ίσως μόνο σ’ αυτό μπορούσε να
τα καταφέρει.
Η παρέα του στεκόταν παραδίπλα, νυσταγμένη, και πε-
ρίμενε. Εκείνος είχε αφήσει την τσάντα στα πόδια του κι είχε
ακουμπήσει στην πόρτα με τα χέρια στις τσέπες. Φυσικά, δεν
ήθελα να περάσω από μπροστά του, αλλά δεν υπήρχε άλλος
τρόπος να μπω μέσα στο σχολείο. Κατέβασα το κεφάλι μου για
να αποφύγω τουλάχιστον το βλέμμα του, αλλά δεν κατάφερα να
αποφύγω τα λόγια του, το γνωστό σύνθημα, την απόδειξη της
μαγκιάς του. Ο Παναγιωτίδης βροντοφώναξε εκεί μπροστά σε
όλα τα παιδιά, κάνοντας την παρέα του να ξεσπάσει σε τραντα-
χτά γέλια και ιαχές θριάμβου και μένα να εύχομαι ν’ ανοίξει η γη
και να με καταπιεί.
«Να-κι-η-ζού-μπα-η-βυ-ζού-μπα».
Τι ευχαρίστηση μπορεί να δίνει σε κάποιον η δυστυχία του
άλλου; Ο Παναγιωτίδης, πάντως, απολύτως ευχαριστημένος
από τον εαυτό του, με το ειρωνικό υφάκι του καρφιτσωμένο
στο πρόσωπο, ήρωας πια αφού είχε καταφέρει να κάνει τους
άλλους να γελάσουν στις 8:10 το πρωί, μάζεψε την τσάντα του
και μπήκε στην τάξη.
Με λένε Μαριάννα, πηγαίνω στην τρίτη γυμνασίου και
μου αρέσει το κολύμπι. Βλέπω συχνά ένα όνειρο στον ύπνο μου,
το ίδιο κάθε φορά. Πως, λέει, δεν έχω βάρος, ούτε ύψος ούτε
στήθος, τίποτα που να με κρατάει κολλημένη σαν βαρίδι στον
βυθό. Πλέω στη θάλασσα μαζί με τα ψάρια, που ανοίγουν το σχή-
μα τους για να με δεχτούν. Στο όνειρό μου μπορώ να αναπνέω
κάτω από την επιφάνεια του νερού. Στο όνειρό μου ανήκω κι
εγώ στο κοπάδι, κι ας νιώθω διαφορετική από τα υπόλοιπα
ψάρια. Στο όνειρό μου είμαι ελεύθερη. Το πρόβλημα είναι ότι
ύστερα ξυπνάω.
Οι αλλαγές που έγιναν στο σώμα μου το καλοκαίρι, από
τη δευτέρα στην τρίτη γυμνασίου, συγκρίνονται μόνο με εκείνες
της Μιστίκ στο Χ-Μεν: ακατανόητες, απίστευτες, κραυγαλέες,
υπερφυσικές. Και, φυσικά, αντιληπτές σε όλους. Ήταν σαν το
στήθος μου να είχε φουσκώσει ξαφνικά και χωρίς καμιά προει-
δοποίηση με μία τρόμπα. Είχα μείνει μπροστά στον καθρέφτη με
ανοιχτό το στόμα σ’ αυτή την αλλαγή, όπως όταν βγήκε το πρώτο
μου δόντι στο νηπιαγωγείο. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα
ήταν το κολύμπι. Μήπως θα επηρεαζόταν η επίδοσή μου, μή-
πως δεν θα μπορούσα να κολυμπήσω πια τόσο γρήγορα. Ύστερα
ανησύχησα μήπως δεν χωρούσα πια μέσα στις αγαπημένες μου
μπλούζες. Ο Παναγιωτίδης δεν μου είχε περάσει καν απ’ το μυα-
λό. Μέχρι που ήρθε η πρώτη μέρα του σχολείου. Μέχρι που με
είδε και γούρλωσε τα μάτια του. Μέχρι που με έδειξε κι έβαλε
τα γέλια. Μέχρι που συνέχισε να γελάει. Μέχρι που σταμάτησε να
γελάει και με κοίταξε σοβαρός. Τόσο σοβαρός, που με τρόμαξε.
Στο επόμενο διάλειμμα είχε εξηγήσει στην παρέα του τον
κανόνα του παιχνιδιού που θα έπαιζαν όλη εκείνη τη χρονιά. Η
οδηγία ήταν μία: κοροϊδέψτε την, τσαλακώστε την, αφανίστε την,
κανένα έλεος. Όποιος το κάνει καλύτερα θα είναι ο νικητής.
Έτσι, ξεκίνησε ένας διαγωνισμός ανάμεσά τους, με θύμα
εμένα, ποιος θα πει την πιο αστεία ατάκα, ποιος θα κάνει τους
άλλους να γελάσουν πιο πολλή ώρα, ποιος θα ανακηρυχθεί σε
μάγκα της ημέρας, εκθρονίζοντας τους μάγκες των προηγούμε-
νων ημερών.
«Προσοχή, έρχονται οι τορπίλες!» έδινε το σύνθημα ο Πα-
ναγιωτίδης.
«Στην άκρη, μπορεί να εκτοξευτούν!» ακολουθούσε κά-
ποιος από τους υπόλοιπους.
«Καλυφθείτε, παιδιά…»
«Εμπρός, θέλει θάρρος να σταθείς μπροστά σ’ αυτά τα
βυζιά».
«Θάρρος, γενναιότητα, ανδρεία!»
Ένας εφιάλτης είχε ξεκινήσει. Άκουγα ζαλισμένη όλα αυτά
τα σχόλια, τα κοροϊδευτικά λόγια, τα γέλια, χωρίς να μπορώ να
κάνω τίποτα. Ντρεπόμουν για τον εαυτό μου, γι’ αυτό που έλε-
γαν πως ήμουν. Γι’ αυτό που έβλεπα πως είχα γίνει. Γιατί ήμουν
μόνο ένα πράγμα πια, ναι, όσο γι’ αυτό, με είχαν πείσει: Ήμουν το
κορίτσι με το τεράστιο στήθος.
Ήμουν παγιδευμένη. Ένιωθα σαν να βυθίζομαι σε κινούμε-
νη άμμο. Κάθε μέρα και πιο βαθιά. Όχι, όχι, ένιωθα κάτι χειρότε-
ρο: ναυαγός σε απόμερη ξέρα. Όχι, ούτε αυτό, ένιωθα κάτι ακόμα
χειρότερο: σαν να έχω δεμένα χέρια και πόδια και να περπατάνε
πάνω μου κατσαρίδες και σκουλήκια. Όχι, ούτε αυτό, αλλά κάτι
πιο φριχτό: να είμαι αστροναύτης αποκομμένος από το διαστη-
μόπλοιό μου και να αιωρούμαι αιώνια στο αχανές σύμπαν περι-
μένοντας να πάθω ασφυξία μόλις τελειώσει το οξυγόνο μου.
Αλλά ούτε καν αυτό. Ένιωθα, τελικά, σαν να είχε μεγαλώσει το
στήθος μου μέσα σ’ ένα καλοκαίρι και με κορόιδευαν τα αγόρια,
με αρχηγό τον Παναγιωτίδη. Ναι, έτσι ακριβώς ένιωθα.
Τις πρώτες εβδομάδες φορούσα μαύρες μακριές μπλού-
ζες για να κρύψω το στήθος μου. Μάταια. Κάποια μέρα, την ώρα
του μαθήματος, ο Παναγιωτίδης σχεδίασε ένα πρόστυχο κόμικ
με πρωταγωνίστρια εμένα. Όταν η καθηγήτρια πλησίασε, το
έκρυψε κάτω από το βιβλίο του. Με την πρώτη ευκαιρία το πέ-
ρασε από χέρι σε χέρι. Κάποια στιγμή έφτασε και στα δικά μου
χέρια. Ήταν μια αηδιαστική ιστορία με τίτλο Η Βυζούμπα στον
πλανήτη Βυζαρίωνα και εξελισσόταν σ’ έναν πλανήτη με εξωγήι-
νους που άλλοι είχαν τρία μάτια, άλλοι δύο κεφάλια, άλλοι ουρά
κι άλλοι προβοσκίδα για μύτη. Εγώ είχα τόσο τεράστιο στήθος,
που δεν χωρούσε σε μία σελίδα, συνεχιζόταν και στις υπόλοιπες.
Έγινα ο σάκος του μποξ, ο περίγελος της τάξης. Αγόρια
που μέχρι τότε δεν άνοιγαν το στόμα τους για να μιλήσουν και
που η παρέα του Παναγιωτίδη δεν τους είχε δώσει ποτέ καμία
σημασία με χρησιμοποιούσαν για να ανέβουν στα μάτια του. Σε
οικονομική ορολογία: ανέβαιναν οι μετοχές τους. Όσο για τα κο-
ρίτσια, ανακουφισμένες που δεν ήταν εκείνες ο στόχος, αλλά και
από φόβο μήπως βρεθούν στη θέση μου, σώπαιναν. Περνούσαν,
ωστόσο, κι αυτές το κόμικ από χέρι σε χέρι, αμίλητες. Και τι θα
μπορούσαν να κάνουν, δηλαδή, εκείνες όταν εγώ η ίδια δεν μπο-
ρούσα να υπερασπιστώ τον εαυτό μου; Τις περισσότερες φορές
σκεφτόμουν πως το άξιζα. Πως το στήθος μου ήταν αφύσικα με-
γάλο. Πως ήμουν ένα τέρας. Πως δεν έφταιγε ο Παναγιωτίδης.
Πως έφταιγα εγώ. Γι’ αυτό σώπαινα, συρρικνωνόμουν, απέφευγα
τα αγόρια, κι ύστερα και τα κορίτσια. Γρήγορα βρέθηκα σε μια
απομόνωση που επέβαλα εγώ η ίδια στον εαυτό μου. Βρέθηκα
μέσα σε μια φούσκα που πολύ σύντομα θα έσκαγε.
Θυμήθηκα μια συμμαθήτριά μου στο δημοτικό. Όταν ένα
αγόρι την είχε πει χοντρή, εκείνη είχε αρχίσει να τσιρίζει τόσο
πολύ, που σύντομα μαζεύτηκε γύρω τους όλο το σχολείο και
τους κοίταζε. Ύστερα εκείνη του είχε πει: μην τολμήσεις να το
ξαναπείς αυτό, γιατί θα δεις τι έχεις να πάθεις. Έτσι απλά. Κι αυ-
τός είχε φύγει με την ουρά στα σκέλια σαν πληγωμένο κουτάβι.
Εγώ γιατί δεν μπορούσα να το κάνω; Τι με εμπόδιζε από το να
υπερασπιστώ τον εαυτό μου; Γιατί δεν στεκόμουν μπροστά στον
Παναγιωτίδη για να του πω: εσύ είσαι το φρικιό, το τέρας, εσύ
που γελάς και κοροϊδεύεις ένα κορίτσι μόνο και μόνο επειδή είναι
κορίτσι, μόνο και μόνο επειδή δεν καταλαβαίνεις τις αλλαγές
που συμβαίνουν σ’ ένα κοριτσίστικο σώμα, είσαι σεξιστής, είσαι
δειλός, είσαι κότα.
Όμως εγώ έσκυβα το κεφάλι και κρυβόμουν. Το όνειρο
που έβλεπα στον ύπνο μου, εκείνο το ήρεμο, γαλήνιο όνειρο,
είχε πια αλλάξει. Βρισκόμουν ακόμα κάτω από τη θάλασσα,
ανάμεσα σε χρωματιστά ψάρια και δαντελωτά κοράλλια, όμως
εγώ δεν μπορούσα πια να ανασάνω όπως πριν. Όποτε έπαιρνα
ανάσα, πνιγόμουν από το νερό που έμπαινε στα πνευμόνια μου
και ξυπνούσα λαχανιασμένη. Αλλά το πράγμα θα χειροτέρευε.
Ναι, σίγουρα θα χειροτέρευε. Μέχρι να πατήσω τα πόδια μου
στον βυθό. Μέχρι να φτάσω στον πάτο.
Στο μεταξύ, είχαν έρθει οι γιορτές. Έφυγα από το σχολείο
ανακουφισμένη και φορτωμένη εργασίες που έπρεπε να γίνουν
στις γιορτές. Οτιδήποτε για να μη σκέφτομαι τον Παναγιωτίδη.
Σκέφτηκα να μιλήσω στους γονείς μου για όλο αυτό που γινόταν
στο σχολείο, αλλά ντρεπόμουν να τους μιλήσω γι’ αυτό το θέμα.
Ασχολήθηκα περισσότερο με τις εργασίες μου, με τον υπολο-
γιστή μου και με τις ξαδέρφες μου, που είχαν έρθει σπίτι μας
για μερικές μέρες. Η Δαναΐτσα ήταν 6 χρονών, αλλά η Ξανθή, η
μεγαλύτερη, ήταν στην ηλικία μου. Όταν μείναμε μόνες στο δω-
μάτιό μου, άρχισα την ανάκριση. Αν την κοροϊδεύουν τα αγόρια
στο σχολείο, αν έχει καλές φίλες, αν όταν μεγάλωσε το στήθος
της χωρούσε στα ρούχα της. Αλλά η Ξανθή δεν είχε τέτοια προ-
βλήματα, ούτε είχε μεγαλώσει το στήθος της όπως το δικό μου.
«Με κορόιδευαν τα αγόρια, αλλά στο δημοτικό, όχι τώρα,
στο γυμνάσιο» είπε.
«Και τι έκανες;»
«Το ’πα στη δασκάλα μου και τους μάλωσε».
«Το ’χες πει και στη μαμά σου;»
«Δεν θυμάμαι τώρα, έλα να σου δείξω τη σελίδα μου στο
φέισμπουκ».
Δεν είχα σκεφτεί να το πω στις καθηγήτριές μου. Θα μπο-
ρούσα ίσως να το εμπιστευτώ στην προπονήτριά μας, την κυρία
Ξένια, αλλά, αφού ντρεπόμουνα να το πω στη μαμά μου, με τι
κουράγιο θα το ’λεγα σε κείνη; Άλλωστε, αποκλείεται να μην το
είχαν ακούσει οι καθηγητές, όλα αυτά συνέβαιναν μπροστά τους,
όλοι τα άκουγαν. Αν ήθελαν να με προστατεύσουν, θα το είχαν
κάνει, έτσι δεν είναι;
Οι γιορτές τέλειωσαν γρήγορα κι επέστρεψα στο σχολείο.
Τα υπόλοιπα αγόρια είχαν ηρεμήσει, δεν συμμετείχαν πια στις
κοροϊδίες, σαν να είχαν βαρεθεί ή σαν να είχαν μεγαλώσει. Ο
Παναγιωτίδης, όμως, ασταμάτητος. Κάθε φορά που περνούσε
από δίπλα μου μου ψιθύριζε αισχρόλογα στο αυτί. Λόγια που
μ’ έκαναν να κοκκινίζω και να ντρέπομαι ακόμα περισσότερο.
Όμως δεν μπορούσα να φανταστώ ότι τα πράγματα θα χειρο-
τέρευαν. Στα διαλείμματα δεν έβγαινα πια έξω, καθόμουν στο
θρανίο μου για να τον αποφεύγω. Μέσα στην τάξη, στη διάρκεια
του μαθήματος, ήμουν αφηρημένη, δεν πρόσεχα, κοιτούσα έξω
από το παράθυρο και σκεφτόμουν όλα αυτά που ξεστόμιζε ψι-
θυριστά στο αυτί μου.
«Μια μέρα θα πιάσω τις φουσκωτές σου μπάλες και θα
σου αρέσει» μου είχε πει την τελευταία φορά, κι εγώ είχα κλει-
στεί στις τουαλέτες κι είχα κλάψει.
Στο σπίτι δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ, οι αριθμοί χο-
ροπηδούσαν και τα γράμματα γλιστρούσαν το ένα πάνω στο
άλλο. Η βαθμολογία μου ήταν χειρότερη από κάθε άλλη φορά,
κι όταν ήρθε η μαμά να πάρει τον έλεγχο από το σχολείο, έφυγε
με σκυμμένο το κεφάλι. Το βράδυ την άκουσα να μιλάει στον
μπαμπά. Δεν ήξεραν, δεν μπορούσαν να καταλάβουν. Πώς θα
μπορούσαν να ξέρουν αφού δεν μιλούσα...
Αντιπαθούσα τον Παναγιωτίδη, αλλά περισσότερο αντιπα-
θούσα τον εαυτό μου. Ένιωθα πως τα άξιζα όλα αυτά. Η σιγουριά
του, η αποστροφή του και η αηδία του μόλις με έβλεπε με απο-
προσανατόλιζαν, με μπέρδευαν. Κατηγορούσα τον εαυτό μου.
Ζήλευα τα κορίτσια με το παιδικό στήθος, ήθελα να γυρίσω τον
χρόνο πίσω, τότε που έπαιζα με τις κούκλες μου. Τι το ’θελα να
γίνω γυναίκα ξαφνικά; Αλλά δεν ήταν και στο χέρι μου.
Το στήθος μου δεν μεγάλωνε επειδή ήμουν παχιά. Δεν
ήμουν παχιά. Ήταν ορμονικό έγραφαν όλα τα σάιτ. Το να γκου-
γκλάρεις το πρόβλημά σου για να δεις τι θα βγει δεν είναι κα-
θόλου καλή ιδέα. Πολύ αναξιόπιστη μέθοδος. Δισεκατομμύρια
λινκς από δισεκατομμύρια άσχετους μεταφέρουν ανακριβείς
πληροφορίες σε άλλους τόσους που ψάχνουν μια λύση για το
πρόβλημά τους. Αλλά δεν έβλεπα άλλη διέξοδο. Παρόλο, λοι-
πόν, που ήξερα πως δεν ήταν θέμα πάχους, εγώ σταμάτησα να
τρώω, επειδή δεν είχα πια όρεξη να φάω. Ήμουν συνέχεια στε-
νοχωρημένη, σκεπτική και προβληματισμένη. Ήμουν λυπημένη.
Απελπισμένη. Δυστυχισμένη. Δεν ήθελα πια να πηγαίνω στο
σχολείο. Προσποιήθηκα την άρρωστη μερικές φορές, αλλά δεν
γινόταν να λείπω και συνέχεια. Έτσι, ξαναγύρισα στον τόπο του
εγκλήματος.
Και τότε έγινε Αυτό. Αυτό.
Στο μάθημα της γυμναστικής κατεβήκαμε στο κολυμβη-
τήριο. Είχαμε προπόνηση, γιατί σε λίγο καιρό το γυμνάσιό μας
θα φιλοξενούσε το σχολικό πρωτάθλημα. Συμμετείχα στα εκα-
τό μέτρα ελεύθερο και στη σκυταλοδρομία. Στις προπονήσεις
είχαμε καταφέρει να κάνουμε φοβερό χρόνο, τον καλύτερο που
είχαμε κάνει ποτέ. Το παράξενο ήταν πως στην πισίνα, ανάμε-
σα στους διαδρόμους και μέσα στο νερό ο Παναγιωτίδης δεν
υπήρχε. Δηλαδή, υπήρχε στο κολυμβητήριο, καθόταν συνέχεια
στις κερκίδες φορώντας ένα αδιάβροχο μπουφάν κι ένα τζιν
παντελόνι και κοίταζε από ψηλά. Αλλά δεν υπήρχε μέσα στο
μυαλό μου, τον ξεχνούσα. Όταν κολυμπούσα, ξεχνούσα τα πάντα.
Πολλές φορές, όταν ήθελα να ξεκουραστώ, φανταζόμουν πως
ήμουν ψάρι, πως ανοιγόκλεινα το στόμα μου και τα πτερύγιά μου
κολυμπώντας ανάμεσα σε κοράλλια, βράχους, μέδουσες και
κοχύλια. Είχα φτιάξει, λοιπόν, κι εγώ κάπου το καταφύγιό μου.
Το κολυμβητήριο ήταν ανοιχτό και είχε αρχίσει να σκοτει-
νιάζει. Ήταν μόλις πέντε η ώρα, αλλά στην καρδιά του χειμώνα
ήταν σχεδόν νύχτα κι είχαν ανάψει οι προβολείς. Το φως έπεφτε
πάνω στο ανήσυχο νερό και στα κορίτσια που κολυμπούσαν
στους διαδρόμους. Έμοιαζε σαν να βρισκόταν εκεί κάτω ένα
πεινασμένο κοπάδι ψάρια που πηδούσαν έξω και ξανάπεφταν
πάλι απελπισμένα μέσα, ταράζοντας το νερό.
Ο χρόνος μου στα εκατό μέτρα ήταν ο καλύτερος που είχα
κάνει ποτέ, είχα κάνει ατομικό ρεκόρ, ενώ στη σκυταλοδρομία
είχαμε συντονιστεί όλα τα κορίτσια σαν να ήμασταν μία αθλήτρια
κι όχι τέσσερις.
Δεν θυμάμαι ποια ήταν η στιγμή που αγάπησα το νερό.
Μπορεί και να ’ταν όταν με πήγαινε ο μπαμπάς μου στη θάλασσα
ή όταν βουτούσα με τη μάσκα και τον αναπνευστήρα μέσα στην
μπανιέρα που γέμιζε με νερό η μαμά. Το πιθανότερο, πάντως,
είναι να αγάπησα το νερό όταν γνώρισα τη γυμνάστριά μας, την
κυρία Ξένια. Είναι καταπληκτικό πώς ένας και μόνον άνθρωπος
έχει την ικανότητα να βγάζει από μέσα σου τον καλύτερό σου
εαυτό. Στην κυρία Ξένια, την προπονήτριά μας, οφείλουμε τη
συμμετοχή μας στο σχολικό πρωτάθλημα στο τέλος της χρονιάς.
Όταν μας ανέλαβε, δεν μπορούσαμε να τερματίσουμε ούτε στο
πενηντάρι.
Η προπόνηση είχε τελειώσει και η κυρία Ξένια μάς κάλε-
σε όλες πίσω μ’ ένα σφύριγμα.
«Είστε έτοιμες» είπε. «Σε λίγες μέρες θα λάβετε μέρος
στους αγώνες. Όλες για μία και μία για όλες. Να θυμάστε ότι
έχετε η μία την άλλη, είστε μια ομάδα. Εάν σας απασχολεί κάτι,
αν θέλετε να συζητήσουμε κάτι, ό,τι κι αν είναι αυτό, μην ντρα-
πείτε, ξέρετε πού θα με βρείτε. Πηγαίνετε να φάτε και να ξε-
κουραστείτε. Θα τα πούμε στον τελικό, εντάξει, κορίτσια μου;»
Ύστερα μπήκαν όλες στα αποδυτήρια κι εγώ θυμάμαι πως
τις ακολουθούσα, αλλά κάπως πιο αργά, γιατί σκεφτόμουν αυτό
το «αν σας απασχολεί κάτι». Μου φάνηκε κιόλας πως κοιτούσε
εμένα όταν το έλεγε. Εγώ, πάντως, ένιωθα ολομόναχη, αλλά δεν
μπορούσα να ξεστομίσω σε κανέναν αυτό που μου συνέβαινε.
Μετά θυμήθηκα πως είχα αφήσει την πετσέτα μου στις κερκί-
δες, κι ώσπου να γυρίσω να την πάρω, είχαν φύγει όλες από τα
αποδυτήρια.
Έξω ήταν νύχτα, ήμουν ολομόναχη και δεν είχα προλάβει
να ντυθώ. Ήμουν απορροφημένη από τις σκέψεις μου. Είχα πάρει
την πετσέτα και σκούπιζα τα μαλλιά μου. Θυμάμαι πως ένιωθα
περίεργα, σαν να μην ήμουν μόνη μου, σαν να με παρακολουθούσε
κάποιος, όταν ξαφνικά άκουσα έναν θόρυβο. Κάτι σαν γρατζού-
νισμα κι ύστερα ένα χάχανο και μετά έναν βήχα. Η καρδιά μου
άρχισε να χτυπάει δυνατά. Πίσω από την κολόνα εμφανίστηκε
ο Παναγιωτίδης.
Άρχισα να τρέμω. Μπροστά από το ντουλαπάκι 27 άρχι-
σα να τρέμω. Στην αρχή τα γόνατά μου κι ύστερα τα χέρια και
τέλος το κεφάλι μου. Πήγα να απλώσω το χέρι μου, να πιαστώ
από κάπου, από το ανοιχτό ντουλαπάκι μου, αλλά δεν μπορού-
σα. Είχα τρομοκρατηθεί, η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή, οι
παλάμες μου γλιστρούσαν. Πώς είχε γίνει αυτό; Πώς είχε βρε-
θεί ο Παναγιωτίδης στα αποδυτήρια των κοριτσιών; Πώς είχε
καταφέρει να μπει στο άβατό μου; Στον πιο κρυφό μου κόσμο;
Γιατί βρισκόταν εκεί; Τι ήθελε να κάνει; Πήγα να ανοίξω το στόμα
μου, να φωνάξω, αλλά δεν βγήκε φωνή, ή τουλάχιστον εγώ δεν
την άκουσα. Είχα προλάβει να φορέσω το παντελόνι μου, αλλά
κρατούσα ακόμα την πετσέτα. Την έσφιξα σαν ασπίδα μπροστά
από το γυμνό στήθος μου. Ο Παναγιωτίδης με πλησίασε, σταμά-
τησε για λίγο κι ύστερα με πλησίασε κι άλλο.
«Κυρία Ξένια» κατάφερα να φωνάξω με όλη τη δύναμη που
μου είχε απομείνει και με φωνή που έτρεμε σαν ζελέ. Και τότε
ο Παναγιωτίδης όρμηξε πάνω μου σαν φίδι έτοιμο να αφήσει το
δηλητήριό του, τράβηξε την πετσέτα μου με δύναμη κι άρπαξε
το στήθος μου με τα δυο του χέρια.
«Κυρία Ξένια» ούρλιαξα αυτή τη φορά όπως δεν έχω ουρ-
λιάξει ποτέ στη ζωή μου, όπως ελπίζω να μην ακούσω ποτέ ξανά
τον εαυτό μου έτσι.
Τότε υποχώρησε πίσω από την κολόνα. Βρήκα την ευκαι-
ρία να φορέσω γρήγορα την μπλούζα μου και να μπω στη διπλανή
αίθουσα με τα ντους. Σκαρφάλωσα σ’ ένα παγκάκι, άνοιξα το
παράθυρο και γλίστρησα από εκεί έξω στη νύχτα. Γύρισα στο
σπίτι μου, κλείστηκα στο δωμάτιό μου και δεν ξαναπάτησα το
πόδι μου στο κολυμβητήριο.
Εκείνη την ημέρα ολόκληρος ο κόσμος μου ράγισε. Το
σχολικό πρωτάθλημα όμως, που δεν ενδιαφερόταν για πληγω-
μένους ή ολόκληρους ή ραγισμένους κόσμους, είχε φτάσει. Και
δεν ήμουν έτοιμη πια γι’ αυτό.
Την ημέρα του πρωταθλήματος η κυρία Ξένια μάς είχε
μιλήσει στα αποδυτήρια. Μας είχε θυμίσει τεχνικές, μας είχε πει
πως είχαμε δουλέψει σκληρά όλη τη χρονιά και μας συμβούλεψε
να το ευχαριστηθούμε. Εγώ κοιτούσα την κολόνα που πίσω της
κρυβόταν ο Παναγιωτίδης πριν από μερικές ημέρες κι ένιωσα να
ανεβαίνει από το στομάχι μου ένα κύμα εμετού. Ωστόσο φόρεσα
το μαγιό, το σκουφάκι, το μπουρνούζι και ανέβηκα μαζί με τις
άλλες επάνω. Οι κερκίδες ήταν γεμάτες, αλλά δεν μπορούσα
να διακρίνω πρόσωπα, μόνο ένα θολό πολύχρωμο κάδρο, σαν
να υπήρχε ανάμεσά μας ένας ορμητικός καταρράκτης. Στάθη-
κα λίγο στην κορυφή της σκάλας κι έπιασα το κεφάλι μου, που
γύριζε.
«Μαριάννα, είσαι καλά;» με ρώτησε η κυρία Ξένια, αλλά,
όταν την κοίταξα, είδα μόνο το περίγραμμά της. Πιέστηκα για
να της χαμογελάσω, αλλά δεν τα κατάφερα και πολύ καλά. Ήταν
περισσότερο ένας νευρικός σπασμός παρά χαμόγελο. Ακολού-
θησα τα κορίτσια, που προχωρούσαν το ένα πίσω από τ’ άλλο
μπροστά από τις κερκίδες.
Φοβόμουν. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έπαιρνα μέρος
σε αγώνες, δεν ξέρω τι ακριβώς φοβόμουν, δεν ήταν ξεκάθαρο,
πάντως η καρδιά μου κόντευε να σπάσει και μαζί της κινδύνευε
να σπάσει ένας εύθραυστος κόσμος ξέχειλος από τα παιδικά
μου όνειρα.
Οι αγώνες ξεκίνησαν. Ανέβηκα στον βατήρα μου. Επτά
κορίτσια από άλλα σχολεία πήραν θέση στον δικό τους βατήρα.
Δόθηκε η εκκίνηση. Έφυγα καθυστερημένη, είδα τις άλλες να
πετάγονται με δύναμη μπροστά μου. Στα εκατό μέτρα που με
χώριζαν από τον τερματισμό κατάφερα να προσπεράσω τρία
κορίτσια. Όταν έφτασα πάλι στον βατήρα μου, κοίταξα την κυρία
Ξένια. Είχα κάνει τον χειρότερό μου χρόνο. Κοιτούσε έκπληκτη
το χρονόμετρο, ωστόσο μου χαμογέλασε. Είχε καταλάβει ότι
κάτι δεν πήγαινε καλά. Έβλεπα το όνειρο να απομακρύνεται.
Ένιωθα πως κρατούσα κάτι μεγάλο στα χέρια μου κι ύστερα σε
μια στιγμή το ’νιωσα να μου γλιστράει σαν να μην ήταν ποτέ δικό
μου και σαν να μην μπορούσα πια να το αγγίξω.
Στη σκυταλοδρομία στάθηκα στον τέταρτο βατήρα. Ήμα-
σταν μπροστά μέχρι εκείνη τη στιγμή, μέχρι, δηλαδή, να βουτήξω
εγώ. Κι ήταν η σειρά μου να φύγω, είχα πάρει θέση και περίμενα,
όταν άκουσα από τις κερκίδες, πιο δυνατά από οτιδήποτε, πιο
δυνατά από την πιο δυνατή έκρηξη, δυνατότερα κι απ’ το δυνα-
τότερο μπιγκ μπανγκ, «κο-λύ-μπα-μω-ρή-βυ-ζού-μπα».
Βούτηξα. Πήρα μια βαθιά αναπνοή. Κατάπια νερό. Κατάπια
κι άλλο νερό. Βυθίστηκα. Δεν ανέβηκα στην επιφάνεια. Πνιγό-
μουν. Κι ύστερα δεν θυμάμαι τίποτε άλλο. Όταν άνοιξα τα μάτια
μου, είδα το πρόσωπο της κυρίας Ξένιας. Οι αγώνες είχαν στα-
ματήσει, η τάξη μου είχε μαζευτεί γύρω μου, πιο πίσω ήταν κι
άλλα παιδιά.
«Είσαι γελοίος, ρε Παναγιωτίδη» άκουσα να λέει κάποιος.
«Είσαι πολύ σιχαμένος τελικά» είπε κάποιος άλλος και
ξεκίνησε ένα απίστευτο γιουχάρισμα, με στόχο αυτή τη φορά
τον Παναγιωτίδη.
«Γιατί δεν μιλούσες, κορίτσι μου; Γιατί δεν έλεγες τι σου
συμβαίνει;» είπε η κυρία Ξένια όταν ήρθε να με δει την επόμενη
μέρα.
Δεν απάντησα, δεν είπα τίποτα.
«Μαριάννα μου, το ξέρεις ότι χιλιάδες κορίτσια στον κό-
σμο αντιμετωπίζουν απίστευτες δυσκολίες μόνο και μόνο επει-
δή είναι κορίτσια;»
Την κοίταξα στα μάτια.
«Μου λέτε αλήθεια;»
«Και βέβαια» είπε εκείνη.
«Γιατί;»
«Γιατί… Δύσκολο να απαντηθεί, δύσκολο να το καταλάβει
κανείς».
«Προσπαθήστε, κυρία Ξένια, θέλω να καταλάβω».
«Είναι κάτι που έρχεται από τα βάθη του χρόνου».
«Δηλαδή;»
«Υπήρχε μεγάλη ανισότητα ανάμεσα στον άντρα και τη
γυναίκα. Μέσα στους αιώνες ο άντρας κυριάρχησε πάνω στη
γυναίκα».
«Επειδή ήταν σωματικά δυνατότερος…»
«Ναι. Κι έπειτα πίστεψαν πως ήταν καταλληλότερος ηγέ-
της συγκριτικά με τη γυναίκα, πιο ισχυρός, πιο υπεύθυνος, με
μεγαλύτερη αντοχή…»
«Και η γυναίκα;»
«Η γυναίκα θεωρούνταν πιο αδύναμη, περιορισμένη, ελεγ-
χόμενη, εύκολος στόχος. Και είναι δύσκολο να σπάσει αυτό το
στερεότυπο. Ακόμα και η κοινωνία το συντηρεί».
«Το κατάλαβα, κανείς δεν με υπερασπίστηκε όταν συνέ-
βαιναν όλα αυτά. Αντίθετα, βρέθηκαν πολλοί στην ομάδα του
Παναγιωτίδη».
«Όλα αυτά έχουν αλλάξει πια, η θέση της γυναίκας είναι
πολύ διαφορετική, όμως ο τρόπος σκέψης δεν αλλάζει εύκολα.
Ο φόβος, η προκατάληψη υπάρχουν έντονα. Χρειάζεται πολύς
χρόνος ακόμα για να πέσουν και τα τελευταία οχυρά».
«Δηλαδή, κυρία Ξένια, έριξα κι εγώ ένα οχυρό;»
«Α, ναι, Μαριάννα μου, μην αμφιβάλλεις καθόλου γι’ αυτό.
Σ’ έναν κόσμο με πολλούς Παναγιωτίδηδες, τώρα υπάρχει ένας
λιγότερος!»
Έπειτα από έναν μήνα ξαναμπήκα στο νερό. Στην αρχή
δειλά, σαν να είχα ξεχάσει να κολυμπάω. Όμως το σώμα μου
θυμόταν. Το σώμα όλα τα θυμάται. Και κολύμπησα ξανά και αγω-
νίστηκα και πάλι. Την επόμενη χρονιά κερδίσαμε το σχολικό
πρωτάθλημα. Νιώθω περήφανη, όχι τόσο για το μετάλλιο, όσο
για το ότι σταμάτησα να ντρέπομαι για τον εαυτό μου και για το
σώμα μου. Έπαψα να νιώθω ενοχές, πως, δηλαδή, άξιζα όλα αυτά
που είχα περάσει την προηγούμενη χρονιά.
Όταν είπα στην κυρία Ξένια, χωρίς να την κοιτάζω στα
μάτια, για την επίθεση του Παναγιωτίδη στα αποδυτήρια, τον
απέβαλαν από το σχολείο και δεν τον ξαναείδα ποτέ. Η κυρία Ξέ-
νια μού πρότεινε να πάρω εξειδικευμένη βοήθεια. Υποσχέθηκα
στον εαυτό μου πως δεν θα αφήσω ποτέ κανέναν να μου φερθεί
ξανά μ’ αυτόν τον τρόπο, πως θα σέβομαι τον εαυτό μου και το
σώμα μου, και πήρα τη βοήθεια που μου πρότεινε. Καθώς όλα τα
πράγματα έμπαιναν στη σωστή τους θέση, ένιωθα να με πλημ-
μυρίζει η δύναμη της ηλικίας μου. Η βεβαιότητα πως τα όνειρα
χρειάζονται θάρρος για να πραγματοποιηθούν και εμπιστοσύνη
σ’ εκείνους που μας αγαπούν, για να μη ραγίσουν.
Και συνέχισα να βλέπω εκείνο το όνειρο. Πως, δηλαδή,
κολυμπούσα κάτω από το νερό, σε μια θάλασσα γεμάτη χρωμα-
τιστά ψάρια που έπλεαν δίπλα μου και κοράλλια που υψώνονταν
μπροστά μου, κι εγώ άπλωνα τα χέρια μου και τ’ άγγιζα απαλά.
Εκεί κάτω, στον απέραντο βυθό, μπορούσα πάλι να αναπνέω σαν
να ήμουν ψάρι.
Συγγραφείς: Κατερίνα Σαρρή, Κωνσταντίνος Μπίκος
Εικονογράφηση: Μυρτώ Δεληβοριά
ΚΕΘΙ
UNICEF
Μαριάννα, 14 ετών
Έτσι έγινε Αυτό. Όσες φορές έχω προσπαθήσει να θυμηθώ πώς
έγινε Αυτό, βλέπω μπροστά στα μάτια μου την ίδια εικόνα και
το στομάχι μου δένεται κόμπος και το στόμα μου στεγνώνει. Ο
μακρόστενος διάδρομος, τα μεταλλικά αριθμημένα ντουλαπάκια
που βρίσκονταν παραταγμένα δεξιά κι αριστερά, το σφουγγαρι-
σμένο πάτωμα, οι τετράγωνες λάμπες στο ταβάνι, οι κλειστές
πόρτες, το σιωπηλό κουδούνι, τα βρεγμένα μαλλιά μου, τα χέρια
του. Τα χέρια του. Άκαμπτα, ιδρωμένα, αποφασιστικά. Κυρτά,
τυφλά κι αηδιαστικά, σαν πόδια αράχνης. Και το βλέμμα του, το
βλέμμα του. Σκληρό, διαπεραστικό, διψασμένο.
Εάν δεν βρισκόμουν μετά το μάθημα της γυμναστικής,
όταν τέλειωσε η ώρα της κολύμβησης, στη δεξιά πτέρυγα του
σχολείου, στα ανακαινισμένα αποδυτήρια του κολυμβητηρίου,
μπροστά στο ντουλαπάκι με τον αριθμό 27, θα γινόταν Αυτό; Αυτό
έγινε μόνο για μένα κι εγώ υπάρχω μόνο γι’ Αυτό; Μήπως εγώ κι
Αυτό είμαστε ένα; Μήπως δεν υπάρχει Αυτό χωρίς εμένα;
Θα μπορούσα να είχα φύγει αμέσως, όπως οι άλλες. Μετά
την προπόνηση. Αν είχα φύγει αμέσως, αν περπατούσα γρήγορα,
αν δεν ήμουν μόνη, αν δεν ήμουν βρεγμένη, αν δεν ήμουν αφη-
ρημένη, αν δεν χρειαζόταν να αλλάξω, θα είχε συμβεί Αυτό; Αν,
αν, αν... Κανείς δεν ξέρει. Και δεν έχει σημασία πια. Υπάρχουν
ερωτήσεις που δεν έχουν απάντηση. Τι βρίσκεται στη σκοτεινή
πλευρά του φεγγαριού; Τι συμβαίνει στο Τρίγωνο των Βερμού-
δων; Τι υπάρχει μέσα στο κεφάλι του προέδρου της Βόρειας
Κορέας; Τίποτα, τίποτα, τίποτα…
Ήταν Νοέμβριος. 3 Νοεμβρίου. Το θυμάμαι γιατί ήταν η
μέρα των γενεθλίων μου. Είχα ετοιμάσει την τσάντα μου κι είχα
ξεκινήσει για το σχολείο. Ο Παναγιωτίδης είχε έρθει πριν από
μένα και περίμενε στην είσοδο. Βάζω στοίχημα πως περίμενε
εμένα. Φυσικά και περίμενε εμένα. Κάθε πρωί με περίμενε,
όπως ο καλός τύραννος το θύμα του. Δεν βαριόταν ποτέ. Ακού-
ραστος και ευρηματικός όπως δεν είχε υπάρξει ποτέ στα μα-
θήματα. Αυτό ήταν τρομερά εντυπωσιακό, κάθε μέρα είχε την
ίδια όρεξη να με βασανίσει, να με υποτιμήσει, να με αφανίσει.
Και κάθε φορά τα κατάφερνε. Ίσως μόνο σ’ αυτό μπορούσε να
τα καταφέρει.
Η παρέα του στεκόταν παραδίπλα, νυσταγμένη, και πε-
ρίμενε. Εκείνος είχε αφήσει την τσάντα στα πόδια του κι είχε
ακουμπήσει στην πόρτα με τα χέρια στις τσέπες. Φυσικά, δεν
ήθελα να περάσω από μπροστά του, αλλά δεν υπήρχε άλλος
τρόπος να μπω μέσα στο σχολείο. Κατέβασα το κεφάλι μου για
να αποφύγω τουλάχιστον το βλέμμα του, αλλά δεν κατάφερα να
αποφύγω τα λόγια του, το γνωστό σύνθημα, την απόδειξη της
μαγκιάς του. Ο Παναγιωτίδης βροντοφώναξε εκεί μπροστά σε
όλα τα παιδιά, κάνοντας την παρέα του να ξεσπάσει σε τραντα-
χτά γέλια και ιαχές θριάμβου και μένα να εύχομαι ν’ ανοίξει η γη
και να με καταπιεί.
«Να-κι-η-ζού-μπα-η-βυ-ζού-μπα».
Τι ευχαρίστηση μπορεί να δίνει σε κάποιον η δυστυχία του
άλλου; Ο Παναγιωτίδης, πάντως, απολύτως ευχαριστημένος
από τον εαυτό του, με το ειρωνικό υφάκι του καρφιτσωμένο
στο πρόσωπο, ήρωας πια αφού είχε καταφέρει να κάνει τους
άλλους να γελάσουν στις 8:10 το πρωί, μάζεψε την τσάντα του
και μπήκε στην τάξη.
Με λένε Μαριάννα, πηγαίνω στην τρίτη γυμνασίου και
μου αρέσει το κολύμπι. Βλέπω συχνά ένα όνειρο στον ύπνο μου,
το ίδιο κάθε φορά. Πως, λέει, δεν έχω βάρος, ούτε ύψος ούτε
στήθος, τίποτα που να με κρατάει κολλημένη σαν βαρίδι στον
βυθό. Πλέω στη θάλασσα μαζί με τα ψάρια, που ανοίγουν το σχή-
μα τους για να με δεχτούν. Στο όνειρό μου μπορώ να αναπνέω
κάτω από την επιφάνεια του νερού. Στο όνειρό μου ανήκω κι
εγώ στο κοπάδι, κι ας νιώθω διαφορετική από τα υπόλοιπα
ψάρια. Στο όνειρό μου είμαι ελεύθερη. Το πρόβλημα είναι ότι
ύστερα ξυπνάω.
Οι αλλαγές που έγιναν στο σώμα μου το καλοκαίρι, από
τη δευτέρα στην τρίτη γυμνασίου, συγκρίνονται μόνο με εκείνες
της Μιστίκ στο Χ-Μεν: ακατανόητες, απίστευτες, κραυγαλέες,
υπερφυσικές. Και, φυσικά, αντιληπτές σε όλους. Ήταν σαν το
στήθος μου να είχε φουσκώσει ξαφνικά και χωρίς καμιά προει-
δοποίηση με μία τρόμπα. Είχα μείνει μπροστά στον καθρέφτη με
ανοιχτό το στόμα σ’ αυτή την αλλαγή, όπως όταν βγήκε το πρώτο
μου δόντι στο νηπιαγωγείο. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα
ήταν το κολύμπι. Μήπως θα επηρεαζόταν η επίδοσή μου, μή-
πως δεν θα μπορούσα να κολυμπήσω πια τόσο γρήγορα. Ύστερα
ανησύχησα μήπως δεν χωρούσα πια μέσα στις αγαπημένες μου
μπλούζες. Ο Παναγιωτίδης δεν μου είχε περάσει καν απ’ το μυα-
λό. Μέχρι που ήρθε η πρώτη μέρα του σχολείου. Μέχρι που με
είδε και γούρλωσε τα μάτια του. Μέχρι που με έδειξε κι έβαλε
τα γέλια. Μέχρι που συνέχισε να γελάει. Μέχρι που σταμάτησε να
γελάει και με κοίταξε σοβαρός. Τόσο σοβαρός, που με τρόμαξε.
Στο επόμενο διάλειμμα είχε εξηγήσει στην παρέα του τον
κανόνα του παιχνιδιού που θα έπαιζαν όλη εκείνη τη χρονιά. Η
οδηγία ήταν μία: κοροϊδέψτε την, τσαλακώστε την, αφανίστε την,
κανένα έλεος. Όποιος το κάνει καλύτερα θα είναι ο νικητής.
Έτσι, ξεκίνησε ένας διαγωνισμός ανάμεσά τους, με θύμα
εμένα, ποιος θα πει την πιο αστεία ατάκα, ποιος θα κάνει τους
άλλους να γελάσουν πιο πολλή ώρα, ποιος θα ανακηρυχθεί σε
μάγκα της ημέρας, εκθρονίζοντας τους μάγκες των προηγούμε-
νων ημερών.
«Προσοχή, έρχονται οι τορπίλες!» έδινε το σύνθημα ο Πα-
ναγιωτίδης.
«Στην άκρη, μπορεί να εκτοξευτούν!» ακολουθούσε κά-
ποιος από τους υπόλοιπους.
«Καλυφθείτε, παιδιά…»
«Εμπρός, θέλει θάρρος να σταθείς μπροστά σ’ αυτά τα
βυζιά».
«Θάρρος, γενναιότητα, ανδρεία!»
Ένας εφιάλτης είχε ξεκινήσει. Άκουγα ζαλισμένη όλα αυτά
τα σχόλια, τα κοροϊδευτικά λόγια, τα γέλια, χωρίς να μπορώ να
κάνω τίποτα. Ντρεπόμουν για τον εαυτό μου, γι’ αυτό που έλε-
γαν πως ήμουν. Γι’ αυτό που έβλεπα πως είχα γίνει. Γιατί ήμουν
μόνο ένα πράγμα πια, ναι, όσο γι’ αυτό, με είχαν πείσει: Ήμουν το
κορίτσι με το τεράστιο στήθος.
Ήμουν παγιδευμένη. Ένιωθα σαν να βυθίζομαι σε κινούμε-
νη άμμο. Κάθε μέρα και πιο βαθιά. Όχι, όχι, ένιωθα κάτι χειρότε-
ρο: ναυαγός σε απόμερη ξέρα. Όχι, ούτε αυτό, ένιωθα κάτι ακόμα
χειρότερο: σαν να έχω δεμένα χέρια και πόδια και να περπατάνε
πάνω μου κατσαρίδες και σκουλήκια. Όχι, ούτε αυτό, αλλά κάτι
πιο φριχτό: να είμαι αστροναύτης αποκομμένος από το διαστη-
μόπλοιό μου και να αιωρούμαι αιώνια στο αχανές σύμπαν περι-
μένοντας να πάθω ασφυξία μόλις τελειώσει το οξυγόνο μου.
Αλλά ούτε καν αυτό. Ένιωθα, τελικά, σαν να είχε μεγαλώσει το
στήθος μου μέσα σ’ ένα καλοκαίρι και με κορόιδευαν τα αγόρια,
με αρχηγό τον Παναγιωτίδη. Ναι, έτσι ακριβώς ένιωθα.
Τις πρώτες εβδομάδες φορούσα μαύρες μακριές μπλού-
ζες για να κρύψω το στήθος μου. Μάταια. Κάποια μέρα, την ώρα
του μαθήματος, ο Παναγιωτίδης σχεδίασε ένα πρόστυχο κόμικ
με πρωταγωνίστρια εμένα. Όταν η καθηγήτρια πλησίασε, το
έκρυψε κάτω από το βιβλίο του. Με την πρώτη ευκαιρία το πέ-
ρασε από χέρι σε χέρι. Κάποια στιγμή έφτασε και στα δικά μου
χέρια. Ήταν μια αηδιαστική ιστορία με τίτλο Η Βυζούμπα στον
πλανήτη Βυζαρίωνα και εξελισσόταν σ’ έναν πλανήτη με εξωγήι-
νους που άλλοι είχαν τρία μάτια, άλλοι δύο κεφάλια, άλλοι ουρά
κι άλλοι προβοσκίδα για μύτη. Εγώ είχα τόσο τεράστιο στήθος,
που δεν χωρούσε σε μία σελίδα, συνεχιζόταν και στις υπόλοιπες.
Έγινα ο σάκος του μποξ, ο περίγελος της τάξης. Αγόρια
που μέχρι τότε δεν άνοιγαν το στόμα τους για να μιλήσουν και
που η παρέα του Παναγιωτίδη δεν τους είχε δώσει ποτέ καμία
σημασία με χρησιμοποιούσαν για να ανέβουν στα μάτια του. Σε
οικονομική ορολογία: ανέβαιναν οι μετοχές τους. Όσο για τα κο-
ρίτσια, ανακουφισμένες που δεν ήταν εκείνες ο στόχος, αλλά και
από φόβο μήπως βρεθούν στη θέση μου, σώπαιναν. Περνούσαν,
ωστόσο, κι αυτές το κόμικ από χέρι σε χέρι, αμίλητες. Και τι θα
μπορούσαν να κάνουν, δηλαδή, εκείνες όταν εγώ η ίδια δεν μπο-
ρούσα να υπερασπιστώ τον εαυτό μου; Τις περισσότερες φορές
σκεφτόμουν πως το άξιζα. Πως το στήθος μου ήταν αφύσικα με-
γάλο. Πως ήμουν ένα τέρας. Πως δεν έφταιγε ο Παναγιωτίδης.
Πως έφταιγα εγώ. Γι’ αυτό σώπαινα, συρρικνωνόμουν, απέφευγα
τα αγόρια, κι ύστερα και τα κορίτσια. Γρήγορα βρέθηκα σε μια
απομόνωση που επέβαλα εγώ η ίδια στον εαυτό μου. Βρέθηκα
μέσα σε μια φούσκα που πολύ σύντομα θα έσκαγε.
Θυμήθηκα μια συμμαθήτριά μου στο δημοτικό. Όταν ένα
αγόρι την είχε πει χοντρή, εκείνη είχε αρχίσει να τσιρίζει τόσο
πολύ, που σύντομα μαζεύτηκε γύρω τους όλο το σχολείο και
τους κοίταζε. Ύστερα εκείνη του είχε πει: μην τολμήσεις να το
ξαναπείς αυτό, γιατί θα δεις τι έχεις να πάθεις. Έτσι απλά. Κι αυ-
τός είχε φύγει με την ουρά στα σκέλια σαν πληγωμένο κουτάβι.
Εγώ γιατί δεν μπορούσα να το κάνω; Τι με εμπόδιζε από το να
υπερασπιστώ τον εαυτό μου; Γιατί δεν στεκόμουν μπροστά στον
Παναγιωτίδη για να του πω: εσύ είσαι το φρικιό, το τέρας, εσύ
που γελάς και κοροϊδεύεις ένα κορίτσι μόνο και μόνο επειδή είναι
κορίτσι, μόνο και μόνο επειδή δεν καταλαβαίνεις τις αλλαγές
που συμβαίνουν σ’ ένα κοριτσίστικο σώμα, είσαι σεξιστής, είσαι
δειλός, είσαι κότα.
Όμως εγώ έσκυβα το κεφάλι και κρυβόμουν. Το όνειρο
που έβλεπα στον ύπνο μου, εκείνο το ήρεμο, γαλήνιο όνειρο,
είχε πια αλλάξει. Βρισκόμουν ακόμα κάτω από τη θάλασσα,
ανάμεσα σε χρωματιστά ψάρια και δαντελωτά κοράλλια, όμως
εγώ δεν μπορούσα πια να ανασάνω όπως πριν. Όποτε έπαιρνα
ανάσα, πνιγόμουν από το νερό που έμπαινε στα πνευμόνια μου
και ξυπνούσα λαχανιασμένη. Αλλά το πράγμα θα χειροτέρευε.
Ναι, σίγουρα θα χειροτέρευε. Μέχρι να πατήσω τα πόδια μου
στον βυθό. Μέχρι να φτάσω στον πάτο.
Στο μεταξύ, είχαν έρθει οι γιορτές. Έφυγα από το σχολείο
ανακουφισμένη και φορτωμένη εργασίες που έπρεπε να γίνουν
στις γιορτές. Οτιδήποτε για να μη σκέφτομαι τον Παναγιωτίδη.
Σκέφτηκα να μιλήσω στους γονείς μου για όλο αυτό που γινόταν
στο σχολείο, αλλά ντρεπόμουν να τους μιλήσω γι’ αυτό το θέμα.
Ασχολήθηκα περισσότερο με τις εργασίες μου, με τον υπολο-
γιστή μου και με τις ξαδέρφες μου, που είχαν έρθει σπίτι μας
για μερικές μέρες. Η Δαναΐτσα ήταν 6 χρονών, αλλά η Ξανθή, η
μεγαλύτερη, ήταν στην ηλικία μου. Όταν μείναμε μόνες στο δω-
μάτιό μου, άρχισα την ανάκριση. Αν την κοροϊδεύουν τα αγόρια
στο σχολείο, αν έχει καλές φίλες, αν όταν μεγάλωσε το στήθος
της χωρούσε στα ρούχα της. Αλλά η Ξανθή δεν είχε τέτοια προ-
βλήματα, ούτε είχε μεγαλώσει το στήθος της όπως το δικό μου.
«Με κορόιδευαν τα αγόρια, αλλά στο δημοτικό, όχι τώρα,
στο γυμνάσιο» είπε.
«Και τι έκανες;»
«Το ’πα στη δασκάλα μου και τους μάλωσε».
«Το ’χες πει και στη μαμά σου;»
«Δεν θυμάμαι τώρα, έλα να σου δείξω τη σελίδα μου στο
φέισμπουκ».
Δεν είχα σκεφτεί να το πω στις καθηγήτριές μου. Θα μπο-
ρούσα ίσως να το εμπιστευτώ στην προπονήτριά μας, την κυρία
Ξένια, αλλά, αφού ντρεπόμουνα να το πω στη μαμά μου, με τι
κουράγιο θα το ’λεγα σε κείνη; Άλλωστε, αποκλείεται να μην το
είχαν ακούσει οι καθηγητές, όλα αυτά συνέβαιναν μπροστά τους,
όλοι τα άκουγαν. Αν ήθελαν να με προστατεύσουν, θα το είχαν
κάνει, έτσι δεν είναι;
Οι γιορτές τέλειωσαν γρήγορα κι επέστρεψα στο σχολείο.
Τα υπόλοιπα αγόρια είχαν ηρεμήσει, δεν συμμετείχαν πια στις
κοροϊδίες, σαν να είχαν βαρεθεί ή σαν να είχαν μεγαλώσει. Ο
Παναγιωτίδης, όμως, ασταμάτητος. Κάθε φορά που περνούσε
από δίπλα μου μου ψιθύριζε αισχρόλογα στο αυτί. Λόγια που
μ’ έκαναν να κοκκινίζω και να ντρέπομαι ακόμα περισσότερο.
Όμως δεν μπορούσα να φανταστώ ότι τα πράγματα θα χειρο-
τέρευαν. Στα διαλείμματα δεν έβγαινα πια έξω, καθόμουν στο
θρανίο μου για να τον αποφεύγω. Μέσα στην τάξη, στη διάρκεια
του μαθήματος, ήμουν αφηρημένη, δεν πρόσεχα, κοιτούσα έξω
από το παράθυρο και σκεφτόμουν όλα αυτά που ξεστόμιζε ψι-
θυριστά στο αυτί μου.
«Μια μέρα θα πιάσω τις φουσκωτές σου μπάλες και θα
σου αρέσει» μου είχε πει την τελευταία φορά, κι εγώ είχα κλει-
στεί στις τουαλέτες κι είχα κλάψει.
Στο σπίτι δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ, οι αριθμοί χο-
ροπηδούσαν και τα γράμματα γλιστρούσαν το ένα πάνω στο
άλλο. Η βαθμολογία μου ήταν χειρότερη από κάθε άλλη φορά,
κι όταν ήρθε η μαμά να πάρει τον έλεγχο από το σχολείο, έφυγε
με σκυμμένο το κεφάλι. Το βράδυ την άκουσα να μιλάει στον
μπαμπά. Δεν ήξεραν, δεν μπορούσαν να καταλάβουν. Πώς θα
μπορούσαν να ξέρουν αφού δεν μιλούσα...
Αντιπαθούσα τον Παναγιωτίδη, αλλά περισσότερο αντιπα-
θούσα τον εαυτό μου. Ένιωθα πως τα άξιζα όλα αυτά. Η σιγουριά
του, η αποστροφή του και η αηδία του μόλις με έβλεπε με απο-
προσανατόλιζαν, με μπέρδευαν. Κατηγορούσα τον εαυτό μου.
Ζήλευα τα κορίτσια με το παιδικό στήθος, ήθελα να γυρίσω τον
χρόνο πίσω, τότε που έπαιζα με τις κούκλες μου. Τι το ’θελα να
γίνω γυναίκα ξαφνικά; Αλλά δεν ήταν και στο χέρι μου.
Το στήθος μου δεν μεγάλωνε επειδή ήμουν παχιά. Δεν
ήμουν παχιά. Ήταν ορμονικό έγραφαν όλα τα σάιτ. Το να γκου-
γκλάρεις το πρόβλημά σου για να δεις τι θα βγει δεν είναι κα-
θόλου καλή ιδέα. Πολύ αναξιόπιστη μέθοδος. Δισεκατομμύρια
λινκς από δισεκατομμύρια άσχετους μεταφέρουν ανακριβείς
πληροφορίες σε άλλους τόσους που ψάχνουν μια λύση για το
πρόβλημά τους. Αλλά δεν έβλεπα άλλη διέξοδο. Παρόλο, λοι-
πόν, που ήξερα πως δεν ήταν θέμα πάχους, εγώ σταμάτησα να
τρώω, επειδή δεν είχα πια όρεξη να φάω. Ήμουν συνέχεια στε-
νοχωρημένη, σκεπτική και προβληματισμένη. Ήμουν λυπημένη.
Απελπισμένη. Δυστυχισμένη. Δεν ήθελα πια να πηγαίνω στο
σχολείο. Προσποιήθηκα την άρρωστη μερικές φορές, αλλά δεν
γινόταν να λείπω και συνέχεια. Έτσι, ξαναγύρισα στον τόπο του
εγκλήματος.
Και τότε έγινε Αυτό. Αυτό.
Στο μάθημα της γυμναστικής κατεβήκαμε στο κολυμβη-
τήριο. Είχαμε προπόνηση, γιατί σε λίγο καιρό το γυμνάσιό μας
θα φιλοξενούσε το σχολικό πρωτάθλημα. Συμμετείχα στα εκα-
τό μέτρα ελεύθερο και στη σκυταλοδρομία. Στις προπονήσεις
είχαμε καταφέρει να κάνουμε φοβερό χρόνο, τον καλύτερο που
είχαμε κάνει ποτέ. Το παράξενο ήταν πως στην πισίνα, ανάμε-
σα στους διαδρόμους και μέσα στο νερό ο Παναγιωτίδης δεν
υπήρχε. Δηλαδή, υπήρχε στο κολυμβητήριο, καθόταν συνέχεια
στις κερκίδες φορώντας ένα αδιάβροχο μπουφάν κι ένα τζιν
παντελόνι και κοίταζε από ψηλά. Αλλά δεν υπήρχε μέσα στο
μυαλό μου, τον ξεχνούσα. Όταν κολυμπούσα, ξεχνούσα τα πάντα.
Πολλές φορές, όταν ήθελα να ξεκουραστώ, φανταζόμουν πως
ήμουν ψάρι, πως ανοιγόκλεινα το στόμα μου και τα πτερύγιά μου
κολυμπώντας ανάμεσα σε κοράλλια, βράχους, μέδουσες και
κοχύλια. Είχα φτιάξει, λοιπόν, κι εγώ κάπου το καταφύγιό μου.
Το κολυμβητήριο ήταν ανοιχτό και είχε αρχίσει να σκοτει-
νιάζει. Ήταν μόλις πέντε η ώρα, αλλά στην καρδιά του χειμώνα
ήταν σχεδόν νύχτα κι είχαν ανάψει οι προβολείς. Το φως έπεφτε
πάνω στο ανήσυχο νερό και στα κορίτσια που κολυμπούσαν
στους διαδρόμους. Έμοιαζε σαν να βρισκόταν εκεί κάτω ένα
πεινασμένο κοπάδι ψάρια που πηδούσαν έξω και ξανάπεφταν
πάλι απελπισμένα μέσα, ταράζοντας το νερό.
Ο χρόνος μου στα εκατό μέτρα ήταν ο καλύτερος που είχα
κάνει ποτέ, είχα κάνει ατομικό ρεκόρ, ενώ στη σκυταλοδρομία
είχαμε συντονιστεί όλα τα κορίτσια σαν να ήμασταν μία αθλήτρια
κι όχι τέσσερις.
Δεν θυμάμαι ποια ήταν η στιγμή που αγάπησα το νερό.
Μπορεί και να ’ταν όταν με πήγαινε ο μπαμπάς μου στη θάλασσα
ή όταν βουτούσα με τη μάσκα και τον αναπνευστήρα μέσα στην
μπανιέρα που γέμιζε με νερό η μαμά. Το πιθανότερο, πάντως,
είναι να αγάπησα το νερό όταν γνώρισα τη γυμνάστριά μας, την
κυρία Ξένια. Είναι καταπληκτικό πώς ένας και μόνον άνθρωπος
έχει την ικανότητα να βγάζει από μέσα σου τον καλύτερό σου
εαυτό. Στην κυρία Ξένια, την προπονήτριά μας, οφείλουμε τη
συμμετοχή μας στο σχολικό πρωτάθλημα στο τέλος της χρονιάς.
Όταν μας ανέλαβε, δεν μπορούσαμε να τερματίσουμε ούτε στο
πενηντάρι.
Η προπόνηση είχε τελειώσει και η κυρία Ξένια μάς κάλε-
σε όλες πίσω μ’ ένα σφύριγμα.
«Είστε έτοιμες» είπε. «Σε λίγες μέρες θα λάβετε μέρος
στους αγώνες. Όλες για μία και μία για όλες. Να θυμάστε ότι
έχετε η μία την άλλη, είστε μια ομάδα. Εάν σας απασχολεί κάτι,
αν θέλετε να συζητήσουμε κάτι, ό,τι κι αν είναι αυτό, μην ντρα-
πείτε, ξέρετε πού θα με βρείτε. Πηγαίνετε να φάτε και να ξε-
κουραστείτε. Θα τα πούμε στον τελικό, εντάξει, κορίτσια μου;»
Ύστερα μπήκαν όλες στα αποδυτήρια κι εγώ θυμάμαι πως
τις ακολουθούσα, αλλά κάπως πιο αργά, γιατί σκεφτόμουν αυτό
το «αν σας απασχολεί κάτι». Μου φάνηκε κιόλας πως κοιτούσε
εμένα όταν το έλεγε. Εγώ, πάντως, ένιωθα ολομόναχη, αλλά δεν
μπορούσα να ξεστομίσω σε κανέναν αυτό που μου συνέβαινε.
Μετά θυμήθηκα πως είχα αφήσει την πετσέτα μου στις κερκί-
δες, κι ώσπου να γυρίσω να την πάρω, είχαν φύγει όλες από τα
αποδυτήρια.
Έξω ήταν νύχτα, ήμουν ολομόναχη και δεν είχα προλάβει
να ντυθώ. Ήμουν απορροφημένη από τις σκέψεις μου. Είχα πάρει
την πετσέτα και σκούπιζα τα μαλλιά μου. Θυμάμαι πως ένιωθα
περίεργα, σαν να μην ήμουν μόνη μου, σαν να με παρακολουθούσε
κάποιος, όταν ξαφνικά άκουσα έναν θόρυβο. Κάτι σαν γρατζού-
νισμα κι ύστερα ένα χάχανο και μετά έναν βήχα. Η καρδιά μου
άρχισε να χτυπάει δυνατά. Πίσω από την κολόνα εμφανίστηκε
ο Παναγιωτίδης.
Άρχισα να τρέμω. Μπροστά από το ντουλαπάκι 27 άρχι-
σα να τρέμω. Στην αρχή τα γόνατά μου κι ύστερα τα χέρια και
τέλος το κεφάλι μου. Πήγα να απλώσω το χέρι μου, να πιαστώ
από κάπου, από το ανοιχτό ντουλαπάκι μου, αλλά δεν μπορού-
σα. Είχα τρομοκρατηθεί, η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή, οι
παλάμες μου γλιστρούσαν. Πώς είχε γίνει αυτό; Πώς είχε βρε-
θεί ο Παναγιωτίδης στα αποδυτήρια των κοριτσιών; Πώς είχε
καταφέρει να μπει στο άβατό μου; Στον πιο κρυφό μου κόσμο;
Γιατί βρισκόταν εκεί; Τι ήθελε να κάνει; Πήγα να ανοίξω το στόμα
μου, να φωνάξω, αλλά δεν βγήκε φωνή, ή τουλάχιστον εγώ δεν
την άκουσα. Είχα προλάβει να φορέσω το παντελόνι μου, αλλά
κρατούσα ακόμα την πετσέτα. Την έσφιξα σαν ασπίδα μπροστά
από το γυμνό στήθος μου. Ο Παναγιωτίδης με πλησίασε, σταμά-
τησε για λίγο κι ύστερα με πλησίασε κι άλλο.
«Κυρία Ξένια» κατάφερα να φωνάξω με όλη τη δύναμη που
μου είχε απομείνει και με φωνή που έτρεμε σαν ζελέ. Και τότε
ο Παναγιωτίδης όρμηξε πάνω μου σαν φίδι έτοιμο να αφήσει το
δηλητήριό του, τράβηξε την πετσέτα μου με δύναμη κι άρπαξε
το στήθος μου με τα δυο του χέρια.
«Κυρία Ξένια» ούρλιαξα αυτή τη φορά όπως δεν έχω ουρ-
λιάξει ποτέ στη ζωή μου, όπως ελπίζω να μην ακούσω ποτέ ξανά
τον εαυτό μου έτσι.
Τότε υποχώρησε πίσω από την κολόνα. Βρήκα την ευκαι-
ρία να φορέσω γρήγορα την μπλούζα μου και να μπω στη διπλανή
αίθουσα με τα ντους. Σκαρφάλωσα σ’ ένα παγκάκι, άνοιξα το
παράθυρο και γλίστρησα από εκεί έξω στη νύχτα. Γύρισα στο
σπίτι μου, κλείστηκα στο δωμάτιό μου και δεν ξαναπάτησα το
πόδι μου στο κολυμβητήριο.
Εκείνη την ημέρα ολόκληρος ο κόσμος μου ράγισε. Το
σχολικό πρωτάθλημα όμως, που δεν ενδιαφερόταν για πληγω-
μένους ή ολόκληρους ή ραγισμένους κόσμους, είχε φτάσει. Και
δεν ήμουν έτοιμη πια γι’ αυτό.
Την ημέρα του πρωταθλήματος η κυρία Ξένια μάς είχε
μιλήσει στα αποδυτήρια. Μας είχε θυμίσει τεχνικές, μας είχε πει
πως είχαμε δουλέψει σκληρά όλη τη χρονιά και μας συμβούλεψε
να το ευχαριστηθούμε. Εγώ κοιτούσα την κολόνα που πίσω της
κρυβόταν ο Παναγιωτίδης πριν από μερικές ημέρες κι ένιωσα να
ανεβαίνει από το στομάχι μου ένα κύμα εμετού. Ωστόσο φόρεσα
το μαγιό, το σκουφάκι, το μπουρνούζι και ανέβηκα μαζί με τις
άλλες επάνω. Οι κερκίδες ήταν γεμάτες, αλλά δεν μπορούσα
να διακρίνω πρόσωπα, μόνο ένα θολό πολύχρωμο κάδρο, σαν
να υπήρχε ανάμεσά μας ένας ορμητικός καταρράκτης. Στάθη-
κα λίγο στην κορυφή της σκάλας κι έπιασα το κεφάλι μου, που
γύριζε.
«Μαριάννα, είσαι καλά;» με ρώτησε η κυρία Ξένια, αλλά,
όταν την κοίταξα, είδα μόνο το περίγραμμά της. Πιέστηκα για
να της χαμογελάσω, αλλά δεν τα κατάφερα και πολύ καλά. Ήταν
περισσότερο ένας νευρικός σπασμός παρά χαμόγελο. Ακολού-
θησα τα κορίτσια, που προχωρούσαν το ένα πίσω από τ’ άλλο
μπροστά από τις κερκίδες.
Φοβόμουν. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έπαιρνα μέρος
σε αγώνες, δεν ξέρω τι ακριβώς φοβόμουν, δεν ήταν ξεκάθαρο,
πάντως η καρδιά μου κόντευε να σπάσει και μαζί της κινδύνευε
να σπάσει ένας εύθραυστος κόσμος ξέχειλος από τα παιδικά
μου όνειρα.
Οι αγώνες ξεκίνησαν. Ανέβηκα στον βατήρα μου. Επτά
κορίτσια από άλλα σχολεία πήραν θέση στον δικό τους βατήρα.
Δόθηκε η εκκίνηση. Έφυγα καθυστερημένη, είδα τις άλλες να
πετάγονται με δύναμη μπροστά μου. Στα εκατό μέτρα που με
χώριζαν από τον τερματισμό κατάφερα να προσπεράσω τρία
κορίτσια. Όταν έφτασα πάλι στον βατήρα μου, κοίταξα την κυρία
Ξένια. Είχα κάνει τον χειρότερό μου χρόνο. Κοιτούσε έκπληκτη
το χρονόμετρο, ωστόσο μου χαμογέλασε. Είχε καταλάβει ότι
κάτι δεν πήγαινε καλά. Έβλεπα το όνειρο να απομακρύνεται.
Ένιωθα πως κρατούσα κάτι μεγάλο στα χέρια μου κι ύστερα σε
μια στιγμή το ’νιωσα να μου γλιστράει σαν να μην ήταν ποτέ δικό
μου και σαν να μην μπορούσα πια να το αγγίξω.
Στη σκυταλοδρομία στάθηκα στον τέταρτο βατήρα. Ήμα-
σταν μπροστά μέχρι εκείνη τη στιγμή, μέχρι, δηλαδή, να βουτήξω
εγώ. Κι ήταν η σειρά μου να φύγω, είχα πάρει θέση και περίμενα,
όταν άκουσα από τις κερκίδες, πιο δυνατά από οτιδήποτε, πιο
δυνατά από την πιο δυνατή έκρηξη, δυνατότερα κι απ’ το δυνα-
τότερο μπιγκ μπανγκ, «κο-λύ-μπα-μω-ρή-βυ-ζού-μπα».
Βούτηξα. Πήρα μια βαθιά αναπνοή. Κατάπια νερό. Κατάπια
κι άλλο νερό. Βυθίστηκα. Δεν ανέβηκα στην επιφάνεια. Πνιγό-
μουν. Κι ύστερα δεν θυμάμαι τίποτε άλλο. Όταν άνοιξα τα μάτια
μου, είδα το πρόσωπο της κυρίας Ξένιας. Οι αγώνες είχαν στα-
ματήσει, η τάξη μου είχε μαζευτεί γύρω μου, πιο πίσω ήταν κι
άλλα παιδιά.
«Είσαι γελοίος, ρε Παναγιωτίδη» άκουσα να λέει κάποιος.
«Είσαι πολύ σιχαμένος τελικά» είπε κάποιος άλλος και
ξεκίνησε ένα απίστευτο γιουχάρισμα, με στόχο αυτή τη φορά
τον Παναγιωτίδη.
«Γιατί δεν μιλούσες, κορίτσι μου; Γιατί δεν έλεγες τι σου
συμβαίνει;» είπε η κυρία Ξένια όταν ήρθε να με δει την επόμενη
μέρα.
Δεν απάντησα, δεν είπα τίποτα.
«Μαριάννα μου, το ξέρεις ότι χιλιάδες κορίτσια στον κό-
σμο αντιμετωπίζουν απίστευτες δυσκολίες μόνο και μόνο επει-
δή είναι κορίτσια;»
Την κοίταξα στα μάτια.
«Μου λέτε αλήθεια;»
«Και βέβαια» είπε εκείνη.
«Γιατί;»
«Γιατί… Δύσκολο να απαντηθεί, δύσκολο να το καταλάβει
κανείς».
«Προσπαθήστε, κυρία Ξένια, θέλω να καταλάβω».
«Είναι κάτι που έρχεται από τα βάθη του χρόνου».
«Δηλαδή;»
«Υπήρχε μεγάλη ανισότητα ανάμεσα στον άντρα και τη
γυναίκα. Μέσα στους αιώνες ο άντρας κυριάρχησε πάνω στη
γυναίκα».
«Επειδή ήταν σωματικά δυνατότερος…»
«Ναι. Κι έπειτα πίστεψαν πως ήταν καταλληλότερος ηγέ-
της συγκριτικά με τη γυναίκα, πιο ισχυρός, πιο υπεύθυνος, με
μεγαλύτερη αντοχή…»
«Και η γυναίκα;»
«Η γυναίκα θεωρούνταν πιο αδύναμη, περιορισμένη, ελεγ-
χόμενη, εύκολος στόχος. Και είναι δύσκολο να σπάσει αυτό το
στερεότυπο. Ακόμα και η κοινωνία το συντηρεί».
«Το κατάλαβα, κανείς δεν με υπερασπίστηκε όταν συνέ-
βαιναν όλα αυτά. Αντίθετα, βρέθηκαν πολλοί στην ομάδα του
Παναγιωτίδη».
«Όλα αυτά έχουν αλλάξει πια, η θέση της γυναίκας είναι
πολύ διαφορετική, όμως ο τρόπος σκέψης δεν αλλάζει εύκολα.
Ο φόβος, η προκατάληψη υπάρχουν έντονα. Χρειάζεται πολύς
χρόνος ακόμα για να πέσουν και τα τελευταία οχυρά».
«Δηλαδή, κυρία Ξένια, έριξα κι εγώ ένα οχυρό;»
«Α, ναι, Μαριάννα μου, μην αμφιβάλλεις καθόλου γι’ αυτό.
Σ’ έναν κόσμο με πολλούς Παναγιωτίδηδες, τώρα υπάρχει ένας
λιγότερος!»
Έπειτα από έναν μήνα ξαναμπήκα στο νερό. Στην αρχή
δειλά, σαν να είχα ξεχάσει να κολυμπάω. Όμως το σώμα μου
θυμόταν. Το σώμα όλα τα θυμάται. Και κολύμπησα ξανά και αγω-
νίστηκα και πάλι. Την επόμενη χρονιά κερδίσαμε το σχολικό
πρωτάθλημα. Νιώθω περήφανη, όχι τόσο για το μετάλλιο, όσο
για το ότι σταμάτησα να ντρέπομαι για τον εαυτό μου και για το
σώμα μου. Έπαψα να νιώθω ενοχές, πως, δηλαδή, άξιζα όλα αυτά
που είχα περάσει την προηγούμενη χρονιά.
Όταν είπα στην κυρία Ξένια, χωρίς να την κοιτάζω στα
μάτια, για την επίθεση του Παναγιωτίδη στα αποδυτήρια, τον
απέβαλαν από το σχολείο και δεν τον ξαναείδα ποτέ. Η κυρία Ξέ-
νια μού πρότεινε να πάρω εξειδικευμένη βοήθεια. Υποσχέθηκα
στον εαυτό μου πως δεν θα αφήσω ποτέ κανέναν να μου φερθεί
ξανά μ’ αυτόν τον τρόπο, πως θα σέβομαι τον εαυτό μου και το
σώμα μου, και πήρα τη βοήθεια που μου πρότεινε. Καθώς όλα τα
πράγματα έμπαιναν στη σωστή τους θέση, ένιωθα να με πλημ-
μυρίζει η δύναμη της ηλικίας μου. Η βεβαιότητα πως τα όνειρα
χρειάζονται θάρρος για να πραγματοποιηθούν και εμπιστοσύνη
σ’ εκείνους που μας αγαπούν, για να μη ραγίσουν.
Και συνέχισα να βλέπω εκείνο το όνειρο. Πως, δηλαδή,
κολυμπούσα κάτω από το νερό, σε μια θάλασσα γεμάτη χρωμα-
τιστά ψάρια που έπλεαν δίπλα μου και κοράλλια που υψώνονταν
μπροστά μου, κι εγώ άπλωνα τα χέρια μου και τ’ άγγιζα απαλά.
Εκεί κάτω, στον απέραντο βυθό, μπορούσα πάλι να αναπνέω σαν
να ήμουν ψάρι.
Σχόλια (0)