Μάθημα : Β΄ τάξη -Εργαστήρια δεξιοτήτων-
Κωδικός : 1201066486

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2022 - 9:13 μ.μ.
«Ο κόσμος από την αρχή»
Συγγραφείς: Κατερίνα Σαρρή, Κωνσταντίνος Μπίκος
Εικονογράφηση: Μυρτώ Δεληβοριά
ΚΕΘΙ
UNICEF
Μαρία, 13 χρονών
Ο άνεμος ανασαίνει πάνω από τα βουνά και πάνω από τα χα-
μηλά χωμάτινα σπίτια και πάνω από όλες τις προσδοκίες και
τα σχέδια του κόσμου. Σφυρίζει κι αλυχτάει, ζηλεύει και γελά-
ει, εγωιστής, θρασύδειλος. Τρυπώνει κάτω από τις πόρτες κι
ανάμεσα απ’ τις γρίλιες, με το έτσι θέλω, μέσα στα σπίτια των
ανθρώπων. Φουντώνει τη φωτιά όπου βράζει το αφέψημα στο
μπρίκι, ανακατεύει τα μαλλιά της Μαρίας, γλιστράει το μαντίλι
απ’ το κεφάλι της γιαγιάς, σβήνει τ’ αναμμένα καντηλάκια μπρο-
στά απ’ τις εικόνες, γαργαλάει τα μάγουλα του μικρού μέσα στην
κούνια του, ανασηκώνει τις σελίδες στο βιβλίο του μεγάλου.
«Μαρία, άντε να φέρεις το νερό».
«Μα φυσάει έξω, να κοπάσει πρώτα ο αέρας».
«Σε λίγο μπορεί ν’ αρχίσει η βροχή».
Η Μαρία ανοίγει την πόρτα βαριεστημένα και κοιτάζει
ψηλά. Πάνω στον ίδιο ουρανό, ένα εκατομμύριο μικρά αστέρια
κοιμούνται. Δεν είναι μακριά η βρύση, άλλωστε τον δρόμο τον
ξέρει. Αλλά, να, τώρα τελευταία, όταν φυσάει, η Μαρία ανησυχεί.
Άκουσε και κάτι κουβέντες από τον πατέρα και τον θείο της,
ότι αυτή κι ο αδερφός της μεγάλωσαν πια, ότι πρέπει να πάρει
ο καθένας τον δρόμο του κι ότι μέχρι πότε θα μένει ο Χαρίτος
και η Μαρία μαζί τους, ολόκληρο παλικάρι έγινε αυτός κι αυτή
ολόκληρη γυναίκα. Κι η Μαρία ανησυχεί, γιατί δεν νιώθει κα-
θόλου ολόκληρη γυναίκα, νιώθει κορίτσι και φοβάται πως όλα
αυτά που ακούει από μισόλογα και κουβέντες του αέρα… πως
όλα αυτά θα γίνουν νύχτα. Μια νύχτα που θα φυσάει δυνατά και
δεν θα ακούν ο ένας τον αποχαιρετισμό του άλλου από τον θυ-
μωμένο και κακότροπο αέρα.
Την προηγούμενη νύχτα είχε έρθει στο σπίτι ένας γέρο-
ντας που δεν τον είχε ξαναδεί, με μια μαγκούρα στο χέρι και μια
καμπούρα στην πλάτη. Είχε μείνει ώρες στο σπίτι τους κι είχε
μιλήσει με τον πατέρα και τον θείο της σχεδόν ως το πρωί. Ήταν
κι η μάνα της εκεί, που άκουγε δίχως να μιλάει, ήταν κι η γιαγιά
της, που δεν άκουγε καλά, αλλά που τα ήξερε όλα, αιώνες τώρα.
«Δεν ανησυχείς, Χαρίτο;» ρώτησε τον αδερφό της όταν
πέσανε για ύπνο.
«Εγώ θα σπουδάσω, Μαρία, γιατί ν’ ανησυχώ; Θα πάω στο
πανεπιστήμιο και θα γίνω μηχανικός. Θα πιάσω και μια δουλειά
για να βγάζω τα έξοδά μου».
«Κι εγώ θα σπουδάσω, Χαρίτο;»
«Δεν νομίζω, Μαρία, εσύ είσαι κορίτσι και τα κορίτσια
παντρεύονται».
«Μα θέλω κι εγώ να σπουδάσω, δεν θέλω να παντρευτώ».
«Κοιμήσου τώρα, ο μπαμπάς και ο θείος θα κανονίσουν
για όλα». Η Μαρία έκλεισε τα μάτια της κι άκουσε τον αέρα που
φυσούσε. Αφέθηκε στo παιχνίδι του και στροβιλίστηκε μαζί του,
μέχρι που βάρυναν τα βλέφαρά της κι αποκοιμήθηκε.
«Έλα δω, μικρό μου» της είπε η γιαγιά όταν ξύπνησε και
την είδε να τρίβει από τα μάτια της τα όνειρα.
Η Μαρία πήγε στη γιαγιά της και κάθισε δίπλα της. Η γιαγιά
έπιασε το χέρι της Μαρίας, σήκωσε το μανίκι της κι έτριψε λίγο
τον καρπό της εγγονής της, όπως της έκανε όταν την πονούσε
ο λαιμός.
«Τι θες να κάνεις τη ζωή σου, μικρό μου; Αν, ας πούμε, η
ζωή σου είναι δική σου, τι θέλεις να την κάνεις; Όταν μεγαλώ-
σεις λίγο ακόμα, τι θέλεις να την κάνεις;»
«Θέλω να γίνω γιατρός» απάντησε η Μαρία ψιθυριστά, στο
καλό αυτί της γιαγιάς, για να μην την ακούσει κανείς.
«Και τι σκοπεύεις να κάνεις γι’ αυτό;» ξαναρώτησε η γιαγιά.
Η Μαρία την κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. «Σαν τι να
κάνω, δηλαδή, γι’ αυτό; Τίποτα δεν θα κάνω. Ο μπαμπάς λέει
πως τα όνειρα είναι όνειρα κι εμείς είμαστε ξυπνητοί. Άλλο το
όνειρο και άλλο η αλήθεια. Τίποτα δεν θα κάνω».
«Τότε, έχω να σου πω, Μαρία. Θα σου πω…» είπε η γιαγιά,
κι εκείνη τη στιγμή φύσηξε ένας άνεμος τόσο ξαφνικός, που
χτύπησε τα παραθυρόφυλλα και ξύπνησε το μωρό αδερφάκι
της, που ήθελε αγκαλιά. Το πήρε τρυφερά στην αγκαλιά της. Του
χρόνου θα μπορούσε κι αυτή να έχει ένα μωρό δικό της. Σ’ αυτή
την ηλικία ήταν η μάνα της όταν γέννησε τη Μαρία. Ο αδερφός
της της χαμογέλασε φαφούτικα.
«Σαλιάρη» του είπε και σκούπισε τα σάλια του σε μια πο-
δίτσα.
Στο σχολείο η Μαρία καθόταν δίπλα στην Αλεξία.
«Πάλι δεν διάβασες;» τη ρώτησε η Μαρία, που είδε το
άδειο της τετράδιο.
«Πάλι» απάντησε αυτή.
«Μα γιατί;»
«Γιατί να διαβάσω, πες μου αλήθεια. Το σχολείο έχει
αδειάσει από κορίτσια, καμιά δεν το τελειώνει. Παντρεύονται
και κάνουν παιδιά».
«Κι εσύ, Αλεξία, θα παντρευτείς και θα κάνεις παιδιά;»
«Ναι, κι εγώ, γιατί, δηλαδή, όχι εγώ;»
«Το ξέρεις πως είναι επικίνδυνο; Είναι επικίνδυνο να κά-
νεις παιδιά τόσο μικρή!»
«Ποιος το λέει;»
«Η γιαγιά μου».
«Μα κι αυτή τόσο μικρή έκανε παιδιά».
«Ε, γι’ αυτό, ξέρει και το λέει».
«Δηλαδή;» ρώτησε η Αλεξία.
«Η γιαγιά μου κόντεψε να πεθάνει όταν πήγε να γεννήσει
την πρώτη φορά. Το σώμα της ήταν παιδικό, όχι γυναικείο. Δεν
ήταν ακόμα σχηματισμένο. Ούτε έτοιμο να γεννήσει. Το μωρό
δεν μπορούσε να βγει και δεν κατάφερε να ζήσει».
«Δηλαδή… η μαμά σου θα είχε αδερφό…»
«Ή αδερφή… Δεν νομίζω να το ξεπέρασε αυτό ποτέ η
γιαγιά μου. Οι βαθύτερες πληγές των ανθρώπων δεν φαίνονται,
Αλεξία, είναι μέσα τους».
«Εγώ, Μαρία, θέλω να παντρευτώ. Ίσως να μην κάνω αμέ-
σως παιδιά… Δεν θέλω να αλλάξω τον κόσμο, ούτε να πάω κό-
ντρα στην οικογένειά μου ή σε αυτό που συμβαίνει γύρω μου.
Εσύ θέλεις να αλλάξεις τον κόσμο;»
Η Μαρία έσκυψε στο τετράδιό της. Το μολύβι γύριζε σβού-
ρες αργές και τα γράμματα πατούσαν με δύναμη σχηματίζοντας
γκρίζες λέξεις στο χαρτί: Θα ήθελα να προσπαθήσω τουλάχιστον.
Ύστερα ζωγράφισε κάτι και το έδειξε στην Αλεξία. Ήταν ένας
πλανήτης και μέσα του έγραφε: Πλανήτης Μαρία.
Γέλασαν κι οι δύο.
Εκείνο το βράδυ ήρθε συνωμοτικό και σιωπηλό. Ο πατέ-
ρας στην κορυφή του τραπεζιού, πάντα στην κορυφή του τραπε-
ζιού, η μάνα δίπλα του, πάντα δίπλα του, ο θείος στην απέναντι
κορυφή του τραπεζιού, η γιαγιά πλάι στο παράθυρο που πάντα
έτριζε απ’ τον αέρα, ο Χαρίτος που βιαζότανε να επιστρέψει στα
διαβάσματα κι η Μαρία που έκανε σχέδια στα κρυφά μέσα στο
πιάτο της. Το μωρό κοιμότανε. Σ’ εκείνο το δείπνο ο άνεμος είχε
λουφάξει. Μόνο τα κουτάλια χτυπούσαν στα πιάτα και το ψωμί
που σαν κάτι να μουρμούρισε αδέξια ενώ μοιραζότανε σε μικρά
κομμάτια από το ένα χέρι στο διπλανό.
«Γιατί κανένας δεν μιλά;» ρώτησε η Μαρία, αλλά δεν πήρε
απάντηση κι ούτε επέμεινε.
Σκέφτηκε πως θα μπορούσε ο αέρας να αρπάξει το σπίτι
τους, εκεί που τρώγανε, στα καλά καθούμενα, και να το ξεριζώ-
σει από το χώμα. Και πως, εάν γινότανε αυτό, τότε κανείς απ’
όσους βρίσκονταν σ’ εκείνο το τραπέζι δεν θα άφηνε το κουτάλι
του για να κοιτάξει από το παράθυρο. Πως θα μπορούσε να φυ-
σάει και να φυσάει για πάντα, κι εκείνοι να συνεχίζουν να τρώνε
καθισμένοι ο καθένας στη θέση του, κρατώντας σιωπηλοί τη
δαγκωμένη φέτα το χοντρό ψωμί τους με το ’να χέρι και μια
χούφτα μυστικά με τ’ άλλο.
Όταν τελείωσε το σιωπηλό φαΐ, η Μαρία έπιασε να παί-
ζει με πέντε μικρούλες πέτρες. Πέταγε μία στον αέρα, γύριζε
γρήγορα κι έπιανε τις άλλες από κάτω, κι ύστερα, την ώρα που
κατέβαινε η πρώτη, την έπιανε κρατώντας στην παλάμη της
όλες μαζί τις πέτρες.
«Να της το πούμε τώρα» είπε ο θείος δυνατά, σαν να μη
βρισκόταν καν μες στο δωμάτιο η Μαρία. Ο αέρας κάθισε φρό-
νιμος κι άκουγε.
«Σ’ εμένα; Τι να μου πείτε δηλαδή;»
«Θα πεις εσύ;» ρώτησε ο θείος κοιτώντας κάποιον, τι
σημασία έχει ποιον.
«Πείτε το κι όλοι μαζί σαν χοροστάσι αν θέλετε, ποιος
νοιάζεται για τα κουμάντα και τις αηδίες σας» είπε η γιαγιά, αλλά
κανένας δεν της έδωσε σημασία. Είχαν από καιρό πάψει να την
υπολογίζουν, απ’ όταν άρχισε να διαφωνεί με τα σχέδιά τους.
Η Μαρία έσφιξε τις πέτρες στην παλάμη της και περίμενε
κάποιον να μιλήσει.
Τελικά μίλησε ο πατέρας.
«Έρχεται κάποτε ένας γέροντας στα σπίτια των κοριτσιών
που τον λένε Ο προξενητής και λέει στους γονείς έναν γαμπρό
για το κορίτσι. Συμφωνούν οι γονείς, συμφωνεί ο γαμπρός, συμ-
φωνούν οι γονείς του γαμπρού, κι αυτό είναι όλο. Για σένα, Μαρία,
αυτό έγινε ήδη. Υπάρχει ένας γαμπρός για σένα. Άρα παντρεύε-
σαι».
Η Μαρία κοίταξε τριγύρω τα πρόσωπα της οικογένειάς
της σαν να τους έβλεπε για πρώτη φορά. Κοίταξε τις στρογ-
γυλές καφέ κηλίδες στα χέρια της γιαγιάς της, τα τεντωμένα
μαλλιά της μάνας της, πάντα πιασμένα πίσω, τα φθαρμένα πα-
πούτσια του πατέρα της.
«Θα παντρευτώ κάποιον που δεν έχω δει ποτέ στη ζωή
μου επειδή μπήκε ένας γέροντας στο σπίτι μας που δίνει γα-
μπρούς;»
«Δεν θα δουλεύεις έξω πια, που κρυώνεις πάντα και γκρι-
νιάζεις, είπε η μάνα, ούτε θα στάζεις αίμα στην περίοδο κάτω
απ’ τον ήλιο και να μην έχεις πού ν’ αλλάξεις».
«Από τώρα, μάνα; Είμαι πολύ μικρή. Και το σχολείο;» ρώ-
τησε η Μαρία.
«Α, τώρα σ’ αρέσει το σχολείο;» είπε με ύφος ο πατέρας
της.
«Εσύ, μάνα, είσαι τόσο ευχαριστημένη απ’ τη ζωή που
έζησες και θες να τη ζήσω κι εγώ;»
«Πώς μιλάς έτσι στη μάνα σου» της φώναξε ο πατέρας
της και γύρισε την ανάστροφη του χεριού του στον αέρα.
«Δεν θα ζεσταίνεις νερό στο κατσαρολάκι για να πλένεσαι,
ούτε θα τρέχει νερό το ταβάνι σου όταν βρέχει» συνέχισε η μάνα
το τροπάρι της.
Κράτα με, μη με δώσεις, είπε η Μαρία μόνη της, στον
εαυτό της.
«Δεν θα χρειάζεται να ξυπνάς αξημέρωτα, να πηγαίνεις
σχολείο, να φέρνεις νερό… δεν θα πλατσουρίζεις άλλους χειμώ-
νες στα νερά...»
Κράτα με, λέω.
«Άμα δεν σκέφτεσαι τον εαυτό σου, τότε σκέψου εμάς.
Μέχρι πότε θ’ αντέξουμε να σε ταΐζουμε και να σε ντύνουμε; Ο
γαμπρός δεν θέλει ούτε προίκα. Τύχη βουνό. Την άλλη βδομάδα
παντρεύεσαι, Μαρία. Είναι κανονισμένο» είπε ο θείος.
«Μα έχω… Θέλω να γίνω…» μίλησε η Μαρία.
«Τι να γίνεις, Μαρία; Εσύ είσαι άχρηστη» είπε ο πατέρας.
«Να παντρευτείς, να πάρεις αξία δίπλα στον άντρα σου κάνοντας
παιδιά».
Μόλις τ’ άκουσε ο άνεμος αυτά, σηκώθηκε απ’ την κα-
ρέκλα του κι άρχισε πάλι να ανασαίνει. Η Μαρία τον είδε με τα
μάτια της τον άνεμο να σηκώνει τα πιάτα απ’ το τραπέζι και να
τα ρίχνει άτσαλα στη γούρνα. Τον είδε να παίρνει τις χοντρές βε-
λόνες και να πλέκει απ’ το πλεχτό της μάνας της τρεις πλέξεις
που ανάπνεαν. Τον είδε να στροβιλίζει τον καπνό απ’ το τσιγάρο
του θείου. Να γαργαλάει τις βλεφαρίδες του μωρού. Αλλά τη
Μαρία δεν την ακούμπησε ο αέρας εκείνο το βράδυ, ούτε που
την άγγιξε.
Όταν όλοι πήγαν για ύπνο κι αυτή απόμεινε μονάχη της
να κάνει σχέδια στο θαμπό τζάμι, ήρθε στο πλάι η γιαγιά της.
«Άκουσες, γιαγιά;»
«Άκουσα, Μαρία. Τι θα κάνεις για τ’ όνειρό σου;»
«Πάλι τα ίδια. Εάν δεν είχε νόημα πριν, τώρα δεν έχει εκατό
φορές. Τώρα υπάρχει και γαμπρός».
«Τι θα κάνεις για τ’ όνειρό σου, παιδί μου;» επέμεινε η
γιαγιά σαν να μην την είχε ακούσει.
Η Μαρία δεν απάντησε.
«Μαρία, δεν μπορείς να παντρευτείς, είσαι παιδί. Τα παιδιά
πάνε σχολείο και παίζουν, δεν παντρεύονται».
«Κι όλες οι άλλες; Η μαμά, εσύ; Γιατί παντρευτήκατε;»
«Συνέβη. Κάθε κορίτσι έχει τη δική του ιστορία. Αλλά
συνέβη. Όμως δεν χρειάζεται να επαναλαμβάνονται τα λάθη,
παιδί μου, ο κόσμος προχωράει ίσια μπροστά, δεν πάει πίσω.
Ό,τι συνέβη σ’ εμάς τις παλιές δεν χρειάζεται να συμβεί και σε
σένα».
Όλες τις επόμενες ημέρες μέχρι τον γάμο η Μαρία πάλευε
με τον αέρα. Και μια κέρδιζε εκείνος, μια αυτή.
Την ημέρα του γάμου η Μαρία φόρεσε το νυφικό της μη-
τέρας της και στόλισε τα μαλλιά της με χρωματιστά λουλούδια.
Η φίλη της η Αλεξία είχε έρθει απ’ το πρωί και τη βοηθούσε.
«Είσαι όμορφη νύφη, Μαρία».
«Δεν είμαι σίγουρη γι’ αυτό που κάνω, Αλεξία».
«Ακόμα; Ακόμα δεν είσαι σίγουρη; Μα σήμερα παντρεύε-
σαι, θα έπρεπε να είσαι σίγουρη σήμερα».
Η Μαρία δεν μίλησε.
«Τον είδες τον άντρα σου;»
«Τον άντρα μου; Ακούς τι λες, Αλεξία; Ποιον άντρα μου;
Δεν τον έχω δει ποτέ κι ετοιμάζομαι να ορκιστώ πως θα περάσω
όλη τη ζωή μου μαζί του».
«Μπορεί να είναι τέλειος, μπορεί να είναι σαν εκείνον τον
πρίγκιπα που διαβάζαμε στα παραμύθια μικρές».
«Δεν υπάρχουν πρίγκιπες, Αλεξία. Εγώ, πάντως, πριγκί-
πισσα δεν είμαι».
Όταν η Αλεξία βγήκε από το δωμάτιο για να ετοιμαστεί κι
η ίδια, η Μαρία κάθισε στο κρεβάτι και κοίταξε έξω από το παρά-
θυρο. Ο άνεμος περίμενε υπομονετικός. Του άνοιξε κι εκείνος
μπήκε ευγενικά κι άφησε πάνω στο κρεβάτι ένα γράμμα απ’ τη
γιαγιά της. Ύστερα στρογγυλοκάθισε κι αυτός απέναντί της και
περίμενε. Η Μαρία ξεδίπλωσε τον φάκελο και διάβασε.
Μαρία μου, κόρη της κόρης μου, δύο φορές κόρη μου,
Μακάρι όλα τα κορίτσια που βρέθηκαν ποτέ στη θέση
σου να είχαν την επιλογή να πουν όχι. Εσύ, πάντως, την
επιλογή αυτή την έχεις. Δυο πόλεις μακριά ζει η Αντέ-
λα. Θυμάσαι την Αντέλα, τη μεγάλη σου ξαδέρφη; Ήσουν
μικρή όταν ερχόταν σπίτι μας. Κι εκείνη επέλεξε κάτι
άλλο για τον εαυτό της. Νίκησε τον φόβο της γυναίκας
και τον φόβο της φτώχειας και τον φόβο του κόσμου.
Θα σου τα πει όλα όταν φτάσεις εκεί. Προσπάθησε να
τελειώσεις το σχολείο, Μαρία, κι ύστερα να κυνηγήσεις
εκείνο τ’ όνειρό σου. Πόσο πιστεύω σε σένα να ήξερες! Κι
ύστερα, αν είναι αυτό που θέλεις, κάνε οικογένεια, αλλά
μ’ εκείνον που θα αγαπήσεις.
Δεν υπάρχει εύκολη ζωή, ούτε εύκολος δρόμος. Υπάρ-
χει όμως ο δικός σου δρόμος και η δική σου ζωή. Όχι αυτή
που πρότεινε ένας γέροντας που ήρθε στο σπίτι μας με
σχέδια και όλοι τον καλοδέχτηκαν. Ούτε αυτή που θέλουν
ο θείος κι ο πατέρας σου γιατί νομίζουν πως είσαι δική
τους να σε ορίζουν, όπως είναι η κατσίκα μας η Μπέλα.
Αν, πάλι, αποφασίσεις να παντρευτείς, τότε θα σε οδη-
γήσω εγώ η ίδια στον άντρα σου.
Σε γλυκοφιλώ.
Η γιαγιά σου
Όταν τέλειωσε το γράμμα, ο άνεμος ανάσανε πρώτα στα
μαλλιά της κι ύστερα στο πέπλο της. Έπειτα στα μάγουλά της
και τέλος στην καρδιά της. Ύστερα βγήκε από το σπίτι και φύ-
σηξε μανιασμένος πάνω από τις στέγες και τις πέτρες. Η Μαρία
έκλεισε το παράθυρο, έβγαλε το νυφικό της, φόρεσε τα ρούχα
της, βγήκε από την πίσω πόρτα, μπήκε στον στάβλο, καβάλησε
το μουλάρι τους κι έφυγε για να πάει δυο πόλεις μακριά, να συ-
ναντήσει την Αντέλα, να κυνηγήσει τ’ όνειρό της.
Ο άνεμος ανασαίνει πάνω από τα βουνά και πάνω από τα
χαμηλά χωμάτινα σπίτια και πάνω από όλες τις προσδοκίες και
τα σχέδια του κόσμου. Σφυρίζει κι αλυχτάει, ζηλεύει και γελά-
ει, εγωιστής, θρασύδειλος. Τρυπώνει κάτω από τις πόρτες κι
ανάμεσα απ’ τις γρίλιες, με το έτσι θέλω, μέσα στα σπίτια των
ανθρώπων.
Συγγραφείς: Κατερίνα Σαρρή, Κωνσταντίνος Μπίκος
Εικονογράφηση: Μυρτώ Δεληβοριά
ΚΕΘΙ
UNICEF
Μαρία, 13 χρονών
Ο άνεμος ανασαίνει πάνω από τα βουνά και πάνω από τα χα-
μηλά χωμάτινα σπίτια και πάνω από όλες τις προσδοκίες και
τα σχέδια του κόσμου. Σφυρίζει κι αλυχτάει, ζηλεύει και γελά-
ει, εγωιστής, θρασύδειλος. Τρυπώνει κάτω από τις πόρτες κι
ανάμεσα απ’ τις γρίλιες, με το έτσι θέλω, μέσα στα σπίτια των
ανθρώπων. Φουντώνει τη φωτιά όπου βράζει το αφέψημα στο
μπρίκι, ανακατεύει τα μαλλιά της Μαρίας, γλιστράει το μαντίλι
απ’ το κεφάλι της γιαγιάς, σβήνει τ’ αναμμένα καντηλάκια μπρο-
στά απ’ τις εικόνες, γαργαλάει τα μάγουλα του μικρού μέσα στην
κούνια του, ανασηκώνει τις σελίδες στο βιβλίο του μεγάλου.
«Μαρία, άντε να φέρεις το νερό».
«Μα φυσάει έξω, να κοπάσει πρώτα ο αέρας».
«Σε λίγο μπορεί ν’ αρχίσει η βροχή».
Η Μαρία ανοίγει την πόρτα βαριεστημένα και κοιτάζει
ψηλά. Πάνω στον ίδιο ουρανό, ένα εκατομμύριο μικρά αστέρια
κοιμούνται. Δεν είναι μακριά η βρύση, άλλωστε τον δρόμο τον
ξέρει. Αλλά, να, τώρα τελευταία, όταν φυσάει, η Μαρία ανησυχεί.
Άκουσε και κάτι κουβέντες από τον πατέρα και τον θείο της,
ότι αυτή κι ο αδερφός της μεγάλωσαν πια, ότι πρέπει να πάρει
ο καθένας τον δρόμο του κι ότι μέχρι πότε θα μένει ο Χαρίτος
και η Μαρία μαζί τους, ολόκληρο παλικάρι έγινε αυτός κι αυτή
ολόκληρη γυναίκα. Κι η Μαρία ανησυχεί, γιατί δεν νιώθει κα-
θόλου ολόκληρη γυναίκα, νιώθει κορίτσι και φοβάται πως όλα
αυτά που ακούει από μισόλογα και κουβέντες του αέρα… πως
όλα αυτά θα γίνουν νύχτα. Μια νύχτα που θα φυσάει δυνατά και
δεν θα ακούν ο ένας τον αποχαιρετισμό του άλλου από τον θυ-
μωμένο και κακότροπο αέρα.
Την προηγούμενη νύχτα είχε έρθει στο σπίτι ένας γέρο-
ντας που δεν τον είχε ξαναδεί, με μια μαγκούρα στο χέρι και μια
καμπούρα στην πλάτη. Είχε μείνει ώρες στο σπίτι τους κι είχε
μιλήσει με τον πατέρα και τον θείο της σχεδόν ως το πρωί. Ήταν
κι η μάνα της εκεί, που άκουγε δίχως να μιλάει, ήταν κι η γιαγιά
της, που δεν άκουγε καλά, αλλά που τα ήξερε όλα, αιώνες τώρα.
«Δεν ανησυχείς, Χαρίτο;» ρώτησε τον αδερφό της όταν
πέσανε για ύπνο.
«Εγώ θα σπουδάσω, Μαρία, γιατί ν’ ανησυχώ; Θα πάω στο
πανεπιστήμιο και θα γίνω μηχανικός. Θα πιάσω και μια δουλειά
για να βγάζω τα έξοδά μου».
«Κι εγώ θα σπουδάσω, Χαρίτο;»
«Δεν νομίζω, Μαρία, εσύ είσαι κορίτσι και τα κορίτσια
παντρεύονται».
«Μα θέλω κι εγώ να σπουδάσω, δεν θέλω να παντρευτώ».
«Κοιμήσου τώρα, ο μπαμπάς και ο θείος θα κανονίσουν
για όλα». Η Μαρία έκλεισε τα μάτια της κι άκουσε τον αέρα που
φυσούσε. Αφέθηκε στo παιχνίδι του και στροβιλίστηκε μαζί του,
μέχρι που βάρυναν τα βλέφαρά της κι αποκοιμήθηκε.
«Έλα δω, μικρό μου» της είπε η γιαγιά όταν ξύπνησε και
την είδε να τρίβει από τα μάτια της τα όνειρα.
Η Μαρία πήγε στη γιαγιά της και κάθισε δίπλα της. Η γιαγιά
έπιασε το χέρι της Μαρίας, σήκωσε το μανίκι της κι έτριψε λίγο
τον καρπό της εγγονής της, όπως της έκανε όταν την πονούσε
ο λαιμός.
«Τι θες να κάνεις τη ζωή σου, μικρό μου; Αν, ας πούμε, η
ζωή σου είναι δική σου, τι θέλεις να την κάνεις; Όταν μεγαλώ-
σεις λίγο ακόμα, τι θέλεις να την κάνεις;»
«Θέλω να γίνω γιατρός» απάντησε η Μαρία ψιθυριστά, στο
καλό αυτί της γιαγιάς, για να μην την ακούσει κανείς.
«Και τι σκοπεύεις να κάνεις γι’ αυτό;» ξαναρώτησε η γιαγιά.
Η Μαρία την κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. «Σαν τι να
κάνω, δηλαδή, γι’ αυτό; Τίποτα δεν θα κάνω. Ο μπαμπάς λέει
πως τα όνειρα είναι όνειρα κι εμείς είμαστε ξυπνητοί. Άλλο το
όνειρο και άλλο η αλήθεια. Τίποτα δεν θα κάνω».
«Τότε, έχω να σου πω, Μαρία. Θα σου πω…» είπε η γιαγιά,
κι εκείνη τη στιγμή φύσηξε ένας άνεμος τόσο ξαφνικός, που
χτύπησε τα παραθυρόφυλλα και ξύπνησε το μωρό αδερφάκι
της, που ήθελε αγκαλιά. Το πήρε τρυφερά στην αγκαλιά της. Του
χρόνου θα μπορούσε κι αυτή να έχει ένα μωρό δικό της. Σ’ αυτή
την ηλικία ήταν η μάνα της όταν γέννησε τη Μαρία. Ο αδερφός
της της χαμογέλασε φαφούτικα.
«Σαλιάρη» του είπε και σκούπισε τα σάλια του σε μια πο-
δίτσα.
Στο σχολείο η Μαρία καθόταν δίπλα στην Αλεξία.
«Πάλι δεν διάβασες;» τη ρώτησε η Μαρία, που είδε το
άδειο της τετράδιο.
«Πάλι» απάντησε αυτή.
«Μα γιατί;»
«Γιατί να διαβάσω, πες μου αλήθεια. Το σχολείο έχει
αδειάσει από κορίτσια, καμιά δεν το τελειώνει. Παντρεύονται
και κάνουν παιδιά».
«Κι εσύ, Αλεξία, θα παντρευτείς και θα κάνεις παιδιά;»
«Ναι, κι εγώ, γιατί, δηλαδή, όχι εγώ;»
«Το ξέρεις πως είναι επικίνδυνο; Είναι επικίνδυνο να κά-
νεις παιδιά τόσο μικρή!»
«Ποιος το λέει;»
«Η γιαγιά μου».
«Μα κι αυτή τόσο μικρή έκανε παιδιά».
«Ε, γι’ αυτό, ξέρει και το λέει».
«Δηλαδή;» ρώτησε η Αλεξία.
«Η γιαγιά μου κόντεψε να πεθάνει όταν πήγε να γεννήσει
την πρώτη φορά. Το σώμα της ήταν παιδικό, όχι γυναικείο. Δεν
ήταν ακόμα σχηματισμένο. Ούτε έτοιμο να γεννήσει. Το μωρό
δεν μπορούσε να βγει και δεν κατάφερε να ζήσει».
«Δηλαδή… η μαμά σου θα είχε αδερφό…»
«Ή αδερφή… Δεν νομίζω να το ξεπέρασε αυτό ποτέ η
γιαγιά μου. Οι βαθύτερες πληγές των ανθρώπων δεν φαίνονται,
Αλεξία, είναι μέσα τους».
«Εγώ, Μαρία, θέλω να παντρευτώ. Ίσως να μην κάνω αμέ-
σως παιδιά… Δεν θέλω να αλλάξω τον κόσμο, ούτε να πάω κό-
ντρα στην οικογένειά μου ή σε αυτό που συμβαίνει γύρω μου.
Εσύ θέλεις να αλλάξεις τον κόσμο;»
Η Μαρία έσκυψε στο τετράδιό της. Το μολύβι γύριζε σβού-
ρες αργές και τα γράμματα πατούσαν με δύναμη σχηματίζοντας
γκρίζες λέξεις στο χαρτί: Θα ήθελα να προσπαθήσω τουλάχιστον.
Ύστερα ζωγράφισε κάτι και το έδειξε στην Αλεξία. Ήταν ένας
πλανήτης και μέσα του έγραφε: Πλανήτης Μαρία.
Γέλασαν κι οι δύο.
Εκείνο το βράδυ ήρθε συνωμοτικό και σιωπηλό. Ο πατέ-
ρας στην κορυφή του τραπεζιού, πάντα στην κορυφή του τραπε-
ζιού, η μάνα δίπλα του, πάντα δίπλα του, ο θείος στην απέναντι
κορυφή του τραπεζιού, η γιαγιά πλάι στο παράθυρο που πάντα
έτριζε απ’ τον αέρα, ο Χαρίτος που βιαζότανε να επιστρέψει στα
διαβάσματα κι η Μαρία που έκανε σχέδια στα κρυφά μέσα στο
πιάτο της. Το μωρό κοιμότανε. Σ’ εκείνο το δείπνο ο άνεμος είχε
λουφάξει. Μόνο τα κουτάλια χτυπούσαν στα πιάτα και το ψωμί
που σαν κάτι να μουρμούρισε αδέξια ενώ μοιραζότανε σε μικρά
κομμάτια από το ένα χέρι στο διπλανό.
«Γιατί κανένας δεν μιλά;» ρώτησε η Μαρία, αλλά δεν πήρε
απάντηση κι ούτε επέμεινε.
Σκέφτηκε πως θα μπορούσε ο αέρας να αρπάξει το σπίτι
τους, εκεί που τρώγανε, στα καλά καθούμενα, και να το ξεριζώ-
σει από το χώμα. Και πως, εάν γινότανε αυτό, τότε κανείς απ’
όσους βρίσκονταν σ’ εκείνο το τραπέζι δεν θα άφηνε το κουτάλι
του για να κοιτάξει από το παράθυρο. Πως θα μπορούσε να φυ-
σάει και να φυσάει για πάντα, κι εκείνοι να συνεχίζουν να τρώνε
καθισμένοι ο καθένας στη θέση του, κρατώντας σιωπηλοί τη
δαγκωμένη φέτα το χοντρό ψωμί τους με το ’να χέρι και μια
χούφτα μυστικά με τ’ άλλο.
Όταν τελείωσε το σιωπηλό φαΐ, η Μαρία έπιασε να παί-
ζει με πέντε μικρούλες πέτρες. Πέταγε μία στον αέρα, γύριζε
γρήγορα κι έπιανε τις άλλες από κάτω, κι ύστερα, την ώρα που
κατέβαινε η πρώτη, την έπιανε κρατώντας στην παλάμη της
όλες μαζί τις πέτρες.
«Να της το πούμε τώρα» είπε ο θείος δυνατά, σαν να μη
βρισκόταν καν μες στο δωμάτιο η Μαρία. Ο αέρας κάθισε φρό-
νιμος κι άκουγε.
«Σ’ εμένα; Τι να μου πείτε δηλαδή;»
«Θα πεις εσύ;» ρώτησε ο θείος κοιτώντας κάποιον, τι
σημασία έχει ποιον.
«Πείτε το κι όλοι μαζί σαν χοροστάσι αν θέλετε, ποιος
νοιάζεται για τα κουμάντα και τις αηδίες σας» είπε η γιαγιά, αλλά
κανένας δεν της έδωσε σημασία. Είχαν από καιρό πάψει να την
υπολογίζουν, απ’ όταν άρχισε να διαφωνεί με τα σχέδιά τους.
Η Μαρία έσφιξε τις πέτρες στην παλάμη της και περίμενε
κάποιον να μιλήσει.
Τελικά μίλησε ο πατέρας.
«Έρχεται κάποτε ένας γέροντας στα σπίτια των κοριτσιών
που τον λένε Ο προξενητής και λέει στους γονείς έναν γαμπρό
για το κορίτσι. Συμφωνούν οι γονείς, συμφωνεί ο γαμπρός, συμ-
φωνούν οι γονείς του γαμπρού, κι αυτό είναι όλο. Για σένα, Μαρία,
αυτό έγινε ήδη. Υπάρχει ένας γαμπρός για σένα. Άρα παντρεύε-
σαι».
Η Μαρία κοίταξε τριγύρω τα πρόσωπα της οικογένειάς
της σαν να τους έβλεπε για πρώτη φορά. Κοίταξε τις στρογ-
γυλές καφέ κηλίδες στα χέρια της γιαγιάς της, τα τεντωμένα
μαλλιά της μάνας της, πάντα πιασμένα πίσω, τα φθαρμένα πα-
πούτσια του πατέρα της.
«Θα παντρευτώ κάποιον που δεν έχω δει ποτέ στη ζωή
μου επειδή μπήκε ένας γέροντας στο σπίτι μας που δίνει γα-
μπρούς;»
«Δεν θα δουλεύεις έξω πια, που κρυώνεις πάντα και γκρι-
νιάζεις, είπε η μάνα, ούτε θα στάζεις αίμα στην περίοδο κάτω
απ’ τον ήλιο και να μην έχεις πού ν’ αλλάξεις».
«Από τώρα, μάνα; Είμαι πολύ μικρή. Και το σχολείο;» ρώ-
τησε η Μαρία.
«Α, τώρα σ’ αρέσει το σχολείο;» είπε με ύφος ο πατέρας
της.
«Εσύ, μάνα, είσαι τόσο ευχαριστημένη απ’ τη ζωή που
έζησες και θες να τη ζήσω κι εγώ;»
«Πώς μιλάς έτσι στη μάνα σου» της φώναξε ο πατέρας
της και γύρισε την ανάστροφη του χεριού του στον αέρα.
«Δεν θα ζεσταίνεις νερό στο κατσαρολάκι για να πλένεσαι,
ούτε θα τρέχει νερό το ταβάνι σου όταν βρέχει» συνέχισε η μάνα
το τροπάρι της.
Κράτα με, μη με δώσεις, είπε η Μαρία μόνη της, στον
εαυτό της.
«Δεν θα χρειάζεται να ξυπνάς αξημέρωτα, να πηγαίνεις
σχολείο, να φέρνεις νερό… δεν θα πλατσουρίζεις άλλους χειμώ-
νες στα νερά...»
Κράτα με, λέω.
«Άμα δεν σκέφτεσαι τον εαυτό σου, τότε σκέψου εμάς.
Μέχρι πότε θ’ αντέξουμε να σε ταΐζουμε και να σε ντύνουμε; Ο
γαμπρός δεν θέλει ούτε προίκα. Τύχη βουνό. Την άλλη βδομάδα
παντρεύεσαι, Μαρία. Είναι κανονισμένο» είπε ο θείος.
«Μα έχω… Θέλω να γίνω…» μίλησε η Μαρία.
«Τι να γίνεις, Μαρία; Εσύ είσαι άχρηστη» είπε ο πατέρας.
«Να παντρευτείς, να πάρεις αξία δίπλα στον άντρα σου κάνοντας
παιδιά».
Μόλις τ’ άκουσε ο άνεμος αυτά, σηκώθηκε απ’ την κα-
ρέκλα του κι άρχισε πάλι να ανασαίνει. Η Μαρία τον είδε με τα
μάτια της τον άνεμο να σηκώνει τα πιάτα απ’ το τραπέζι και να
τα ρίχνει άτσαλα στη γούρνα. Τον είδε να παίρνει τις χοντρές βε-
λόνες και να πλέκει απ’ το πλεχτό της μάνας της τρεις πλέξεις
που ανάπνεαν. Τον είδε να στροβιλίζει τον καπνό απ’ το τσιγάρο
του θείου. Να γαργαλάει τις βλεφαρίδες του μωρού. Αλλά τη
Μαρία δεν την ακούμπησε ο αέρας εκείνο το βράδυ, ούτε που
την άγγιξε.
Όταν όλοι πήγαν για ύπνο κι αυτή απόμεινε μονάχη της
να κάνει σχέδια στο θαμπό τζάμι, ήρθε στο πλάι η γιαγιά της.
«Άκουσες, γιαγιά;»
«Άκουσα, Μαρία. Τι θα κάνεις για τ’ όνειρό σου;»
«Πάλι τα ίδια. Εάν δεν είχε νόημα πριν, τώρα δεν έχει εκατό
φορές. Τώρα υπάρχει και γαμπρός».
«Τι θα κάνεις για τ’ όνειρό σου, παιδί μου;» επέμεινε η
γιαγιά σαν να μην την είχε ακούσει.
Η Μαρία δεν απάντησε.
«Μαρία, δεν μπορείς να παντρευτείς, είσαι παιδί. Τα παιδιά
πάνε σχολείο και παίζουν, δεν παντρεύονται».
«Κι όλες οι άλλες; Η μαμά, εσύ; Γιατί παντρευτήκατε;»
«Συνέβη. Κάθε κορίτσι έχει τη δική του ιστορία. Αλλά
συνέβη. Όμως δεν χρειάζεται να επαναλαμβάνονται τα λάθη,
παιδί μου, ο κόσμος προχωράει ίσια μπροστά, δεν πάει πίσω.
Ό,τι συνέβη σ’ εμάς τις παλιές δεν χρειάζεται να συμβεί και σε
σένα».
Όλες τις επόμενες ημέρες μέχρι τον γάμο η Μαρία πάλευε
με τον αέρα. Και μια κέρδιζε εκείνος, μια αυτή.
Την ημέρα του γάμου η Μαρία φόρεσε το νυφικό της μη-
τέρας της και στόλισε τα μαλλιά της με χρωματιστά λουλούδια.
Η φίλη της η Αλεξία είχε έρθει απ’ το πρωί και τη βοηθούσε.
«Είσαι όμορφη νύφη, Μαρία».
«Δεν είμαι σίγουρη γι’ αυτό που κάνω, Αλεξία».
«Ακόμα; Ακόμα δεν είσαι σίγουρη; Μα σήμερα παντρεύε-
σαι, θα έπρεπε να είσαι σίγουρη σήμερα».
Η Μαρία δεν μίλησε.
«Τον είδες τον άντρα σου;»
«Τον άντρα μου; Ακούς τι λες, Αλεξία; Ποιον άντρα μου;
Δεν τον έχω δει ποτέ κι ετοιμάζομαι να ορκιστώ πως θα περάσω
όλη τη ζωή μου μαζί του».
«Μπορεί να είναι τέλειος, μπορεί να είναι σαν εκείνον τον
πρίγκιπα που διαβάζαμε στα παραμύθια μικρές».
«Δεν υπάρχουν πρίγκιπες, Αλεξία. Εγώ, πάντως, πριγκί-
πισσα δεν είμαι».
Όταν η Αλεξία βγήκε από το δωμάτιο για να ετοιμαστεί κι
η ίδια, η Μαρία κάθισε στο κρεβάτι και κοίταξε έξω από το παρά-
θυρο. Ο άνεμος περίμενε υπομονετικός. Του άνοιξε κι εκείνος
μπήκε ευγενικά κι άφησε πάνω στο κρεβάτι ένα γράμμα απ’ τη
γιαγιά της. Ύστερα στρογγυλοκάθισε κι αυτός απέναντί της και
περίμενε. Η Μαρία ξεδίπλωσε τον φάκελο και διάβασε.
Μαρία μου, κόρη της κόρης μου, δύο φορές κόρη μου,
Μακάρι όλα τα κορίτσια που βρέθηκαν ποτέ στη θέση
σου να είχαν την επιλογή να πουν όχι. Εσύ, πάντως, την
επιλογή αυτή την έχεις. Δυο πόλεις μακριά ζει η Αντέ-
λα. Θυμάσαι την Αντέλα, τη μεγάλη σου ξαδέρφη; Ήσουν
μικρή όταν ερχόταν σπίτι μας. Κι εκείνη επέλεξε κάτι
άλλο για τον εαυτό της. Νίκησε τον φόβο της γυναίκας
και τον φόβο της φτώχειας και τον φόβο του κόσμου.
Θα σου τα πει όλα όταν φτάσεις εκεί. Προσπάθησε να
τελειώσεις το σχολείο, Μαρία, κι ύστερα να κυνηγήσεις
εκείνο τ’ όνειρό σου. Πόσο πιστεύω σε σένα να ήξερες! Κι
ύστερα, αν είναι αυτό που θέλεις, κάνε οικογένεια, αλλά
μ’ εκείνον που θα αγαπήσεις.
Δεν υπάρχει εύκολη ζωή, ούτε εύκολος δρόμος. Υπάρ-
χει όμως ο δικός σου δρόμος και η δική σου ζωή. Όχι αυτή
που πρότεινε ένας γέροντας που ήρθε στο σπίτι μας με
σχέδια και όλοι τον καλοδέχτηκαν. Ούτε αυτή που θέλουν
ο θείος κι ο πατέρας σου γιατί νομίζουν πως είσαι δική
τους να σε ορίζουν, όπως είναι η κατσίκα μας η Μπέλα.
Αν, πάλι, αποφασίσεις να παντρευτείς, τότε θα σε οδη-
γήσω εγώ η ίδια στον άντρα σου.
Σε γλυκοφιλώ.
Η γιαγιά σου
Όταν τέλειωσε το γράμμα, ο άνεμος ανάσανε πρώτα στα
μαλλιά της κι ύστερα στο πέπλο της. Έπειτα στα μάγουλά της
και τέλος στην καρδιά της. Ύστερα βγήκε από το σπίτι και φύ-
σηξε μανιασμένος πάνω από τις στέγες και τις πέτρες. Η Μαρία
έκλεισε το παράθυρο, έβγαλε το νυφικό της, φόρεσε τα ρούχα
της, βγήκε από την πίσω πόρτα, μπήκε στον στάβλο, καβάλησε
το μουλάρι τους κι έφυγε για να πάει δυο πόλεις μακριά, να συ-
ναντήσει την Αντέλα, να κυνηγήσει τ’ όνειρό της.
Ο άνεμος ανασαίνει πάνω από τα βουνά και πάνω από τα
χαμηλά χωμάτινα σπίτια και πάνω από όλες τις προσδοκίες και
τα σχέδια του κόσμου. Σφυρίζει κι αλυχτάει, ζηλεύει και γελά-
ει, εγωιστής, θρασύδειλος. Τρυπώνει κάτω από τις πόρτες κι
ανάμεσα απ’ τις γρίλιες, με το έτσι θέλω, μέσα στα σπίτια των
ανθρώπων.
Σχόλια (0)