Μάθημα : Ιστορία του Νεότερου και Σύγχρονου Κόσμου (Γ' Λυκείου)
Κωδικός : 0551100291
-
Θεματικές Ενότητες
-
Η Ευρώπη μετά το Συνέδριο της Βιέννης
-
Ενοτητα 1η: Χαρακτήρας και οργάνωση της Ελληνικής Επανάστασης
-
Η Επανάσταση στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες
-
Η εδραίωση της Επανάστασης και οι πρώτες αντιδράσεις
-
Ενότητα 2η: Η πολιτική συγκρότηση των Ελλήνων και η έκβαση της Επανάστασης
-
Ενότητα 3η: Το ελληνικό κράτος και η εξέλιξή του - Η Μεγάλη Ιδέα
-
Ενότητα 3η: Το ελληνικό κράτος και η εξέλιξή του - Πρώτα Συντάγματα
-
Ενότητα 4η: Βιομηχανική Επανάσταση
-
Ενότητα 5η: Ακμή της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας
-
Ενότητα 6η: Προσπάθειες για τον εκσυγχρονισμό - Χαρίλαος Τρικούπης
-
Ενότητα 6η: Ο πόλεμος του 1897 και το κίνημα στο Γουδή
-
Ενότητα 7η: Εθνικά κινήματα στη Νοτιοανατολική Ευρώπη
-
Ενότητα 8η: Βαλκανικοί Πόλεμοι
-
Ενότητα 9η: Α' Παγκόσμιος Πόλεμος
-
Ενότητα 9η: Η έκβαση του Α' Παγκοσμίου Πολέμου
-
Ενότητα 10η: Η Ελλάδα στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο
-
Ενότητα 11η: Το Συνέδριο Ειρήνης των Παρισίων (1919-1920)
-
Ενότητα 12: Ρωσική Επανάσταση
-
Ενότητα 13η: Μικρασιατικός Πόλεμος
-
Ενότητα 14η: Μεσοπόλεμος (1920-1940)
-
Ένότητα 15η: Β' Παγκόσμιος Πόλεμος
-
Ενότητα 16η: Το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου - Εγλήματα κατά της ανθρωπότητας
-
Ενότητα 17η: Ανταγωνισμοί στο στρατόπεδο των ισχυρών
-
Ενότητα 8η: Ψυχρός Πόλεμος και ελληνικός Εμφύλιος
-
Η Ευρώπη μετά το Συνέδριο της Βιέννης
Ενότητα 4η: Βιομηχανική Επανάσταση
Αφόρμηση
Η τραπεζαρία, όπου έτρωγαν τα παιδιά, ήταν ένα μεγάλο πλακοστρωμένο δωμάτιο μ’ ένα καζάνι στη μιαν άκρη. Ο διευθυντής, ζωσμένος με μια ποδιά, για την περίσταση και βοηθούμενος από δύο γυναίκες μοίραζε από εκεί το φαγητό. Ο Θεός δηλαδή να το κάνει φαγητό, γιατί ήταν ένας σκέτος χυλός με αλεύρι και από το χυλό αυτό τα παιδιά έπαιρναν κάθε φορά μία μόνο μερίδα και ούτε κουταλιά παραπάνω. Μόνο σαν ήτανε γιορτή τους δίνανε και από 100 περίπου γραμμάρια ψωμί το καθένα. Οι καραβάνες τους δεν θέλανε ποτέ πλύσιμο, γιατί τα παιδιά πεινασμένα, τις έγλειφαν και τις έξυναν με το κουτάλι τους μέχρι που τις έκαναν να αστράφτουν.
Μόλις τελείωναν το φαγητό, τα παιδιά περικύκλωναν εκστατικά το καζάνι, ρίχνοντάς του λαίμαργες ματιές . Έγλειφαν τα δάχτυλά τους. Ο Όλιβερ Τουίστ και οι φίλοι του βάσταξαν εκείνο το μαρτύριο πείνας για τρεις μήνες. Στο τέλος όμως εξαγριώθηκαν τόσο πολύ που ένα ψηλό αγόρι, ασυνήθιστο ως τότε σε τέτοια βασανιστήρια, γιατί ο πατέρας του κρατούσε μια μικρή ταβέρνα, δήλωσε σοβαρά στους συντρόφους του πως, αν δεν του δίνανε και δεύτερη καραβάνα με χυλό κάθε μέρα θα έτρωγε το αγόρι που κοιμότανε δίπλα του τη νύχτα! Και όπως τα μάτια του γυαλίζανε αγριεμένα, τον πιστέψανε όλοι. Και αποφασίσανε, μετά από σύσκεψη, να ζητήσουνε από τον διευθυντή περισσότερο φαγητό. Ο κλήρος έπεσε στον Όλιβερ Τουίστ. [Κάρολος Ντίκενς, Όλιβερ Τουίστ]
Δείτε εδώ τη σκηνή από την πιο πρόσφατη κινηματογραφική μεταφορά του "Όλιβερ Τουίστ" και συζητήστε για τα δικαιώματα του παιδιού στη βικτωριανή Αγγλία.
Πηγή Ι
Να πώς είδε τη βιομηχανική πόλη Μάντσεστερ, στη Μεγάλη Βρετανία, ο Γάλλος ιστορικός και διπλωμάτης Αλέξις ντε Τοκβίλ, που την επισκέφτηκε το 1835.
Στην κορυφή του λόφου […] βρίσκονται 30 με 40 εργοστάσια. Με τους έξι ορόφους τους υψώνονται προς τον ουρανό [...]. Γύρω από τα εργοστάσια στριμώχνονται τα φτωχικά εργατικά σπίτια. Μέσα από αναρίθμητα, φιδωτά μονοπάτια φτάνει κανείς σε αυτά [τα] μονώροφα σπιτάκια από σανίδια, αταίριαστα συναρμολογημένα, με σπασμένα τζάμια […], στα οποία ο άνθρωπος ζει ανάμεσα στην αθλιότητα και στο θάνατο […]. Σε καθέναν από αυτούς τους υγρούς, αποκρουστικούς χώρους στριμώχνονται δέκα με δεκαπέντε ψυχές που δεν έχουν άλλη επιλογή […]. Όποιος σηκώσει το κεφάλι του θα δει ότι γύρω τους υψώνονται τα τεράστια «παλάτια» της βιομηχανίας. Θα ακούσει το θόρυβο από τα καμίνια και τον ατμό που σφυρίζει […]. Εδώ είναι ο δούλος, εκεί ο αφέντης· εκεί βρίσκεται ο πλούτος για τους λίγους κι εδώ η αθλιότητα για τους πολλούς […]. Ένα πυκνό μαύρο σύννεφο κρέμεται πάνω από την πόλη.
Αλέξις ντε Τοκβίλ, έτος 1835
Πηγή ΙΙ
Οι μεγάλες πόλεις κατοικούνται κυρίως από εργάτες […]· αυτοί οι εργάτες δεν κατέχουν τίποτα και ζουν απ’ το μεροκάματο, που σχεδόν πάντα φτάνει μόνο για να ζεις μέρα με τη μέρα […]. Κάθε εργάτης, λοιπόν, ακόμη και ο καλύτερος, ζει με μια απειλή που μπορεί να γίνει πραγματικότητα κάθε στιγμή: να πεθάνει από την πείνα. Και δεν είναι λίγοι αυτοί που το παθαίνουν. Τα περισσότερα εργατικά σπίτια είναι χτισμένα χωρίς κανόνες, με κακά υλικά, χωρίς καμία συντήρηση, δεν αερίζονται σωστά, είναι υγρά και ανήλιαγα. Οι κάτοικοί τους στριμώχνονται σ’ έναν ελάχιστο χώρο, και πολύ συχνά κοιμάται σ’ ένα δωμάτιο μια ολόκληρη οικογένεια. Τα σπίτια αυτά δεν είναι άθλια μόνο εξωτερικά, αλλά και εσωτερικά, αφού στα περισσότερα λείπουν ακόμη και τα πιο απαραίτητα έπιπλα. Ακόμη, τα ρούχα των εργατών είναι γενικά μέτρια, ενώ πολλοί απ’ αυτούς είναι ντυμένοι με κουρέλια.
Φρίντριχ Ένγκελς, Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία, έτος 1844
*
Πηγή ΙΙΙ
Δούλευα στο υφαντουργείο του κυρίου Μπρέιντ στο Ντάτνρουιν. Δουλεύαμε όσο υπήρχε φως και μπορούσαμε να βλέπουμε. Δεν μπορώ να πω ποια ώρα σταματούσαμε τη δουλειά. Δεν υπήρχε ρολόι στο υφαντουργείο. Μόνο ο γιος του αφεντικού είχε ρολόι και έτσι δεν ξέραμε τι ώρα ήταν. Οι εργάτες δεν επιτρεπόταν να έχουν ρολόι. Ήταν ένας που είχε, αλλά του το πήραν γιατί μου είπε την ώρα.
Τζέιμς Πάτερσον, εργάτης, στη βρετανική Επιτροπή της Βουλής, έτος 1832
*
Άρχισα στις πέντε με τις γυναίκες και στις πέντε βγήκα πάλι έξω. Την Παρασκευή δουλεύω όλη τη νύχτα και φεύγω στις 12 το μεσημέρι. Κουβαλάω τα μεγάλα κομμάτια κάρβουνο από εκεί που τα βρίσκουν μέχρι την έξοδο της στοάς, τα μικρά κομμάτια σε ένα καλάθι […]. Οι αποστάσεις είναι διαφορετικές, γιατί δε σκάβουν πάντα στο ίδιο σημείο, άλλες φορές 300, άλλες 500 μέτρα. Η στοά είναι πολύ χαμηλή, πρέπει να σκύβω την πλάτη και να λυγίζω τα πόδια και συχνά το νερό φτάνει μέχρι τις γάμπες μου. Δε μ’ αρέσει η δουλειά. Με βάζει ο πατέρας μου να δουλεύω. Δεν έχω ποτέ μου τραυματιστεί, όμως συχνά αναγκάστηκα να σκαρφαλώσω έξω από τη στοά, όταν δεν μπορούσα να αναπνεύσω μέσα.
Τζάνετ Κάμινγκ, 11 ετών, εργάτρια, Έκθεση Επιθεωρητών Εργασίας, έτος 1842