Μάθημα : Νεοελληνική Λογοτεχνία_ Γ' Λυκείου

Κωδικός : EL1167211

EL1167211  -  ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΔΑΣΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ

Ενότητες - Δ. Σολωμός, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι

Δ. Σολωμός, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι

Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι είναι από τα κορυφαία έργα του Σολωμού και της νεοελληνικής ποίησης γενικότερα. Μπορούμε επίσης να πούμε ότι είναι το έργο ζωής του Σολωμού, αφού, όπως φαίνεται, τον απασχόλησε σε όλη τη διάρκεια της ώριμης ποιητικής του περιόδου.

Έξοδος του Μεσολογγίου - ΒικιπαίδειαΘέμα του είναι ο ηρωικός αγώνας των Μεσολογγιτών κατά τη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου (1825-1826) ως την απεγνωσμένη έξοδο, την παραμονή των Βαΐων. Ο ποιητής ξεκινώντας από το συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός ανάγεται στον αγώνα του ανθρώπου για την ηθική, την εσωτερική του ελευθερία. Το έργο όμως ποτέ δεν ολοκληρώθηκε και έφτασε σ' εμάς σε χειρόγραφα «αποσπάσματα» συγκροτημένα σε τρία Σχεδιάσματα1 που το καθένα τους αντιπροσωπεύει όχι μονάχα διαφορετικό στάδιο επεξεργασίας αλλά και διαφορετική ποιητική αντίληψη. Το αρχικό σχεδίασμα, «συνθεμένο εις είδος προφητικού θρήνου εις το πέσιμο του Μεσολογγίου», πρέπει να γράφτηκε γύρω στα 1830. Παρουσιάζει στενή σχέση με το 5ο κεφ. της Γυναίκας της Ζάκυθος. Το Β' Σχεδίασμα, σε στίχους δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους ζευγαρωτούς, «εις το οποίον εικονίζοντο τα παθήματα των γενναίων αγωνιστάδων εις τες υστερινές ημέρες της πολιορκίας έως οπού έκαμαν το γιουρούσι», το δούλευε ο ποιητής από το 1833 ως το 1844, οπότε αρχίζει να το ξαναπλάθει σε νέα μορφή (Γ' Σχεδίασμα), σε στίχους λιτούς, χωρίς ομοιοκαταληξίες, αλλά αρμονικότατους.

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Α΄

1

Τότες εταραχτήκανε τα σωθικά μου και έλεγα πως ήρθε ώρα να ξεψυχήσω· κι ευρέθηκα σε σκοτεινό τόπο και βροντερό, που εσκιρτούσε σαν κλωνί στάρι στο μύλο που αλέθει ογλήγορα, ωσάν το χόχλο στο νερό που αναβράζει· ετότες εκατάλαβα πως εκείνο ήτανε το Μεσολόγγι· αλλά δεν έβλεπα μήτε το κάστρο, μήτε το στρατόπεδο, μήτε τη λίμνη, μήτε τη θάλασσα, μήτε τη γη που επάτουνα, μήτε τον ουρανό· εκατασκέπαζε όλα τα πάντα μαυρίλα και πίσσα, γιομάτη λάμψη, βροντή και αστροπελέκι· και ύψωσα τα χέρια μου και τα μάτια μου να κάμω δέηση, και ιδού μες στην καπνίλα μία μεγάλη γυναίκα με φόρεμα μαύρο σαν του λαγού το αίμα, όπου η σπίθα έγγιζε κι εσβενότουνε· και με φωνή που μου εφαίνονταν πως νικάει την ταραχή του πολέμου άρχισε:

 

«Το χάραμα επήρα

Του Ήλιου το δρόμο,

Κρεμώντας τη λύρα

Τη δίκαιη στον ώμο

Κι απ’ όπου χαράζει

Ως όπου βυθά,

 

Τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι.»

 

2
Παράμερα στέκει

Ο άντρας και κλαίει·

Αργά το τουφέκι

Σηκώνει και λέει:

«Σε τούτο το χέρι

Τι κάνεις εσύ;

Ο εχθρός μου το ξέρει

Πως μου είσαι βαρύ.»

 

Της μάνας ω λαύρα!

Τα τέκνα τριγύρου

Φθαρμένα και μαύρα

Σαν ίσκιους ονείρου·

Λαλεί το πουλάκι

Στου πόνου τη γη

Και βρίσκει σπυράκι

Και μάνα φθονεί

 

3
Γρικούν να ταράζει

Του εχθρού τον αέρα

Μιαν άλλη, που μοιάζει

Τ’ αντίλαλου πέρα·

Και ξάφνου πετιέται

Με τρόμου λαλιά·

Πολληώρα γρικιέται, 

Κι ο κόσμος βροντά.

 

4
Αμέριμνον όντας

Τ’ Αράπη το στόμα

Σφυρίζει, περνώντας

Στου Μάρκου το χώμα·

Διαβαίνει, κι αγάλι

Ξαπλώνετ’ εκεί

Που εβγήκ’ η μεγάλη

Του Μπάιρον ψυχή.

 

5
Προβαίνει και κράζει

Τα έθνη σκιασμένα.

 6
Και ω πείνα και φρίκη!

Δε σκούζει σκυλί!

 

7
Και η μέρα προβαίνει,

Τα νέφια συντρίβει·

Να, η νύχτα που βγαίνει

Κι αστέρι δεν κρύβει.

  1. Η γυναίκα στο όραμα κρατάει στον ώμο της λύρα «δίκαιη»· τι εννοεί μ' αυτό το χαρακτηρισμό ο ποιητής;
  2. Ποια πρόσωπα χρησιμοποιεί ο ποιητής για να εκφράσει το μέγεθος της πείνας ; Είναι εύστοχη αυτή η επιλογή κατά τη γνώμη σας; Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας. 

ΑΠΟ ΤΟ Β' ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ

I

Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·

λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.

Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·

στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα καί κλαίει:

«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω γω στο χέρι;

οπού συ μού ΄γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει».

 

II

Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν καί γελούνε,

κι όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.

................................................................................

Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,
και μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
π’ ολονυχτίς εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.

Και μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,
έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,

που ευώδιασε τον ύπνο της μεσα στον άγριο κρίνο·
το σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκειά κι εκείνο.

Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη·
η μαύρη πέτρα ολόχρυση καί το ξερό χορτάρι.

Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει:
«Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει».

 

Αξιοποιώντας τους κειμενικούς δείκτες του ποιήματος (π.χ. εικόνες, αντιθέσεις κ.λ.π.) να σχολιάσετε το θέμα\ερώτημα που πιστεύετε ότι τίθεται στο απόσπασμα ΙΙ, κατά την κρίση σας. (150-200 λέξεις)