Μάθημα : Β΄ τάξη -Εργαστήρια δεξιοτήτων-
Κωδικός : 1201066486

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2022 - 9:13 μ.μ.
«Ο κόσμος από την αρχή»
Συγγραφείς: Κατερίνα Σαρρή, Κωνσταντίνος Μπίκος
Εικονογράφηση: Μυρτώ Δεληβοριά
ΚΕΘΙ
UNICEF
Ρωξάνη, 15 χρονών
Ένα χέρι σε αρπάζει από τα μαλλιά και σε γυρίζει πίσω. Νιώ-
θεις την άμμο να χτυπάει με δύναμη την πλάτη σου. Σφίγγει τα
δυο σου χέρια με το ένα του χέρι και έχει τυλίξει τα πόδια του
γύρω από τα δικά σου. Έχει πέσει πάνω σου με τόση δύναμη,
που δεν μπορείς να ανασάνεις. Τρομάζεις μόλις καταλαβαίνεις
πόσο ανήμπορη είσαι. Σταματάς να χτυπιέσαι προσπαθώντας να
ελευθερωθείς. Μπορείς να κουνήσεις ελάχιστα το κεφάλι σου,
γιατί με τον αγκώνα του πατάει τα μαλλιά σου. Έχεις κουραστεί
πολύ, η καρδιά σου χτυπάει άναρχα, δεν μπορείς να πιστέψεις
ότι βρίσκεσαι σε αυτή την κατάσταση. Σου περνάει από το μυαλό
ότι αυτό είναι το τέλος. Όχι το τέλος της σχέσης σου, αλλά το
τέλος της ζωής σου.
Δεν μπορείς να πιστέψεις ότι αυτός βρίσκεται σε αυτή
την κατάσταση. Αλήθεια; Για σκέψου καλύτερα. Δεν μπορείς να
πιστέψεις ότι μπορούσε να βρεθεί σε αυτή την κατάσταση; Δεν
μπορείς να πιστέψεις ότι αυτός μπορούσε να σε φέρει σε αυτή
την κατάσταση; Κοιτάς μέσα στα μάτια του, αλλά βλέπεις μόνο
την οργή του, που έχει ρουφήξει οτιδήποτε αγάπησες ποτέ σ’
αυτόν. Ψάχνεις με αγωνία να βρεις κάτι πάνω του που θα σου
θυμίσει εκείνη την αγάπη. Αναρωτιέσαι εάν ήταν ποτέ αληθινή.
Αναρωτιέσαι εάν ήταν ποτέ αγάπη. Έτσι είναι η αγάπη; Μήπως
είναι έτσι η αγάπη; Η οργή έχει ζαρώσει το μέτωπό του, έχει στε-
γνώσει τα μάτια του. Οι κόρες των ματιών του έχουν διασταλεί.
Τα χείλη του έχουν κλειδώσει. Τα δάχτυλά του είναι άκαμπτα.
Όχι, δεν είναι έτσι η αγάπη. Η οργή τον έχει μεταμορφώσει σε
πέτρα. Η πέτρα σε έχει πλακώσει. Η πέτρα δεν σε αφήνει να
ανασάνεις.
«Βλέπεις πώς με κάνεις; Εσύ το κάνεις όλο αυτό. Εσύ μόνο
μπορείς να με εξοργίσεις τόσο ώστε να χάσω τον εαυτό μου»
λέει με μια αλλόκοτη ψιθυριστή φωνή.
Σταματάς να αντιστέκεσαι. Αφήνεις όλο το βάρος σου
πάνω στην άμμο. Δάκρυα τρέχουν από τα μάτια σου. Φοβάσαι
τον θάνατο; Γι’ αυτό κλαις; Ή μήπως λυπάσαι για την αγάπη που
πέθανε; Προσπαθείς να θυμηθείς. Μπορείς να θυμηθείς πώς
ξεκίνησαν όλα αυτά;
Είσαι 15. Έχεις μακριά καστανόξανθα μαλλιά και πράσινα
μάτια. Το ξέρεις πως είσαι όμορφη. Το βλέπεις στον καθρέφτη
σου, το ακούς να σου το λένε. Το καλοκαίρι τρως μπέργκερ
στην πλατεία, πας θερινό σινεμά, κάνεις βόλτες ως το πρωί και
ατέλειωτες βουτιές. Τα βιβλία σου σκονίζονται σε μια γωνιά,
ούτε που τα κοιτάζεις. Το φθινόπωρο αναπολείς την παρέα από
τις καλοκαιρινές διακοπές και στριμώχνεις την ελευθερία σου
πάνω σ’ ένα θρανίο, μέσα σε μια τάξη μαζί με άλλα είκοσι παιδιά.
Κοιτάς συχνά έξω από το παράθυρο. Ο χειμώνας σε βρίσκει
πάνω από τα σχολικά σου τετράδια να λύνεις εξισώσεις, να με-
ταφράζεις αρχαία κείμενα και να μετράς με το υποδεκάμετρο
χιλιοστά σε ορθογώνια παραλληλόγραμμα και σε καλοσχημα-
τισμένους με τον διαβήτη κύκλους. Ο Αϊνστάιν σού βγάζει τη
γλώσσα, με το δίκιο του. Πριν κοιμηθείς, σερφάρεις στο ίντερ-
νετ και ανταλλάσσεις μηνύματα με τις φίλες σου από το κινητό
σου. Η άνοιξη όμως, η άνοιξη είναι μόνο δική σου. Περνά από
πάνω σου χαϊδεύοντας τα μαλλιά σου. Την άνοιξη η καρδιά σου
χτυπάει πιο δυνατά. Ο ήλιος μετράει αλλιώς τα μάτια σου. Δεν
ξέρεις τι ακριβώς σου συμβαίνει, είναι μια ορμή, μια δύναμη που
σε σηκώνει ψηλά σαν πούπουλο, μια φλόγα που σιγοκαίει μέσα
σου και σου ψιθυρίζει «έλα, Ρωξάνη, ήρθε η ώρα».
Οι περισσότερες φίλες σου έχουν σχέση. Πηγαίνουν μαζί
σινεμά, φιλιούνται, τσακώνονται, γελάνε, μουτρώνουν. Οι λού-
τρινοι αρκούδοι και οι ταλαιπωρημένες μπάρμπι στριμώχνονται
από καιρό στο πάνω ράφι της βιβλιοθήκης σου. Ακόμη και η
Σαντρίν, η αγαπημένη σου εξωτική Σαντρίν από το Περού, που
κοιμόσουν μαζί της μέχρι και πριν από δυο τρία χρόνια, σε κοι-
τάζει τώρα απαρηγόρητη.
«Οχ, έλα τώρα, Σαντρίν, δες πώς μεγάλωσα» της λες απο-
λογητικά όταν συναντιούνται τα βλέμματά σας.
Με τους γονείς σου συγκατοικείς πια. Έχεις αλλάξει πλα-
νήτη. Δεν ανήκεις στον ίδιο μ’ εκείνους. Τρώτε μερικές φορές
όλοι μαζί, ρωτάτε ο ένας τον άλλον διάφορα πράγματα: «Τι φα-
γητό έχει;», «Διάβασες;», «Τι ώρα θα γυρίσεις;», «Θα έρθεις μαζί
στο σουπερμάρκετ;», «Να κοιμηθώ στη Νάντια;».
Η Νάντια. Μαζί της ήσουν όταν τον είδες για πρώτη φορά.
Καθίσατε στις Φράουλες, παρόλο που δεν σου αρέσουν οι κα-
φετέριες, εκείνες οι ατέλειωτες ώρες καθισιού και μπλα μπλα,
ανακατεύοντας τον καφέ με το καλαμάκι, όλο αυτό το απίθανο
αραλίκι. Προτιμάς τις βόλτες, το σινεμά ή ένα κοριτσίστικο
δωμάτιο. Παρ’ όλα αυτά, πήγες στις Φράουλες. Κάθισες σ’ ένα
τραπέζι με τη Νάντια. Παράγγειλες ένα μιλκσέικ. Άκουγες τη
Νάντια να περιγράφει με τη χαρακτηριστική της γλαφυρότητα
πώς πέρασε το Σαββατοκύριακο καθώς έστριβες τη γνωστή
τούφα των μαλλιών σου.
«…Δυστυχώς τα χιόνια είχαν λιώσει στην Αράχοβα και δεν
μπόρεσα να κάνω σκι, αλλά ήταν εκεί ο Φοίβος, ένας παιδικός
μου φίλος, που με κάρφωνε όλο το βράδυ, αλλά δεν με πλησίαζε
για να μιλήσουμε, κι ευτυχώς, δηλαδή, γιατί τον θυμόμουν μικρό
έναν χειμώνα που είχε περάσει συνάχι και του έτρεχαν συνέχεια
οι μύξες και τον κοίταζα με αηδία, ίου, μπλιαξ και ομιτζί, αυτή
η σχέση τέλειωσε πριν καν αρχίσει, εντάξει, από μια μεριά οι
καλύτερες σχέσεις είναι αυτές που δεν άρχισαν ποτέ…»
Η Νάντια παραληρούσε, ως συνήθως. Σου τράβηξε την
προσοχή ένα γέλιο ή ένα επιφώνημα από μια παρέα που γελούσε
πίσω από τη Νάντια. Έγειρες λίγο το κεφάλι σου παραμερίζο-
ντας τη Νάντια από το οπτικό σου πεδίο, και τότε τον είδες.
Τα μαλλιά του ήταν μαύρα, ξεχτένιστα, όχι ατημέλητα,
αλλά ανέμελα, και τα χέρια του ήταν χαλαρά, κάποια στιγμή,
μάλιστα, τα δάχτυλά του πέρασαν ανάμεσα στα μαλλιά του σαν
μια χαλαρή χτένα. Άκουγε αυτά που έλεγαν οι άλλοι τρεις στην
παρέα του και χαμογελούσε. Είχε σκληρές γραμμές στο πρό-
σωπό του κι ένα χαμόγελο λοξό που μπορούσε να σε τρελάνει.
Σου φάνηκε γοητευτικός, πως, εάν κοιτούσες στο λεξικό τη
λέξη γοητευτικός, θα έβλεπες σίγουρα το πρόσωπό του. Και,
σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ενώ γελούσε με τους φίλους του,
έστρεψε το κεφάλι του ξαφνικά και σε είδε κι αυτός. Για μερικά
δευτερόλεπτα σταμάτησε ο χρόνος, ο κόσμος, η γη. Και τότε το
ένιωσες. Ένιωσες εκείνη τη φλόγα που σιγόκαιγε μέσα σου μέχρι
εκείνη τη στιγμή να γίνεται φωτιά. Αυτό ήταν το σημείο μηδέν.
Βάζεις στοίχημα πως κάπως έτσι ξεκίνησε ο κόσμος, εκείνο το
τεράστιο μπανγκ που δημιούργησε τη ζωή. Νόμισες, μάλιστα,
πως το άκουσες κιόλας εκείνο το άναρχο χάος που έφτιαξε
σοφά τον κόσμο. Ύστερα απ’ αυτό τίποτα δεν ήταν ίδιο.
Πολύ γρήγορα οι παρέες σας έγιναν μία. Κι ακόμη γρηγο-
ρότερα εκείνος κι εσύ απομονωθήκατε από τους φίλους σας.
Νόμιζες πως το ήθελες εξίσου μ’ εκείνον, ωστόσο ήταν δική του
ιδέα.
«Τι σου αρέσει στη Νάντια;» σε ρώτησε μια μέρα.
«Τι ερώτηση είναι αυτή; Η Νάντια είναι η κολλητή μου».
«Είστε πολύ διαφορετικές».
«Το ξέρω».
«Τι σου αρέσει, δηλαδή, σ’ αυτήν;»
«Μ’ αρέσει που είναι αυθόρμητη. Θα πει ό,τι της έρθει στο
κεφάλι χωρίς να το πολυσκεφτεί».
«Δεν είμαι τόσο σίγουρος».
«Δεν χωνεύεις την κολλητή μου;»
«Λέει πράγματα για να σε προσβάλει».
«Την παρεξηγείς, δεν θέλει να προσβάλει κανέναν, ούτε
έχει κακή πρόθεση, απλώς δεν σκέφτεται και πολύ πριν μι-
λήσει».
«Τις προάλλες είπε “Δεν έχετε τίποτα καλύτερο να κά-
νετε εσείς;”»
«Ναι, αφού είμαστε όλη μέρα ο ένας πάνω στον άλλον.
Έλα, μην την παρεξηγείς».
«Απλώς δεν νιώθω άνετα μαζί της. Είμαι σίγουρος πως
ζηλεύει».
«Όλοι έχουν δικαίωμα στη ζήλια, όχι μόνο εσύ» του λες
γελώντας για να τελειώνει η συζήτηση.
Ωστόσο, από εκείνη την ημέρα φροντίζεις να βλέπεις την
κολλητή σου χωρίς αυτόν.
Τον λένε Σπύρο και είναι δυο χρόνια μεγαλύτερος από
σένα.
«Ρωξάνη, είσαι το κορίτσι μου, σου λέει συχνά, είσαι το
κορίτσι της ζωής μου».
Υπάρχει κάτι που σ’ ενοχλεί σ’ αυτό που ακούς, δεν μπο-
ρείς να καταλάβεις τι, ίσως όλα αυτά τα «μου» που αραδιάζονται
μαζί με τ’ όνομά σου. Σαν να μην ανήκεις πια στον εαυτό σου. Δεν
είσαι πια ένα κορίτσι, είσαι το κορίτσι της ζωής του.
Δεν του αρέσει ο κινηματογράφος, όμως πηγαίνει για να
σου κάνει το χατίρι. Βγάζεις τα χρήματα για να πληρώσεις το
εισιτήριό σου. Εκείνος βάζει τα γέλια.
«Τι κάνεις; Είσαι μαζί μου τώρα. Μην κουβαλάς λεφτά όταν
είσαι μαζί μου».
«Κι αν θέλω να αγοράσω κάτι;»
«Θα σου το πάρω εγώ».
«Κι αν θέλω να αγοράσω κάτι για κάποιον άλλον;»
«Για ποιον δηλαδή;»
«Για τη μαμά μου, ας πούμε».
«Τότε, θα το συζητήσουμε».
«Θα το συζητήσουμε; Τι θα συζητήσουμε ακριβώς; Εάν θα
πάρω δώρο στη μαμά μου;» Βάζεις τα χρήματα πίσω στην τσέπη
σου.
Όταν είσαι μαζί μου, μη φοβάσαι τίποτα, όταν είσαι μαζί μου,
μην ανησυχείς, όταν είσαι μαζί μου, μην πληρώνεις, όταν είσαι
μαζί μου, δεν χρειάζεσαι τη Νάντια, μη σκέφτεσαι τη μαμά σου,
όταν είμαστε μαζί, υπάρχεις μόνο εσύ κι εγώ.
Υπάρχει ένας γυάλινος πύργος που υψώνεται γύρω σου
και σε κλείνει μέσα του όπως το γυάλινο φέρετρο τη Χιονάτη.
Αλλά όχι ακόμη, δεν έχεις καταλάβει τίποτα ακόμη.
Περνάς όλο το απόγευμα του Σαββάτου μπροστά στον
καθρέφτη να αλλάζεις ρούχα για την έξοδό σας. Καταλήγεις
σ’ ένα λευκό πουκάμισο και μια τζιν κοντή φούστα. Φοράς και
τα αθλητικά σου παπούτσια. Αν μείνεις λίγο ακόμα, θα αλλά-
ξεις για μία ακόμη φορά. Αναστενάζεις μπροστά στον λόφο με
τα ρούχα και βγαίνεις βιαστικά. Τρέχεις να τον συναντήσεις.
Είναι κούκλος. Έχει κάπως ανοιχτό το πουκάμισό του και
φοράει ένα τέλειο άρωμα. Τρέχεις στην αγκαλιά του. Εκείνος
σε αγκαλιάζει χλιαρά.
«Τι συμβαίνει;» ρωτάς.
«Είδες μέχρι πού φτάνει η φούστα σου;» λέει εκείνος.
Κοιτάς τα πόδια σου.
«Φτάνει ως εκεί που πρέπει» λες ανάλαφρα, αλλά ανησυ-
χείς για το πώς θα καταλήξει εκείνη η βραδιά.
Υπάρχει ένα σκοτάδι μέσα του, πιο δυνατό από το φως
του.
«Ξέρεις, Ρωξάνη, αυτά τα πόδια θα ήθελα να τα βλέπω
μόνο εγώ, αν γίνεται».
Δεν πιστεύεις στ’ αυτιά σου, ωστόσο, παραδέξου το, κο-
λακεύτηκες. Είσαι ερωτευμένη μαζί του.
«Θέλετε μόνο τα πόδια; Θα τα δείτε εδώ ή να σας τα τυλί-
ξω για το σπίτι;» ρωτάς σε μια απελπισμένη προσπάθεια να τον
κάνεις να χαμογελάσει.
«Μερικές φορές, Ρωξάνη, σκέφτεσαι μόνο τον εαυτό σου.
Είσαι πολύ φιλάρεσκη».
Δεν μιλάς, δεν λες τίποτα. Αναρωτιέσαι, όμως, μήπως
έχει δίκιο τελικά. Μήπως σκέφτεσαι μόνο τον εαυτό σου.
Στην ουρά για το ταμείο του σινεμά ένα αγόρι σε κοιτάζει
επίμονα. Ύστερα κοιτάζει τα πόδια σου. Ο Σπύρος χλωμιάζει.
Προσπαθείς να κατεβάσεις τη φούστα με το χέρι. Προσπαθείς
να τσαλακώσεις τον εαυτό σου για να μην απειληθεί ο Σπύρος.
«Συμβαίνει κάτι;» ακούς έντρομη τον Σπύρο να ρωτάει
εκείνο το αγόρι.
«Σαν τι να συμβαίνει δηλαδή;»
«Ξέρω γω; Σου ’χουν πεταχτεί τα μάτια, ρε μεγάλε, μαζέ-
ψου λίγο, το κορίτσι συνοδεύεται».
«Θαυμάζω το ωραίο, τι ζόρι τραβάς;»
«Αν την ξαναφέρεις σε δύσκολη θέση, θα φας μπουνιά».
«Σε ενόχλησα, κοπέλα μου;» σε ρωτάει το αγόρι.
«Ό-όχι» λες, αλλά δεν είσαι καθόλου σίγουρη πως έδωσες
τη σωστή απάντηση. Ωστόσο, έχει έρθει η σειρά σας να βγάλετε
εισιτήρια και τον τραβάς.
Κατά τη διάρκεια του έργου κάθεστε αμίλητοι σαν ξένοι.
Κι όταν βγαίνετε από το σινεμά και στρίβετε στη γωνία, αρχίζει
η δεύτερη πράξη.
«Κατάλαβες τώρα σε τι δύσκολη θέση με φέρνουν οι επι-
λογές σου;»
«Μόνος σου έρχεσαι σε δύσκολη θέση» απαντάς.
«Είσαι εγωίστρια».
«Και σένα σε κοιτάζουν τα κορίτσια, αλλά δεν τις απειλώ
ότι θα τις δείρω».
«Προκαλείς, Ρωξάνη, σου αρέσει να προκαλείς».
«Είναι πολύ άδικο αυτό που λες. Μόνο εσύ με ενδιαφέρεις,
κανένας άλλος. Πόσες φορές πρέπει να σου το πω; Δεν με πι-
στεύεις;»
«Τότε, πάψε να φοράς όλα αυτά τα προκλητικά. Εμένα με
κατάκτησες, φτάνει».
Όταν κλείνουν τα σχολεία, πιάνεις δουλειά στην ταβέρνα
της θείας σου. Ο Σπύρος έρχεται κάθε βράδυ, την αράζετε στην
παραλία κι ύστερα σε γυρίζει στο σπίτι σου, παρόλο που η θεία
θέλει να σε φιλοξενήσει όπως παλιά, που ήσουν μικρούλα και
περνούσες τα καλοκαίρια μ’ ένα μαγιό, τον ξάδερφό σου τον Νι-
κόλα και τους φίλους του. Αρνείσαι, για να μην κάνεις τον Σπύρο
να τρελαίνεται με απίθανα σενάρια.
Ανακεφαλαιώνοντας, αλλάζεις όλη την γκαρνταρόμπα
σου – ξεθάβεις και μια δυο χίπικες μακριές φούστες από μια
ξεχασμένη φάση που είχες περάσει, κόβεις τα πάρε δώσε με την
κολλητή σου, για να ανοίξεις το πορτοφόλι σου τον κοιτάς για να
σου δώσει την άδεια, αποφεύγεις οποιοδήποτε αγόρι, ακόμα και
κορίτσι αν δεν είναι στα γούστα του Σπύρου, απομονώνεσαι και
σχεδιάζεις το μέλλον σου με βάση το δικό του. Το πηγάδι μέσα
στο οποίο πέφτεις δεν έχει πάτο. Ο Νικόλας σε ρωτάει αν όλα
είναι καλά.
«Ναι, φυσικά» λες με την ειλικρίνεια του Πινόκιο.
Φυσικά και δεν τον πείθεις, δεν είναι ηλίθιος ο Νικόλας.
Περνάτε όλο το καλοκαίρι να τσακώνεστε με τον Σπύρο.
Προσπαθείς να γίνεις κάποια που δεν είσαι. Χάσιμο χρόνου. Δεν
μπορείς να απολαύσεις τις στιγμές μαζί του. Βρίσκεσαι σε μια
μόνιμη ανησυχία μήπως πεις ή κάνεις κάτι που δεν του αρέσει.
Όλες οι όμορφες στιγμές έχουν γυρίσει σε άσχημες. Δεν
έχεις πια καμία όμορφη ανάμνηση μαζί του. Εκτός από εκείνη
την πρώτη σας συνάντηση. Εκείνη που δεν είχατε ανταλλάξει
κουβέντα. Από εκεί κρατιέσαι. Αλλά είναι αργά πια. Αργά για να
κρατηθείς από οπουδήποτε.
Κοντά μεσάνυχτα του τελευταίου Σαββάτου του Αυγού-
στου, η ταβέρνα έχει αδειάσει κι η παρέα του Νικόλα έχει ανά-
ψει φωτιά στην παραλία. Το μεγαλύτερο φεγγάρι της χρονιάς,
κόκκινο σαν τη φωτιά. Μπίρες, κιθάρες, τραγούδια, γέλια. Το
τέλος του καλοκαιριού.
«Φύγε, λέει γελώντας η θεία, θα μαζέψω εγώ. Άντε, σε πε-
ριμένουν. Ο Νικόλας με μάλωσε, είπε να μη σε κρατήσω πολύ».
Δεν το σκέφτεσαι καθόλου. Βγάζεις τα παπούτσια σου και νιώ-
θεις την κρύα άμμο, ανακουφιστική στις πατούσες σου, να σβήνει
την κούραση της ημέρας. Σε περιμένει ένας απαιτητικός χειμώ-
νας, γεμάτος διάβασμα και εξετάσεις. Αλλά τώρα γελάς. Γελάς
πολύ και κάνεις τους άλλους να γελούν κι αυτοί. Τραγουδάς όταν
θυμάσαι τους στίχους, κι όταν δεν τους θυμάσαι, λες μόνο τις
τελευταίες συλλαβές. Και δεν έχεις καν ωραία φωνή. Νιώθεις
ανάλαφρη σαν αεράκι. Αποχαιρετάς το καλοκαίρι. Σηκώνεσαι και
χορεύεις γύρω από τη φωτιά σαν Ινδιάνα. Ακούς τη θάλασσα να
αφρίζει όταν ακουμπάει την άμμο.
«Δεν έχασες ευκαιρία, ε;» ακούς από κάπου μακριά, από
κάπου πολύ μακριά.
Ίσα που ακούγεται εκείνη η μίζερη, σκληρή, μνησίκακη
φωνούλα που διακόπτει τον ινδιάνικο χορό σου, πώς τολμάει;
Οι άλλοι δεν ξέρουν, δεν έχουν ιδέα. Συνεχίζουν. Ο Σπύρος
κάθεται στον κύκλο γύρω από τη φωτιά. Κάθεσαι δίπλα του.
Έπειτα από λίγο το αυθόρμητο πάρτι τελειώνει. Μαζεύετε,
ρίχνετε άμμο στη φωτιά και λέτε καληνύχτα. Μένεις μόνη μαζί
του. Σιωπή.
Τι σημασία έχει τι λέει, τι λες, τι λέτε; Έχει τελειώσει.
Του το λες. Γελάει. Γελάει. Του λες ότι τελειώσατε, ότι δεν θέ-
λεις πια να είσαι μαζί του, κι αυτός γελάει. Έχει το γέλιο του μια
ειρωνεία, είναι βεβιασμένο, πνιγηρό, προσποιητό. Τον κοιτάζεις.
Τα μάτια του πετάνε φωτιά. Είναι ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί.
«Θα τελειώσουμε όταν το πω εγώ» λέει.
«Τελειώσαμε, Σπύρο» επαναλαμβάνεις και σηκώνεσαι να
φύγεις.
Ένα χέρι σε αρπάζει από τα μαλλιά και σε γυρίζει πίσω.
Νιώθεις την άμμο να χτυπάει με δύναμη την πλάτη σου. Σφίγγει
τα δυο σου χέρια με το ένα του χέρι και έχει τυλίξει τα πόδια
του γύρω από τα δικά σου. Έχει πέσει πάνω σου με τόση δύναμη,
που δεν μπορείς να ανασάνεις. Τρομάζεις μόλις καταλαβαίνεις
πόσο ανήμπορη είσαι. Σταματάς να χτυπιέσαι προσπαθώντας να
ελευθερωθείς. Μπορείς να κουνήσεις ελάχιστα το κεφάλι σου,
γιατί με τον αγκώνα του πατάει τα μαλλιά σου. Έχεις κουραστεί
πολύ, η καρδιά σου χτυπάει άναρχα, δεν μπορείς να πιστέψεις
ότι βρίσκεσαι σε αυτή την κατάσταση. Σου περνάει από το μυαλό
ότι αυτό είναι το τέλος. Όχι το τέλος της σχέσης σου, αλλά το
τέλος της ζωής σου.
«Βλέπεις πώς με κάνεις; Εσύ το κάνεις όλο αυτό. Εσύ μόνο
μπορείς να με εξοργίσεις τόσο ώστε να χάσω τον εαυτό μου»
λέει με μια αλλόκοτη ψιθυριστή φωνή.
«Δες τον εαυτό σου, Σπύρο. Σε παρακαλώ, δες πώς είσαι,
πώς είμαστε, δεν σου αξίζει, δεν μας αξίζει» κάνεις μια τελευ-
ταία προσπάθεια.
«Εσύ μου αξίζεις, κι αν δεν μπορώ να σ’ έχω, δεν θα σ’ έχει
κανείς».
Το φεγγάρι πίσω από τα κεφάλια σας αδιαφορεί για τη μι-
κρή ιστορία σας. Για τον επικίνδυνο κόσμο που φτιάξατε μαζί. Για
τη μίζερη σχέση από την οποία έπρεπε να είχες φύγει νωρίτερα.
Πολύ νωρίτερα. Έχετε φτάσει όμως τώρα ως εδώ. Τώρα χρειά-
ζεται ν’ ακουστείς. Τώρα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη
στιγμή, πρέπει ν’ ακουστείς. Αρχίζεις να φωνάζεις. Η θάλασσα
παρασύρει τη φωνή σου. Παίρνεις μια βαθιά ανάσα κι ουρλιάζεις.
Ουρλιάζεις σαν αυτό να είναι το τελευταίο πράγμα που πρέπει
να κάνεις πριν πεθάνεις.
Ο Σπύρος δεν άκουσε τη σειρήνα του περιπολικού, ούτε
είδε τον Νικόλα να έρχεται από πίσω ούτε ένιωσε τα χέρια του
να τον αρπάζουν από τον λαιμό. Οι χειροπέδες γυάλισαν στο
φως του φεγγαριού. Τις ακούς να κλειδώνουν μ’ ένα κλικ. Το
περιπολικό απομακρύνεται.
Νιώθεις μόνη. Είσαι ευάλωτη και φοβισμένη. Αλλά είσαι
ζωντανή.
Συγγραφείς: Κατερίνα Σαρρή, Κωνσταντίνος Μπίκος
Εικονογράφηση: Μυρτώ Δεληβοριά
ΚΕΘΙ
UNICEF
Ρωξάνη, 15 χρονών
Ένα χέρι σε αρπάζει από τα μαλλιά και σε γυρίζει πίσω. Νιώ-
θεις την άμμο να χτυπάει με δύναμη την πλάτη σου. Σφίγγει τα
δυο σου χέρια με το ένα του χέρι και έχει τυλίξει τα πόδια του
γύρω από τα δικά σου. Έχει πέσει πάνω σου με τόση δύναμη,
που δεν μπορείς να ανασάνεις. Τρομάζεις μόλις καταλαβαίνεις
πόσο ανήμπορη είσαι. Σταματάς να χτυπιέσαι προσπαθώντας να
ελευθερωθείς. Μπορείς να κουνήσεις ελάχιστα το κεφάλι σου,
γιατί με τον αγκώνα του πατάει τα μαλλιά σου. Έχεις κουραστεί
πολύ, η καρδιά σου χτυπάει άναρχα, δεν μπορείς να πιστέψεις
ότι βρίσκεσαι σε αυτή την κατάσταση. Σου περνάει από το μυαλό
ότι αυτό είναι το τέλος. Όχι το τέλος της σχέσης σου, αλλά το
τέλος της ζωής σου.
Δεν μπορείς να πιστέψεις ότι αυτός βρίσκεται σε αυτή
την κατάσταση. Αλήθεια; Για σκέψου καλύτερα. Δεν μπορείς να
πιστέψεις ότι μπορούσε να βρεθεί σε αυτή την κατάσταση; Δεν
μπορείς να πιστέψεις ότι αυτός μπορούσε να σε φέρει σε αυτή
την κατάσταση; Κοιτάς μέσα στα μάτια του, αλλά βλέπεις μόνο
την οργή του, που έχει ρουφήξει οτιδήποτε αγάπησες ποτέ σ’
αυτόν. Ψάχνεις με αγωνία να βρεις κάτι πάνω του που θα σου
θυμίσει εκείνη την αγάπη. Αναρωτιέσαι εάν ήταν ποτέ αληθινή.
Αναρωτιέσαι εάν ήταν ποτέ αγάπη. Έτσι είναι η αγάπη; Μήπως
είναι έτσι η αγάπη; Η οργή έχει ζαρώσει το μέτωπό του, έχει στε-
γνώσει τα μάτια του. Οι κόρες των ματιών του έχουν διασταλεί.
Τα χείλη του έχουν κλειδώσει. Τα δάχτυλά του είναι άκαμπτα.
Όχι, δεν είναι έτσι η αγάπη. Η οργή τον έχει μεταμορφώσει σε
πέτρα. Η πέτρα σε έχει πλακώσει. Η πέτρα δεν σε αφήνει να
ανασάνεις.
«Βλέπεις πώς με κάνεις; Εσύ το κάνεις όλο αυτό. Εσύ μόνο
μπορείς να με εξοργίσεις τόσο ώστε να χάσω τον εαυτό μου»
λέει με μια αλλόκοτη ψιθυριστή φωνή.
Σταματάς να αντιστέκεσαι. Αφήνεις όλο το βάρος σου
πάνω στην άμμο. Δάκρυα τρέχουν από τα μάτια σου. Φοβάσαι
τον θάνατο; Γι’ αυτό κλαις; Ή μήπως λυπάσαι για την αγάπη που
πέθανε; Προσπαθείς να θυμηθείς. Μπορείς να θυμηθείς πώς
ξεκίνησαν όλα αυτά;
Είσαι 15. Έχεις μακριά καστανόξανθα μαλλιά και πράσινα
μάτια. Το ξέρεις πως είσαι όμορφη. Το βλέπεις στον καθρέφτη
σου, το ακούς να σου το λένε. Το καλοκαίρι τρως μπέργκερ
στην πλατεία, πας θερινό σινεμά, κάνεις βόλτες ως το πρωί και
ατέλειωτες βουτιές. Τα βιβλία σου σκονίζονται σε μια γωνιά,
ούτε που τα κοιτάζεις. Το φθινόπωρο αναπολείς την παρέα από
τις καλοκαιρινές διακοπές και στριμώχνεις την ελευθερία σου
πάνω σ’ ένα θρανίο, μέσα σε μια τάξη μαζί με άλλα είκοσι παιδιά.
Κοιτάς συχνά έξω από το παράθυρο. Ο χειμώνας σε βρίσκει
πάνω από τα σχολικά σου τετράδια να λύνεις εξισώσεις, να με-
ταφράζεις αρχαία κείμενα και να μετράς με το υποδεκάμετρο
χιλιοστά σε ορθογώνια παραλληλόγραμμα και σε καλοσχημα-
τισμένους με τον διαβήτη κύκλους. Ο Αϊνστάιν σού βγάζει τη
γλώσσα, με το δίκιο του. Πριν κοιμηθείς, σερφάρεις στο ίντερ-
νετ και ανταλλάσσεις μηνύματα με τις φίλες σου από το κινητό
σου. Η άνοιξη όμως, η άνοιξη είναι μόνο δική σου. Περνά από
πάνω σου χαϊδεύοντας τα μαλλιά σου. Την άνοιξη η καρδιά σου
χτυπάει πιο δυνατά. Ο ήλιος μετράει αλλιώς τα μάτια σου. Δεν
ξέρεις τι ακριβώς σου συμβαίνει, είναι μια ορμή, μια δύναμη που
σε σηκώνει ψηλά σαν πούπουλο, μια φλόγα που σιγοκαίει μέσα
σου και σου ψιθυρίζει «έλα, Ρωξάνη, ήρθε η ώρα».
Οι περισσότερες φίλες σου έχουν σχέση. Πηγαίνουν μαζί
σινεμά, φιλιούνται, τσακώνονται, γελάνε, μουτρώνουν. Οι λού-
τρινοι αρκούδοι και οι ταλαιπωρημένες μπάρμπι στριμώχνονται
από καιρό στο πάνω ράφι της βιβλιοθήκης σου. Ακόμη και η
Σαντρίν, η αγαπημένη σου εξωτική Σαντρίν από το Περού, που
κοιμόσουν μαζί της μέχρι και πριν από δυο τρία χρόνια, σε κοι-
τάζει τώρα απαρηγόρητη.
«Οχ, έλα τώρα, Σαντρίν, δες πώς μεγάλωσα» της λες απο-
λογητικά όταν συναντιούνται τα βλέμματά σας.
Με τους γονείς σου συγκατοικείς πια. Έχεις αλλάξει πλα-
νήτη. Δεν ανήκεις στον ίδιο μ’ εκείνους. Τρώτε μερικές φορές
όλοι μαζί, ρωτάτε ο ένας τον άλλον διάφορα πράγματα: «Τι φα-
γητό έχει;», «Διάβασες;», «Τι ώρα θα γυρίσεις;», «Θα έρθεις μαζί
στο σουπερμάρκετ;», «Να κοιμηθώ στη Νάντια;».
Η Νάντια. Μαζί της ήσουν όταν τον είδες για πρώτη φορά.
Καθίσατε στις Φράουλες, παρόλο που δεν σου αρέσουν οι κα-
φετέριες, εκείνες οι ατέλειωτες ώρες καθισιού και μπλα μπλα,
ανακατεύοντας τον καφέ με το καλαμάκι, όλο αυτό το απίθανο
αραλίκι. Προτιμάς τις βόλτες, το σινεμά ή ένα κοριτσίστικο
δωμάτιο. Παρ’ όλα αυτά, πήγες στις Φράουλες. Κάθισες σ’ ένα
τραπέζι με τη Νάντια. Παράγγειλες ένα μιλκσέικ. Άκουγες τη
Νάντια να περιγράφει με τη χαρακτηριστική της γλαφυρότητα
πώς πέρασε το Σαββατοκύριακο καθώς έστριβες τη γνωστή
τούφα των μαλλιών σου.
«…Δυστυχώς τα χιόνια είχαν λιώσει στην Αράχοβα και δεν
μπόρεσα να κάνω σκι, αλλά ήταν εκεί ο Φοίβος, ένας παιδικός
μου φίλος, που με κάρφωνε όλο το βράδυ, αλλά δεν με πλησίαζε
για να μιλήσουμε, κι ευτυχώς, δηλαδή, γιατί τον θυμόμουν μικρό
έναν χειμώνα που είχε περάσει συνάχι και του έτρεχαν συνέχεια
οι μύξες και τον κοίταζα με αηδία, ίου, μπλιαξ και ομιτζί, αυτή
η σχέση τέλειωσε πριν καν αρχίσει, εντάξει, από μια μεριά οι
καλύτερες σχέσεις είναι αυτές που δεν άρχισαν ποτέ…»
Η Νάντια παραληρούσε, ως συνήθως. Σου τράβηξε την
προσοχή ένα γέλιο ή ένα επιφώνημα από μια παρέα που γελούσε
πίσω από τη Νάντια. Έγειρες λίγο το κεφάλι σου παραμερίζο-
ντας τη Νάντια από το οπτικό σου πεδίο, και τότε τον είδες.
Τα μαλλιά του ήταν μαύρα, ξεχτένιστα, όχι ατημέλητα,
αλλά ανέμελα, και τα χέρια του ήταν χαλαρά, κάποια στιγμή,
μάλιστα, τα δάχτυλά του πέρασαν ανάμεσα στα μαλλιά του σαν
μια χαλαρή χτένα. Άκουγε αυτά που έλεγαν οι άλλοι τρεις στην
παρέα του και χαμογελούσε. Είχε σκληρές γραμμές στο πρό-
σωπό του κι ένα χαμόγελο λοξό που μπορούσε να σε τρελάνει.
Σου φάνηκε γοητευτικός, πως, εάν κοιτούσες στο λεξικό τη
λέξη γοητευτικός, θα έβλεπες σίγουρα το πρόσωπό του. Και,
σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ενώ γελούσε με τους φίλους του,
έστρεψε το κεφάλι του ξαφνικά και σε είδε κι αυτός. Για μερικά
δευτερόλεπτα σταμάτησε ο χρόνος, ο κόσμος, η γη. Και τότε το
ένιωσες. Ένιωσες εκείνη τη φλόγα που σιγόκαιγε μέσα σου μέχρι
εκείνη τη στιγμή να γίνεται φωτιά. Αυτό ήταν το σημείο μηδέν.
Βάζεις στοίχημα πως κάπως έτσι ξεκίνησε ο κόσμος, εκείνο το
τεράστιο μπανγκ που δημιούργησε τη ζωή. Νόμισες, μάλιστα,
πως το άκουσες κιόλας εκείνο το άναρχο χάος που έφτιαξε
σοφά τον κόσμο. Ύστερα απ’ αυτό τίποτα δεν ήταν ίδιο.
Πολύ γρήγορα οι παρέες σας έγιναν μία. Κι ακόμη γρηγο-
ρότερα εκείνος κι εσύ απομονωθήκατε από τους φίλους σας.
Νόμιζες πως το ήθελες εξίσου μ’ εκείνον, ωστόσο ήταν δική του
ιδέα.
«Τι σου αρέσει στη Νάντια;» σε ρώτησε μια μέρα.
«Τι ερώτηση είναι αυτή; Η Νάντια είναι η κολλητή μου».
«Είστε πολύ διαφορετικές».
«Το ξέρω».
«Τι σου αρέσει, δηλαδή, σ’ αυτήν;»
«Μ’ αρέσει που είναι αυθόρμητη. Θα πει ό,τι της έρθει στο
κεφάλι χωρίς να το πολυσκεφτεί».
«Δεν είμαι τόσο σίγουρος».
«Δεν χωνεύεις την κολλητή μου;»
«Λέει πράγματα για να σε προσβάλει».
«Την παρεξηγείς, δεν θέλει να προσβάλει κανέναν, ούτε
έχει κακή πρόθεση, απλώς δεν σκέφτεται και πολύ πριν μι-
λήσει».
«Τις προάλλες είπε “Δεν έχετε τίποτα καλύτερο να κά-
νετε εσείς;”»
«Ναι, αφού είμαστε όλη μέρα ο ένας πάνω στον άλλον.
Έλα, μην την παρεξηγείς».
«Απλώς δεν νιώθω άνετα μαζί της. Είμαι σίγουρος πως
ζηλεύει».
«Όλοι έχουν δικαίωμα στη ζήλια, όχι μόνο εσύ» του λες
γελώντας για να τελειώνει η συζήτηση.
Ωστόσο, από εκείνη την ημέρα φροντίζεις να βλέπεις την
κολλητή σου χωρίς αυτόν.
Τον λένε Σπύρο και είναι δυο χρόνια μεγαλύτερος από
σένα.
«Ρωξάνη, είσαι το κορίτσι μου, σου λέει συχνά, είσαι το
κορίτσι της ζωής μου».
Υπάρχει κάτι που σ’ ενοχλεί σ’ αυτό που ακούς, δεν μπο-
ρείς να καταλάβεις τι, ίσως όλα αυτά τα «μου» που αραδιάζονται
μαζί με τ’ όνομά σου. Σαν να μην ανήκεις πια στον εαυτό σου. Δεν
είσαι πια ένα κορίτσι, είσαι το κορίτσι της ζωής του.
Δεν του αρέσει ο κινηματογράφος, όμως πηγαίνει για να
σου κάνει το χατίρι. Βγάζεις τα χρήματα για να πληρώσεις το
εισιτήριό σου. Εκείνος βάζει τα γέλια.
«Τι κάνεις; Είσαι μαζί μου τώρα. Μην κουβαλάς λεφτά όταν
είσαι μαζί μου».
«Κι αν θέλω να αγοράσω κάτι;»
«Θα σου το πάρω εγώ».
«Κι αν θέλω να αγοράσω κάτι για κάποιον άλλον;»
«Για ποιον δηλαδή;»
«Για τη μαμά μου, ας πούμε».
«Τότε, θα το συζητήσουμε».
«Θα το συζητήσουμε; Τι θα συζητήσουμε ακριβώς; Εάν θα
πάρω δώρο στη μαμά μου;» Βάζεις τα χρήματα πίσω στην τσέπη
σου.
Όταν είσαι μαζί μου, μη φοβάσαι τίποτα, όταν είσαι μαζί μου,
μην ανησυχείς, όταν είσαι μαζί μου, μην πληρώνεις, όταν είσαι
μαζί μου, δεν χρειάζεσαι τη Νάντια, μη σκέφτεσαι τη μαμά σου,
όταν είμαστε μαζί, υπάρχεις μόνο εσύ κι εγώ.
Υπάρχει ένας γυάλινος πύργος που υψώνεται γύρω σου
και σε κλείνει μέσα του όπως το γυάλινο φέρετρο τη Χιονάτη.
Αλλά όχι ακόμη, δεν έχεις καταλάβει τίποτα ακόμη.
Περνάς όλο το απόγευμα του Σαββάτου μπροστά στον
καθρέφτη να αλλάζεις ρούχα για την έξοδό σας. Καταλήγεις
σ’ ένα λευκό πουκάμισο και μια τζιν κοντή φούστα. Φοράς και
τα αθλητικά σου παπούτσια. Αν μείνεις λίγο ακόμα, θα αλλά-
ξεις για μία ακόμη φορά. Αναστενάζεις μπροστά στον λόφο με
τα ρούχα και βγαίνεις βιαστικά. Τρέχεις να τον συναντήσεις.
Είναι κούκλος. Έχει κάπως ανοιχτό το πουκάμισό του και
φοράει ένα τέλειο άρωμα. Τρέχεις στην αγκαλιά του. Εκείνος
σε αγκαλιάζει χλιαρά.
«Τι συμβαίνει;» ρωτάς.
«Είδες μέχρι πού φτάνει η φούστα σου;» λέει εκείνος.
Κοιτάς τα πόδια σου.
«Φτάνει ως εκεί που πρέπει» λες ανάλαφρα, αλλά ανησυ-
χείς για το πώς θα καταλήξει εκείνη η βραδιά.
Υπάρχει ένα σκοτάδι μέσα του, πιο δυνατό από το φως
του.
«Ξέρεις, Ρωξάνη, αυτά τα πόδια θα ήθελα να τα βλέπω
μόνο εγώ, αν γίνεται».
Δεν πιστεύεις στ’ αυτιά σου, ωστόσο, παραδέξου το, κο-
λακεύτηκες. Είσαι ερωτευμένη μαζί του.
«Θέλετε μόνο τα πόδια; Θα τα δείτε εδώ ή να σας τα τυλί-
ξω για το σπίτι;» ρωτάς σε μια απελπισμένη προσπάθεια να τον
κάνεις να χαμογελάσει.
«Μερικές φορές, Ρωξάνη, σκέφτεσαι μόνο τον εαυτό σου.
Είσαι πολύ φιλάρεσκη».
Δεν μιλάς, δεν λες τίποτα. Αναρωτιέσαι, όμως, μήπως
έχει δίκιο τελικά. Μήπως σκέφτεσαι μόνο τον εαυτό σου.
Στην ουρά για το ταμείο του σινεμά ένα αγόρι σε κοιτάζει
επίμονα. Ύστερα κοιτάζει τα πόδια σου. Ο Σπύρος χλωμιάζει.
Προσπαθείς να κατεβάσεις τη φούστα με το χέρι. Προσπαθείς
να τσαλακώσεις τον εαυτό σου για να μην απειληθεί ο Σπύρος.
«Συμβαίνει κάτι;» ακούς έντρομη τον Σπύρο να ρωτάει
εκείνο το αγόρι.
«Σαν τι να συμβαίνει δηλαδή;»
«Ξέρω γω; Σου ’χουν πεταχτεί τα μάτια, ρε μεγάλε, μαζέ-
ψου λίγο, το κορίτσι συνοδεύεται».
«Θαυμάζω το ωραίο, τι ζόρι τραβάς;»
«Αν την ξαναφέρεις σε δύσκολη θέση, θα φας μπουνιά».
«Σε ενόχλησα, κοπέλα μου;» σε ρωτάει το αγόρι.
«Ό-όχι» λες, αλλά δεν είσαι καθόλου σίγουρη πως έδωσες
τη σωστή απάντηση. Ωστόσο, έχει έρθει η σειρά σας να βγάλετε
εισιτήρια και τον τραβάς.
Κατά τη διάρκεια του έργου κάθεστε αμίλητοι σαν ξένοι.
Κι όταν βγαίνετε από το σινεμά και στρίβετε στη γωνία, αρχίζει
η δεύτερη πράξη.
«Κατάλαβες τώρα σε τι δύσκολη θέση με φέρνουν οι επι-
λογές σου;»
«Μόνος σου έρχεσαι σε δύσκολη θέση» απαντάς.
«Είσαι εγωίστρια».
«Και σένα σε κοιτάζουν τα κορίτσια, αλλά δεν τις απειλώ
ότι θα τις δείρω».
«Προκαλείς, Ρωξάνη, σου αρέσει να προκαλείς».
«Είναι πολύ άδικο αυτό που λες. Μόνο εσύ με ενδιαφέρεις,
κανένας άλλος. Πόσες φορές πρέπει να σου το πω; Δεν με πι-
στεύεις;»
«Τότε, πάψε να φοράς όλα αυτά τα προκλητικά. Εμένα με
κατάκτησες, φτάνει».
Όταν κλείνουν τα σχολεία, πιάνεις δουλειά στην ταβέρνα
της θείας σου. Ο Σπύρος έρχεται κάθε βράδυ, την αράζετε στην
παραλία κι ύστερα σε γυρίζει στο σπίτι σου, παρόλο που η θεία
θέλει να σε φιλοξενήσει όπως παλιά, που ήσουν μικρούλα και
περνούσες τα καλοκαίρια μ’ ένα μαγιό, τον ξάδερφό σου τον Νι-
κόλα και τους φίλους του. Αρνείσαι, για να μην κάνεις τον Σπύρο
να τρελαίνεται με απίθανα σενάρια.
Ανακεφαλαιώνοντας, αλλάζεις όλη την γκαρνταρόμπα
σου – ξεθάβεις και μια δυο χίπικες μακριές φούστες από μια
ξεχασμένη φάση που είχες περάσει, κόβεις τα πάρε δώσε με την
κολλητή σου, για να ανοίξεις το πορτοφόλι σου τον κοιτάς για να
σου δώσει την άδεια, αποφεύγεις οποιοδήποτε αγόρι, ακόμα και
κορίτσι αν δεν είναι στα γούστα του Σπύρου, απομονώνεσαι και
σχεδιάζεις το μέλλον σου με βάση το δικό του. Το πηγάδι μέσα
στο οποίο πέφτεις δεν έχει πάτο. Ο Νικόλας σε ρωτάει αν όλα
είναι καλά.
«Ναι, φυσικά» λες με την ειλικρίνεια του Πινόκιο.
Φυσικά και δεν τον πείθεις, δεν είναι ηλίθιος ο Νικόλας.
Περνάτε όλο το καλοκαίρι να τσακώνεστε με τον Σπύρο.
Προσπαθείς να γίνεις κάποια που δεν είσαι. Χάσιμο χρόνου. Δεν
μπορείς να απολαύσεις τις στιγμές μαζί του. Βρίσκεσαι σε μια
μόνιμη ανησυχία μήπως πεις ή κάνεις κάτι που δεν του αρέσει.
Όλες οι όμορφες στιγμές έχουν γυρίσει σε άσχημες. Δεν
έχεις πια καμία όμορφη ανάμνηση μαζί του. Εκτός από εκείνη
την πρώτη σας συνάντηση. Εκείνη που δεν είχατε ανταλλάξει
κουβέντα. Από εκεί κρατιέσαι. Αλλά είναι αργά πια. Αργά για να
κρατηθείς από οπουδήποτε.
Κοντά μεσάνυχτα του τελευταίου Σαββάτου του Αυγού-
στου, η ταβέρνα έχει αδειάσει κι η παρέα του Νικόλα έχει ανά-
ψει φωτιά στην παραλία. Το μεγαλύτερο φεγγάρι της χρονιάς,
κόκκινο σαν τη φωτιά. Μπίρες, κιθάρες, τραγούδια, γέλια. Το
τέλος του καλοκαιριού.
«Φύγε, λέει γελώντας η θεία, θα μαζέψω εγώ. Άντε, σε πε-
ριμένουν. Ο Νικόλας με μάλωσε, είπε να μη σε κρατήσω πολύ».
Δεν το σκέφτεσαι καθόλου. Βγάζεις τα παπούτσια σου και νιώ-
θεις την κρύα άμμο, ανακουφιστική στις πατούσες σου, να σβήνει
την κούραση της ημέρας. Σε περιμένει ένας απαιτητικός χειμώ-
νας, γεμάτος διάβασμα και εξετάσεις. Αλλά τώρα γελάς. Γελάς
πολύ και κάνεις τους άλλους να γελούν κι αυτοί. Τραγουδάς όταν
θυμάσαι τους στίχους, κι όταν δεν τους θυμάσαι, λες μόνο τις
τελευταίες συλλαβές. Και δεν έχεις καν ωραία φωνή. Νιώθεις
ανάλαφρη σαν αεράκι. Αποχαιρετάς το καλοκαίρι. Σηκώνεσαι και
χορεύεις γύρω από τη φωτιά σαν Ινδιάνα. Ακούς τη θάλασσα να
αφρίζει όταν ακουμπάει την άμμο.
«Δεν έχασες ευκαιρία, ε;» ακούς από κάπου μακριά, από
κάπου πολύ μακριά.
Ίσα που ακούγεται εκείνη η μίζερη, σκληρή, μνησίκακη
φωνούλα που διακόπτει τον ινδιάνικο χορό σου, πώς τολμάει;
Οι άλλοι δεν ξέρουν, δεν έχουν ιδέα. Συνεχίζουν. Ο Σπύρος
κάθεται στον κύκλο γύρω από τη φωτιά. Κάθεσαι δίπλα του.
Έπειτα από λίγο το αυθόρμητο πάρτι τελειώνει. Μαζεύετε,
ρίχνετε άμμο στη φωτιά και λέτε καληνύχτα. Μένεις μόνη μαζί
του. Σιωπή.
Τι σημασία έχει τι λέει, τι λες, τι λέτε; Έχει τελειώσει.
Του το λες. Γελάει. Γελάει. Του λες ότι τελειώσατε, ότι δεν θέ-
λεις πια να είσαι μαζί του, κι αυτός γελάει. Έχει το γέλιο του μια
ειρωνεία, είναι βεβιασμένο, πνιγηρό, προσποιητό. Τον κοιτάζεις.
Τα μάτια του πετάνε φωτιά. Είναι ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί.
«Θα τελειώσουμε όταν το πω εγώ» λέει.
«Τελειώσαμε, Σπύρο» επαναλαμβάνεις και σηκώνεσαι να
φύγεις.
Ένα χέρι σε αρπάζει από τα μαλλιά και σε γυρίζει πίσω.
Νιώθεις την άμμο να χτυπάει με δύναμη την πλάτη σου. Σφίγγει
τα δυο σου χέρια με το ένα του χέρι και έχει τυλίξει τα πόδια
του γύρω από τα δικά σου. Έχει πέσει πάνω σου με τόση δύναμη,
που δεν μπορείς να ανασάνεις. Τρομάζεις μόλις καταλαβαίνεις
πόσο ανήμπορη είσαι. Σταματάς να χτυπιέσαι προσπαθώντας να
ελευθερωθείς. Μπορείς να κουνήσεις ελάχιστα το κεφάλι σου,
γιατί με τον αγκώνα του πατάει τα μαλλιά σου. Έχεις κουραστεί
πολύ, η καρδιά σου χτυπάει άναρχα, δεν μπορείς να πιστέψεις
ότι βρίσκεσαι σε αυτή την κατάσταση. Σου περνάει από το μυαλό
ότι αυτό είναι το τέλος. Όχι το τέλος της σχέσης σου, αλλά το
τέλος της ζωής σου.
«Βλέπεις πώς με κάνεις; Εσύ το κάνεις όλο αυτό. Εσύ μόνο
μπορείς να με εξοργίσεις τόσο ώστε να χάσω τον εαυτό μου»
λέει με μια αλλόκοτη ψιθυριστή φωνή.
«Δες τον εαυτό σου, Σπύρο. Σε παρακαλώ, δες πώς είσαι,
πώς είμαστε, δεν σου αξίζει, δεν μας αξίζει» κάνεις μια τελευ-
ταία προσπάθεια.
«Εσύ μου αξίζεις, κι αν δεν μπορώ να σ’ έχω, δεν θα σ’ έχει
κανείς».
Το φεγγάρι πίσω από τα κεφάλια σας αδιαφορεί για τη μι-
κρή ιστορία σας. Για τον επικίνδυνο κόσμο που φτιάξατε μαζί. Για
τη μίζερη σχέση από την οποία έπρεπε να είχες φύγει νωρίτερα.
Πολύ νωρίτερα. Έχετε φτάσει όμως τώρα ως εδώ. Τώρα χρειά-
ζεται ν’ ακουστείς. Τώρα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη
στιγμή, πρέπει ν’ ακουστείς. Αρχίζεις να φωνάζεις. Η θάλασσα
παρασύρει τη φωνή σου. Παίρνεις μια βαθιά ανάσα κι ουρλιάζεις.
Ουρλιάζεις σαν αυτό να είναι το τελευταίο πράγμα που πρέπει
να κάνεις πριν πεθάνεις.
Ο Σπύρος δεν άκουσε τη σειρήνα του περιπολικού, ούτε
είδε τον Νικόλα να έρχεται από πίσω ούτε ένιωσε τα χέρια του
να τον αρπάζουν από τον λαιμό. Οι χειροπέδες γυάλισαν στο
φως του φεγγαριού. Τις ακούς να κλειδώνουν μ’ ένα κλικ. Το
περιπολικό απομακρύνεται.
Νιώθεις μόνη. Είσαι ευάλωτη και φοβισμένη. Αλλά είσαι
ζωντανή.
Σχόλια (0)